Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-200 από 2765
Σε' άμο και σε ταξίδι μήτε λάδι μήτε ξείδι
(1963)
Δηλαδή, δεν πρέπει να δίνης συμβουλή σε ξένες υποθέσεις, συνηθέστερα χρησιμοποιείται κυριολεκτικώς
Σε' άμο και σε ταξίδι ούτε λάδι ούτε ξείδι
(1963)
Δηλαδή, δεν πρέπει να δίνης συμβουλή σε ξένες υποθέσεις, συνηθέστερα χρησιμοποιείται κυριολεκτικώς
Ο Θεός άλλοι ηπλάσε gι' άλλοι ήκλασε
(1963)
Χαρακτηρίζει την μεταξύ των ανθρώπων ανισότητα
Να κουνώ το παιδί ναχω και κακιά gαρδιά;
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος προσφέρεται και μοχθή με προθυμία και όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται η προσφορά του, αλλά και τον δυσαρεστουν
Αστραπές ακούς βροdες ακούς, στ' αβγά σου να κάθεσαι
(1963)
Λέγεται στην κλώσσα, όταν την καθίζουν να επωάση τ' αβγά. Ως παροιμία σήμαίνει ότι κι αν ακούς μηνα ανακατεύεσαι
Στον ατζαμή λαχαίνει το ψάρι
(1963)
Δηλαδή, τον αδέξιο ευνοεί η τύχη, αλλά δεν είναι ικανός να καρπωθή από αυτή
Που αδάρου κάμη χάρη, άδαρος λοάται πάλι
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση αγνωμοσύνης δηλ. είναι ανόητος όποιος κάνει χάρη σε αγνώμονα
Άμα λείπ' ο κάτης α τη 'ωνιά, παίζουν οι ποdικοί τσ' αμάδες
(1963)
Αμάδες = παιχνίδι που παίζουν τα παιδιά και οι νέοι με στρογγυλές επίπεδες πέτρες
Όποιος δεν έχει 'έρο, ναοράζη
(1963)
Δηλαδή ο ηλικιωμένος είναι πολύτιμος για την πείρα του
Του λωλού το φαΐ πρωτοτρώεται (ή τρώεται πρώτα)
(1963)
Δηλαδή ο ανόητος προσφέρει πρώτος τα δικά του και κατόπιν είναι δυνατό να μην του προσφέρουν οι άλλοι τίποτα
Όdεν ήπρεπε ('δα, λέει), δεν ήβρεχε gαι το Μά' εdροσολόα
(1963)
Λέγεται για κάτι, που γίνεται παράκερα
Ερωτήξανε, λέει, το λύκο, ιάdα κι' είν' ο σβέρκος του χοdρός, λέει. Ιατί κάνω τη δουλειά μου μοναχός
(1963)
Δηλαδή όποιος κάνει τη δουλειά του μόνος, δεν έχει την ανάγκη κανενός, δεν στενοχωρείται με την συναλλαγή προς τρίτους
Του παιδιού μου το παιδί τόχω δυο βολές παιδί (ή δυο βολές είναι παιδί)
(1963)
Δηλαδή η αγάπη στο εγγόνι μας είναι διπλή
Τ' αρρωστημένου η κουλούρα κάνει σαράdα μέρες στ' απρουσκέφαλό dου
(1963)
Δηλαδή, ο άρρωστος δεν έχει όρεξη να φάη. Π.χ. “Αλλότες ελέασι bως τ' αρρωστημένου η κουλούρα ... Μα ' μένα δε gάνει ουτ' ένα λεφτό, 'ιατί εμ 2)αρρωστημένη 2) είμαι, έμη πεινώ κιόλα”...
Βλ. παρηγορία, ρωτώ 1...
Βλ. παρηγορία, ρωτώ 1...
Απ' αστραπές κι από βροdές κι από βροχή και χιόνι κι απ' άτεκνο κι απ' ακριβό ο Θιός να σε γλυτώνη
(1963)
Δηλαδή, ο άτεκνος και ο φιλάργυρος είναι κακοί, όσο και η αστραπή
Τον άκαφτο τον εϋρεύγασι να τόνε κάψουσι gαι δε dον ευρήκασι
(1963)
Ερμηνεία: Όλοι οι άνθρωποι έχουν ζήσει τον καημό του θανάτου κάποιου ή κάποιων δικών τους ανθρώπων. Λέγεται σαν παρηγοριά
Σάν απεθάνη ο πλούσιος, δε bαίρνει βιός μαζί dου, μόνου τρείς πήχες σάβανο, που dύνου dό κορμί dου
(1963)
Δηλαδή όλα είναι μάταια
Ξέρ΄ η πάπια, πουν η λίμνη κι΄ ο λαός, που ΄dο κυνήι
(1963)
Λέγεται για κάποιον, που δεν έχει ανάγκη συμβουλών ή που ξέρει να προσαρμόζεται κατά το συμφέρον του
Των αρχόdω οι όρνιθες κοιτάζουσι νωρίς
(1963)
Παραδείγματος χάρη: - “Απού τσι τρείς η ώρα κοιτάζουσιν οι όρνιθές μας. -Δεν έχεις ακουστά πως των αρχόdω οι όρνιθες κοιτάζουσι νωρίς; Είναι, λέει καλοπερασμένες και 'ια φτό. Τω φτωχώ ραίνουdαι νάβρου dίστα να φάνε και ...
