Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2801-2900 από 3101
Η ομορφιά στον άθρωπο, νάχη και νου και χάρη, πουλιέται κι αοράζεται με το μαργαριτάρι
(1963)
Δηλαδή η ομορφιά για να έχη αξία πρέπει να συνοδεύεται από ευφυΐα και χάρη
Μόνου πετσί μού λείβγεται, άν είχα καί τομάρι, άν είχα σπάο καί κερί κι' άν είχα καί τζαgάρη
(1963)
Λέγεται όταν ετοιμαζώμεθα νά κάμωμε κάτι, ενώ δέν έχομε σχεδόν τίποτε απ' ό,τι χρειάζεται
Τση μαdουλίδας το πουλί πεέdηση δεν έχει, τώρ' αξανοίουν ομορφιές, δεν αξανοίουν έχει
(1963)
Μαdουλίδας = είδος λουλουδόχορτου, πουλί = λουλούδι, πεέdηση = εκτίμηση, αξανοίουν = κυττάζουν, έχει = το έχει ή τα έχει = περιουσία, πλούτη
Η κρεβαταριά έχει, λέει, εκατόν ένα gομμάτι και το πιό μικρό να λείπη δε ίνεται δουλειά
(1963)
Κρεβαταριά = ο αργαλειός. Λέγεται συνήθως κυριολεκτικώς γιά τα σύνεργα του αργαλειού, αλλά και γιά κάθε εργασία, που απαιτεί τη χρησιμοποίηση ωρισμένων εργαλειών
Ο Θεός δεν αρωτά, είdα θα φας κι'είdα θα πιής, μόνου, είdα θα κάμης κι είdα θα πής
(1963)
Λέγεται κυρίως για τις νηστείες
Κρέμο 'συ, λαρδί μο', 'του κι' η ψυχή μ' ας βγαίνη επά
(1963)
Κρέμο = κρέμου, να κρέμεσαι, 'του = αυτού, επά = εδώ
Ωχ' άdρα μου, και κρίμας νάχης τα δυο σου μάθια
(1963)
Ήτονε, λέει, καμμιά, κι' ήτονε κακιάς διαγωγής και τόλεε d' αdρούς τση. Τον ήθελε στραβό, ιά να μη dη θωρή, είdα κάνει
Καλλιά 'χω 'ω στο σπίτι μου ελιά και παξιμάδι, παρά στα ξένα ζάχαρη και να με ρίζουν άλλοι
(1963)
Ρίζουν = ορίζουν, εξουσιάζουν
Στσι δεκαπέdε του Μαρθιού πουλάκιν εκελάδησε, gι' όχι πουλάκι του δεdρού, μόνου πουλάκι του νερού
(1963)
Ερμηνεία: Είναι πια Άνοιξη
Οπόχει κόρην ακριβή, του Μάρτη νήλιος μη dη δη. Κι' οπόχει πάλι πι' ακριβή του Μάρτη κρύο μη dη δη
(1963)
Πι' ακριβή= πιο ακριβή
Να παdρευτής να gαστρωθής ν' αλλαξομουσουδιάσης να θυμηθής τση λευτεριάς να βαρειανεστεναξης
(1963)
Λέγεται σε νεόνυμφους, εγκύους ή σε νέες, που ονειροπολούν γάμο
Οπόχει πόνο στη gαρδιά, στα μάουλα του δείχτει
(1963)
Οπόχει ή που κρύβγει. ...στα μάουλά του δείχτει ή ...στα μάουλα του το δείχτει
Έβγα στη 'ειτονιά bοbέψου κι' εύρα στο σπίτι σου πορέψου
(1963)
Bοbέψου = ρεζιλέψου, πορέψου = βολέψου. Πορέψου ή βολέψου. Ή Εύρα σπίτι σου πορέψου και στη 'ειτονιά bοbέψου. Δηλ. Όταν μπορής να αντιμετωπίζης μιάν αναγκη εξ ιδίων, να αποφεύγης να εκτεθής ζητώντας τη βοήθεια άλλου
Ήρθεν η πήχη στο παννί κι ο έρωτάς μας θα φανή. Ετσά τάφερεν η τύχη κι ήρθε dο παννί στη bήχη
(1963)
Λέγεται, όταν κάτι φθάση εις το μη περαιτέρω
Μα ήβαλες το πάλι (ή πάλι εξαναβαλές το) στη dάβλα το τυρί κι' εβγήκασι dα μάθια του κάτη να θωρή
(1963)
Λέγεται όταν κάτι που επιθυμής το βλέπεις εξ αποστάσεως μόνο
Το ποδάρι θέλει κρεβάτι και το χέρι bόλια
(1963)
Βόλια = μαντήλι
Κάρκα ένα, κάρκα δυό, σα d' αβγά τζη πέρδικας
(1963)
Προέρχεται από τραγουδάκι
Ό,τι σκατά είν' ο ένας, ει' gι ο άλλος (ή είναι κι ο άλλος)
(1963)
Δηλαδή δεν διαφέρει ο ένας από τον άλλο, δεν είναι καλύτερος ο ένας από τον άλλο
Πέdε – πέdε την ημέρα, εκατό την εβδομάδα στω (bακάλιδω) τη μάdρα
(1963)
Προέρχεται από παιδικό τραγουδάκι. Είναι κατάρα
Άμαν έχεις καλά bαιδιά, τα έχεια είdα τα θες; Κι' άμαν έχης πάλι κακά bαιδιά, τα έχεια είdα τα θες;
(1963)
Έχεια = Περιουσία
Οι καλοί 'ονοί αναθεμαθιόdαιν α' τα κακά bαιδιά, κι' οι κακοί 'ονοί συχωριόdαιν α' τα καλά bαιδιά
(1963)
Δηλαδή όταν τα παιδιά είναι κακά, γίνονται αφορμή να αναθεματίζουν οι άλλοι τους γονείς των, και όταν πάλι είναι καλά, γίνονται αφορμή να τους συγχωρνούν οι άλλοι//'ονοί = γονείς
Τα παιδιά ό,τι φάσιν είναι χαλάλι κι' ό,τι βάλουσιν είναι χαράμι
(1963)
Δηλαδή το φαγητό είναι αναγκαιο για το παιδί, ενώ το ρούχο, το λούσο είναι περιττό, επειδή το καταστρέφει χωρίς να το χαίρεται επειδή είναι μικρό και δεν καταλαβαίνει
Τώρα πούφαα θα πέσω ('ια) να γνωρίση η κοιλιά τον αγά τζη
(1963)
Λέγεται σαν αστείο, κυρίως το καλοκαίρι, που μετά το φαγητό στο χτήμα, ξαπλώνει κανείς να ξεκουραστή λίγο, επίσης λέγεται απλώς, σαν αστείο πάντοτε, όταν καλοφάη κανείς
Τ' αgεία ενήκα θυμιατά και τα σκ... λιβάνι και των αθρώπω dα παιδιά εΐνησα 'αδάροι
(1930)
Λέγεται, όταν ένας από μια άσημη οικογένεια κάνει το μεγάλο και τον τρανό ή όταν πραγματικά ένας από άσημη οικογένεια ευδοκιμήσει. Λέγεται, επίσης και όταν αρχίζει να παρακμάζη μια οικογένεια ξεχωριστή
Κάτσε καλά κατούρησε, κι α δε θωρής, θωρούσι σε
(1963)
Λέγεται και κυριολεκτικώς, δηλαδή όσο κι αν προφυλαχθής, όταν κάνης το νερό σου στο ύπαιθρο, πάντα θα βρεθή κάποιος να σε δη
Ποιός ήθελε να μου το πη και να του το πιστέψω, πως θα σε κάμω τρείς βολές στο Νάδη να σε πέψω
(1963)
Μοιρολοΐ μητέρας, που της πέθαναν τρία αγόρια με το ίδιο όνομα
Είdα να τη gαμώ τη μαλαματένια λεκάνη και να φτω αίμα μέσα;
(1963)
Φτω = φτύνω
Το ούτσι ούτσι τέσσερις και το λαάριο πέdε και το σκυλί και το κατσί μέρες εξηdαπέdε
(1963)
Δηλαδή τόσο διαρκεί η κύηση σ' αυτά τα ζώα
Που πάρη χίλια τάλαdα και καουργιά (ή κακογριά) 'υναίκα, τα χίλια τάλαdα φαε gι η κακογριά απομείνει
(1963)
Ερμηνεία: Ο γάμος δεν πρέπει να γίνεται μόνο από οικονομικό συμφέρο
Ο Μάρτης ο μονόφαος, ο μονόχεστος, ο πεdάρδαχτος κι' ο τιναχτοκοφινάς
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται επειδή είναι ο τελευταίος μήνας του χειμώνα και έχουν τελειώσει οι σοδειές και συνεπώς τρώνε μόνο μιά φορά την ημέρα. Επίσης πάνε μιά φορά στο μέρος την ημέρα. Επειδή μεγαλώνει η μέρα έχει καιρό η εργαζόμενη ...
Με τσι μάλαξες (ή: με τ' αχνάρια ή: με τη λάτρα) τονε βρίσκου dο λαό
(1963)
Δηλαδή όταν παρακολουθήσης κάτι προσεκτικά, θα ανακαλύψης το δράστη
Ο Μάρτης εψόφησε dο άδαρ' απού το πρωΐ ως το μεσημέρ' απού το κρύο και τον εβρώμισεν απού το μεσημέρι κι' ύστερ' απού τη ζέστη
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται για την αστάθεια του καιρού το Μάρτη
Που πάρη χίλια τάλαdα και καουργιά (ή κακογριά) 'υναίκα, τα χίλια πα στ' ανάθεμα κι' η κακογριά απομείνει
(1963)
Ερμηνεία: Ο γάμος δεν πρέπει να γίνεται μόνο από οικονομικό συμφέρο
Που πάρη χίλια τάλαρα και κακοριά 'υναίκα, τα χίλια τάλαρα θα φα' κι' η κακοριά του μένει
(1963)
Ερμηνεία: Ο γάμος δεν πρέπει να γίνεται μόνο από οικονομικό συμφέρο
Στάσου, κόρη, μη σπουδιάρης κι' ο καιρός δε μασε βιάζει, κι' ο καιρός θα μασε φέρη αρρεβώνα μες στο χέρι, δαχτυλίδι κι' αρρεβώνα και στη gεφαλή κορώνα
(1963)
Λέγεται όταν θέμε να συστήσωμε σε κάποιον να μη βιάζεται
Όποιος κάθεται καλά και δε gάτσει και κακά, του καλού δε dου θυμάται
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν, ενώ η κατάστασή μας είναι καλή, επιδιώκοντας να την κάνωμε καλύτερη, την χειροτερεύωμε
Όπου δώσω τό bαρά μου θαραπεύγω τή gοιλιά μου
(1963)
Λέγεται σέ κάποιον, όταν, ενώ πληρώνεται, αρνείται συναλλαγή ή απειλή διακοπή τής ή δύσφορή γι' αυτή
Στσι δεκαπέdε του Μαρθιού πουλάκιν εκιλάδησε, gι' όχι πουλάκι του δεdρού, μόνου πουλάκι του νερού
(1963)
Ερμηνεία: Είναι πια Άνοιξη
Οπόχει κόρην ακριβή, του Μάρτη νήλιος μη dη δη. Κι' οπόχει πάλι πι' ακριβή το πάγος του να μη dη δη
(1963)
Πι' ακριβή= πιο ακριβή
Δε 'δα το σκύλο στη στάχτη, κι αμ' έλα μου στ' αλεύρι!
(1963)
Λέγεται για το λαίμαργο ή ρον άρπαγα
Άη μου Νικόλα, και σώσε με. Λέει, Και σάλεβγε κι΄εσύ τα χέρια σου
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Έχετε τα ζωdόβολα μοναχά κι΄ύστερα θέτ΄αρνόριφα και διάφορα. Η παροιμία λέει πως “Άη μου Νικόλα, βοήθα με, λέει, Ναί μα κούνιε κι΄εσύ τα χέρια σου”
Όσοι κουτσοί κι' όσοι στραβοί στον Άη Παdελέμονα
(1963)
Παραδείγματος χάρη: Όλοι αράζου=ξεσπούν, έρχονται, gι είπα=εδώ, μα ΄τα ζήτα=για να ζητήσουν κάτι, ΄τα βοήθεια, ΄τα δανεικά, ΄τα τα όλα.... Όσοι κουτσοί κι΄όσοι στραβοί στον Άη Παdελέμονα ΄ναι κι΄είπα
Ναμου dο Μάη 'άδαρος, τον Άουστο κριάρι, όλο (κι όλο) dο χρόνο πετεινός και γάτης (κάτης) το 'Εναρη
(1963)
Λέγεται με τονον αστειότητος
Ιά κάποιοι και 'ια μερικοί ευρέθη gι' η (ή : ήτονε κι' η) Αμερική
(1963)
Λέγεται και για μετανάστη, που επέτυχε στην Αμερική, αλλά περισσότερο σαν παράπονο για μετανάστη, που απέτυχε
Το Μάη πίνε το νερό, το bρωτοούλη 'άλα, τον Άουστο γλυκύ (γλυκό) gρασί, να δης τα παληκάρια
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Που πεινα, 'ια ν' αρχοdίνη (ή να πλουτίνη) μόνου η πείνα τ' απομείνει
(1963)
Ν' αρχοdίνη = να πλουτίση
Σαράντα φα', σαράντα πιε, σαράντα μετανίσου, σαράταν δώσης του φτωχού να σώσεις τη ψυχή σου
(1963)
Λέγεται την ημέρα των Αγίων Σαράντα
Η πάστρα θρέφει (ή ρθέφει) το παιδί κι' η κιούδεψη τον άdρα κι η καλιμαϊτζάρηση σου κάνει και το 'έρο
(1963)
Δηλαδή η καθαριότηταμ η στοργική φροντίδα, η περιποίηση ωφελούν και τους μικρούς και τους μεγάλους
Ότι να παdρευτή κανείς δε bρέπει να χορεύγη, μόνου σακκί στο νώμο dου, κριθάρι να 'υρεύγη
(1963)
Δηλαδή ο γάμος δημιουργεί ευθύνες, δεν επιτρέπει αμεριμνησία
Όποιος πορπατεί, κάτ' ηύρε gι' ήφα, κι' όποιος κάθεται, ο κάτης τον ήφα
(1963)
Δηλαδή όποιος κινείται, ενεργεί, κάτι κερδίζει, ενώ όποιος κάθεται, όποιος τεμπελιάζει, πάει χαμένος
Βάστα bόζα, να πάρης προίκα
(1963)
Οι φράσεις αυτές ήτανε κάποτε μόδα. Είναι σαν πείραγμα. Π.χ. Να gανείς κακιωμένος μαζί σου να μη σου μιλή, λέει Βάστα bόζα. Και καλά, Δε με κόφτει, δεν με μέλει. Δε μασε μιλείς πάλι. Βάστα bόζα, να πάρης προίκα. Να gανείς ...
Ο λεύτερος, σε bαdρευτή, δε bρέπει να χορεύγη, μόνου σακκί στο νώμο dου, κριθάρι να 'υρεύγη
(1963)
Δηλαδή ο γάμος δημιουργεί ευθύνες, δεν επιτρέπει αμεριμνησία
Όποιος πορπατεί χωρίς dουρά και χωρίς σκοινί, πορπατεί χωρίς τύχη
(1963)
Δηλαδή ο χωρικός πρέπει να έχη μαζί του ντουρά και σχοινί, για να τα χρησιμοποιήση, αν του τύχη κάτι, ώστε να το πάρη σπίτι του
Ήbε dου, σα dου κερατά, που, αφού του βάλου dα κέρατα κι ύστερα, του bαίνει
(1963)
Λέγεται όταν δεν μας πειράξη αρχικώς ένας λόγος ή μια πράξη εις βάρος μας και κατόπι σιγά σιγά συνειδητοποιήσωμε την προσβλητική σημασία τους
Η πουτάνα η Ιαλλού τα δικά τζη λέει αλλού
(1963)
Η πουτάνα η Ιαλλού τα δικά τζη λέει αλλού ή λε' αλλού. Ιαλλού = η Γιλλώ
Οίος τα λόια σου γροικά και τσ' όρκοι σου πιστεύγει, πιάνει στη θάλασσα λαοί και στη στεργιά ψαρεύγει
(1963)
Γροικά = ακούει, αποδέχεται
Κι οπούχε dα πολλά 'κλαιε gι οπούχε gαι τα λΐα, κι όπου δεν είχε dίοτα ήκατσε gι ετραούδα
(1963)
Λέγεται για τον αμέριμνο. Κυρίως λέγεται σαν παρηγοριά του φτωχού προς τον εαυτό του, αλλά και για κείνους, που έχουν και παραπονιούνται ή αγωνιούν
Απού τον Άη Σίδερο ως τη Φανερωμένη ήχασα τη 'υναίκα μου με μια βρουλιά δεμένη κι' όποιος την εύρ' ας τη χαρή και τη βρούλια ας μου φέρει
(1963)
Λέγεται όταν επιχειρεί κανείς να συγκρίνη δυο πρόσωπα ή πράγματα, που δεν έχουν ομοιότητα. Λέγεται συνήθως μόνον ο πρώτος στίχος. Άη Σίδερο και Φανερωμένη = τοποθεσίες σε άλλα χωριά της Νάξου
Η δόξα 'ναι μές στά σκατά κι' όποιος θέλη τή bιάνει
(1963)
Μές στά σκατά ή στά κόπρια. Δηλ είναι εύκολο να κάνει κανείς τον υπερήφανο, πχ “Ω η δόξα τζη κι' η περηφάνϊα τζη... -Μουρέ, μά η δόξα 'ναι μές... να τονε δοξάζου gανένα οι αθρώποι, μάλιστα, μά να δοξάζεται μοναχός του!...”
Ο Θεός να σε φυλάη α του καλ' αθρώπου τη gακία
(1963)
Δηλαδή ο θυμός του καλού ανθρώπου είναι πολύ δυνατός, επειδή, λόγω της καλοσύνης του, θυμώνει σπανίως και μόνο σε δικαιολογημένες περιπτώσεις
Έχει και μάνες και πονού gι αδέρφια και λυπούdαι gι αdρόϋνα ξεχωριστά, που δεν αλησμονιούdαι
(1963)
Δηλαδή άλλοι στεναχωρούνται κι άλλοι είναι εντελώς αδιάφοροι
Είdα να τη gαμώ τη μαλαματένια λεκάνη και να ξερνώ αίμα μέσα;
(1963)
Δηλαδή η υγεία είναι το παν, χωρίς αυτή ο πλούτος και τ' άλλα αγαθά είναι χωρίς αξία
Ό,τ' είν' ο κάθα εις, είναι 'ια λόου dου
(1963)
Ια λόου dου = το νεαυτό dου
Μα είπα σου, πως δεν θα βρέξω, όχι πως δε θα θρέψω
(1963)
Δηλαδή, δεν μπορείς να στηρίζεσαι σε ένα μόνον δεδομένο
Όση ώρα πονεί κανείς, ότι να χτυπήση τον εgωνά dου, τόση ώρα πονεί κι ο άdρασ, ότι ναπεθάνη η ΄υναίκα doυ.
(1963)
εgώνα=τον αγκώνα. Δηλ. Η θλίψη του αντρός για το θάνατο της γυναίκας του κρατάει πολύ λίγο
Ότ' είναι 'ια το bαπά, είναι και 'ια τη bαπαδιά
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται για ανθρώπους, που ενώ έχουν κοινα συμφέροντα ηθικά ή υλικά και πρόκειται να ζημιωθούν, ο ένας απ΄αυτους αδιαφορεί ενώ ο άλλος στενοχωριέται. Όταν λέγεται μεταξύ των έχει χαρακτήρα μάλλον πεισματικό, όταν ...
Δε bορεί Άης Νικόλας να μη d΄ασπρίση τα ενάκια dου
(1963)
Λέγεται, όταν χιονίση τις ημέρες του Αγίου Νικολάου
Κόψε ξύλο κάμ' Αdώνη κι από πλάτανο Μανώλη, και α bής και 'ια το 'Ιάννη, ό,τι ξύλο κόψης, κάνει
(1963)
Είναι μάλλον αστεϊσμός εις βάρος εκείνων, που έχουν αυτά τα ονόματα και κυρίως των Γιάννηδων
Τ' αgεία ινήκα θυμιατά και τα σκατά λιβάνι και των αθρώπω dα παιδιά εΐνησα 'αδάροι
(1963)
Λέγεται, όταν ένα παιδί χαμηλής κοινωνικής προελεύσεως εξελιχθή ή ένα καλής οικογενείας δεν προοδεύση
Δικό μας είναι το πανί, δικό μας και το χτένι, σε κόρη, που υφαίνει, ή σε άνθρωπο, που κάνει δική του εργασία και δεν βιάζεται
(1963)
Λέγεται, σαν αστείο, για στενό οικογενειακό κύκλο, επίσης λέγεται σε κόρη, που υφαίνει, ή σε άνθρωπο, που κάνει δική του εργασία και δεν βιάζεται
Ο ένας άθρωπος γίνεται διάολος και πάει και πειράζει τον άλλο
(1963)
Λέγεται, όταν από αφορμή ενός επισκέπτη γίνη κάποιο ατύχημα κάποια περιπλοκή
Ότι να φάς το φαϊ σου μοναχός, το τρώς μια βολά, κι' ότι να το δώσης, το τρώς πολλές βολές
(1963)
Δηλ. το δώρο, η περιποίηση έχουν την ανταπόδοσή τους
Η χιονιά, λέει, λέει “Να μ΄ανεμένης τα Νικολοβάρβαρα, κι΄α δεν έρθω τα Φωτοκάλαdα, κι΄α δεν έρθω τα Φωτοκάλαdα, θάρθω μέσα τα Συνάποκρα, μα θάναι ξώφαρτα
(1963)
Λέει=όπως λένε, Λέει=λέγει, Φωτοκάλαdα=τις ημέρες των Φώτων, Συνάποκρα=εκεί κατά τις απόκρηες, ξώφαρτα=ξώφαρτσα, ελαφρά, μικρή χιονιά Δηλαδή:
Ο σκύλος ξεματώνει τα δόδια του με τα κόκκαλα και θαρρεί πως είναι τω gοκκάλω το αίμα, και δος του λοιπό...
(1963)
Λέγεται όταν αυταπατάται κανείς και νομίζει ότι ωφειλείται, ενώ μάλλον δεν κάνει τίποτε
Τα σκατά (ή τα κόπτια) όσο dα σαλεύγει κανείς, τόσο βρωμούνε (ή όσο d' ανεκατώνεις, τόσο βρωμούνε)
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει να σκαλίζη, να συζητή, να ζητή να αποδειχθή αμέτοχος κανείς σε μια υπόθεση, που δεν είναι καθαρή
Που πάρη χίλια τάλαdα και καουργιά (ή κακογριά) 'υναίκα, τα χίλια τάλαdα φάη τα κι' η κακουργιά απομείνει
(1963)
Ερμηνεία: Ο γάμος δεν πρέπει να γίνεται μόνο από οικονομικό συμφέρο
Λέει – Δεν έχω γρϊά ψωμί. Λέει – Βρέξε μου το στο ζουμί
(1963)
Λέγεται, όταν δεν αντιλαμβάνεται κανείς ή δεν πιστεύη ότι μια απαίτησή του δεν μπορεί να ικανοποιηθή και επιμένει και μάλιστα ζητεί κάτι περισσότερο
Η κουβέdα βουλά σπίθια
(1963)
Π. χ. “Τη bροχτές ήκανα καφέ να πιούμε με τη Φιλίπα κι' εκουβεδιάζαμε gι' εχύθην ο καφές κι' είπεν η Φιλίπα “Γιάε 'δα που λένε, πως η κουβέdα βουλά σπίθια” Κια καλά ξεχά κανείς με τη gουβέdα τη δουλειά dου. Λέεται κιόλα, ...
Οι πόρτες είναι 'ια τσι χοίροι και 'ιά τσι καλοί αθρώποι
(1963)
Ιά τσι χοίροι = να εμποδίζουν δηλαδή τους χοίρους να μπαίνουν μέσα στο σπίτι, 'ιά τσι καλοί αθρώποι = ο καλός άνθρωπος εμποδίζεται να παραβιάση την πόρτα, ενώ ο κακός την παραβιάζει, την σπάει και μπαίνει
Όdε ζυμώσης, χόρτασε, κι όdε χοιροσφαΐσης κι ότι να gίξης το κρασί κι ότι να σακκουλίσης
(1963)
Δηλαδή κατά την εποχή της συγκομιδής μπορεί κανείς να κάμη μεγαλύτερη από την συνηθισμένη κατανάλωση
Που ζυμώση και πλυθή πέdε μέρες όμορφη
(1963)
Είναι σαν συμβουλή καλλωπισμού. Μάλιστα υπάρχει η δοξασία πως ομορφαίνει το δέρμα του προσώπου το πλύσιμο με απόπλυμα του ζυμωτού
Αφρίζης δεν αφρίζης, το bαρά μου 'δωκα, να σε φάω θέλω
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν είμαστε υποχρεωμένοι να καταναλώσωμε κάτι, που αποτύχαμε στην αγορά ή στην κατασκευή του
Ο θεός να σε φυλάη απ΄ απισινά του μουλαριού κι΄ απ αbροστινά τση ΄υναίκας
(1963)
Δηλ. Από το μουλάρι, που κλωτσάει, κι από τη γυναίκα την ερωτομανή
Όποιος bορεί να ζή στη 'ής και θάλασσα 'υρεύγει, ο διάολος του κώλου dου κουκκιά του μαερεύγει
(1963)
Όποιος ή Όιος. Λέγεται για ανθρώπους, που δεν κάθονται ήσυχοι, που εκτίθενται σε κίνδυνο χωρίς ανάγκη
Οι παλαι' ελέασι bως, α δε βροχή ή 'ης να πανίση, κρύο δε gανει
(1963)
Δηλαδή εφ όσον δεν έχει βρέχει, δεν κάνει κρύο, και αν ακόμη έχει μπεί ο χειμώνας
Η πλύστρ' αποdεν επόπλυνε, τή gοπανίδα τζ' ήφαε
(1963)
Πλύστρ' = η γυναίκα που πλένει γενικώς, όχι εκείνη μόνο που έχει τήν πλύση ως επάγγελμα
Κι οπούχε dα πολλά 'κλαιε gι οπούχε gαι τα λΐα, κι όπου δεν είχε dίοτα καθόdα gι ετραούδα
(1963)
Λέγεται για τον αμέριμνο. Κυρίως λέγεται σαν παρηγοριά του φτωχού προς τον εαυτό του, αλλά και για κείνους, που έχουν και παραπονιούνται ή αγωνιούν
Τα κούσουλα παdρεύγουdαι gι' οι απολαναρίδες και τα βενέτικα gλαδιά (ή φλουριά) κάθουdαι στσι θυρίδες
(1963)
Λέγεται, όταν παντρευτή κάποια αναξια λόγου, επίσης, όταν μείνη άγαμη μία αξιόλογη κόρη//Κούσουλα =Σκουπίδια, απολαναρίδες = τα υπολείμματα από το λαναρισμα
Δεκάρα δεν έχει να βάλη το μάτι dου
(1930)
Τι ακριβώς θα πη δεν ξέρω. Λέγεται πολύ συχνά. Παριστάνει μεγάλη χρηματική ανέχεια. Ίσως εξηγείται πως δεν έχουνε να πληρώσουν μια δεκάρα να τους βγάλουν το μάτι. Ίσως είναι παρεφθαρμένο και θέλει να πη πως κι' αν πρόκειται ...
Το σουλάτσο σουλατσάρει, τ' ανεέλοι ανεελά
(1963)
Δηλαδή εκείνος, που είναι για κροϊδιά, κοροϊδεύει τους άλλους. Π.χ. “είdα 'χεις, κοκώνα μου, και 'ελάς; Σουλατσάρεις με; Το σουλάτσο, λέει, σουλατσάρει... Εσύ είσαι 'ιά σουλάτσο, μα 'ώ δεν έχω τίοτα
Το πρόσωπο τ' αθρώπου 'ν' έναν αgυνόστομο (και η ρέστη κορμαλιά οι χοίροι κι' οι σκύλοι ας τη φάσι
(1963)
Αgυνόστομο = το άνοιγμα μεταξύ του αντίχειρος και του δείκτου του χεριού, φάσι = φάνε, φάγουν. Δεν έχει δηλαδή το υπόλοιπο σώμα αξία
Ω Ενάρη κακνακάρη, πούν' οι όμορφες κοπέλλες; -Απίσω στο bυρόμαχα κάθουdαι gαι βγάνουν τζι μύξες τωνε
(1963)
Λέγεται επειδή το Γενάρη είναι κρύο και κάθονται οι άνθρωποι στο τζάκι και συνήθως είναι κρυωμένοι
Το φας, το πιής εκέρδισες και το φορείς εχάρης τα δώσου dα χεράκια σου εκείνα dε να πάρης
(1930)
Ό,τι φας και πιής κερδίζεις μονάχα και χαίρεσαι τα ρούχα σου. Το ψυχικό που θα κάμης είναι ότι θα πάρης μαζί σου στον άλλον κόσμο. Το λένε για τους ακριβούς, τους φιλαργύρους
Είdα θα ἐνούμ' α ΄βρέξη κι α δε βρέξη που θα πάμε;
(1934)
Ο αγγειπλάστης δεν ήθελε να βρέξη, διότι θα κατεστέφοντο τα αγγεία του, άτινα είχεν εκθέσει εις τον ήλιον, ο δε γεωργός ήθελε να βρέξη δια να γίνουν τα σπαρτά του. Ο πρώτος μετά του δεύτερου ήσαν αδελφοί και ο καθείς έλεγεν ...