Τον Μα' (Μάη) και τον Απρίλη και τον 'Ερινιαστή που κλάνουν οι 'αδάροι και πίνουν οι βοσκοί
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Α δεν αστάψη δε βροdα, κι α δε βροdα, δε βρέχει, κι α δεν αρχέψη η βροχή ο ποταμός δε dρέχει
(1963)
Δηλαδή, κάθε πράγμα έχει την αιτία του, το προηγουμενό του
Εώ σου λέω να κάμης χίλια πρόβατα (ή: ζα), εσύ δεν θες; ... νοργιά (ή: τρίχα) (ή: τρίχα να μην απολάψης)
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος δεν δέχεται ή δεν ακολουθή τις συμβουλές μας
Πιότερο gαιρό θένε τά λεφτά νά τά φυλάξης, παρά νά τά δουλέψης
(1963)
Δηλαδή χρειάζεται μεγαλύτερη ικανότητα νά διατηρήσης ένα χρηματικό ποσό παρά όση χρειάζεται γιά νά τό κερδίσης
Άρτσι – βούρτσι
(1928)
Την πριν της Απόκρεω εβδομάδα δεν νηστεύανε την Τετάρτη και την Παρασκευή από κρέας κι ήτανε τότε άρτσι-βούρτσι.
Όποιος δουλεύγει βασιλιά, πρέπει το νου dου νάχη, κι' όχι το νού dου βασιλιά, μόνου τον εδικό dου
(1963)
Δηλαδή, ο εργαζόμενος σε ξένο, σε πλούσιον, πρέπει να προσέχει για να μην προκαλέση τη δυσαρέσκειά του
Δικό σου το ψωμί και το μαχαίρι
(1963)
Δηλαδή, είσαι κύριος νοικοκύρης
Βαρ' τον ατσίποδα να σ' άψη τη φωθιά, κι α dην άψη είναι δυό βολές ατσίποδας
(1963)
Λέγεται, όταν ένας ανίκανος, ένα μικρό παδιί, κατορθώση να κάμη μιά μικροδουλειά. Έχει έννοιαν ειρωνική
Τρείς που μέχεις, τρείς που σέχω και τριώ που dο παιδί, σωστοί σωστοί ενιά μηναρούκλες είν', άdρα μου
(1963)
Ο σχετικός μύθος: Ήτονε λέει, καμμιά κι επαdρεύτηκε, gι ήπηρε gανέναν αγαθούτσικο και σε τρείς μήνες πο παdρεύτησα gι ύστερα ΄έννησε, μα δεν ήτονε τ΄αdρούς τση το παιδί, μόνου τόχε μάλλο καμωμένο. Ήχρεψε λοιπό ο κόσμος ...
Το κάλλιο κάλλιο είναι
(1963)
Δηλαδή δεν αμφισβητείται ότι το καλό είναι καλό
Κάποιος ήσφαζε dη νύχτα τσι εροdόβουδοι (1) και την ημέρα 'δούλια (2) dα δαμάλια
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος προσποιείται τον άπραγο, τον αγνό, το φοβιτσιάρη, ενώ είναι το αντίθετον...
1)= γέρικα βόδια, μεγάλα επομένως, 2)=φοβότανε...
νύχτα ραίνεται και δουλιά μες στα σούρουπα να πα' από 'πα (4) ως εκεί!” 3)=την πολύ τίμια, 4)=επά=εδώ...
1)= γέρικα βόδια, μεγάλα επομένως, 2)=φοβότανε...
νύχτα ραίνεται και δουλιά μες στα σούρουπα να πα' από 'πα (4) ως εκεί!” 3)=την πολύ τίμια, 4)=επά=εδώ...
Το σωστό ρούχο dρέπεται να σκιστή
(1963)
Δηλαδή το ρούχο το κομμένο σε σωστά μέτρα δεν σκίζεται εύκολα
Αγία Παρασκευή
(1963)
Είdα να κάμη ο κρυωμένος του βρεμένου;
(1963)
Δηλαδή τι να περιμένης από κάποιον, που είναι σε χειρότερη θέση από σένα;
Ν' ανεμένη κανείς α τον αδείπνητο κολάτσι
(1963)
Δηλαδή, όταν κάποιος βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από μας, δεν είναι δυνατό να μας βοηθήση
Το bολύ γλυκύν άθρωπο τονε τρών οι μυίες
(1963)
Δηλαδή ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι πολύ καλός. Η καλωσύνη του τον καταστρέφει
Όποιος άγιος δε θαυματουργά, δε dον εορτάζουνε
(1963)
Δηλαδή, πρέπει να κινηθής, να κάνεις θόρυβο ο ίδιος για να σε τιμούν, επίσης πρέπει να σε φοβούνται για να σε λογαριάζουν
Πρωτακουστης – πρωτοκλαστής
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Σωστοζύαζε κι ακριβοπούλιε
(1928)
Ξημερώνοντας και διατάζοντας
(1928)
Να ξημερώση και βλέπομε
Παροιμία
(1963)
Όπου κι α bάη τ' άλεσμα, στο μύλο θένα πάη
(1963)
Δηλαδή ολα τα πράγματα καταλήγουν στον προορισμό τους
Θαρρεί πως θα τα πάρη μαζί dου
(1963)
Λέγεται για τους φιλάργυρους ή για κείνους, που δουλεύουν πολύ χωρίς να έχουν αναγκη
Πεθερά, πεθερός
(1963)
Φέgης κι α δεν ηφέgης, μικρόν αόραζε
(1963)
Λέγεται για τα παράταιρα στην ηλικία ανδρόγυνα και για τα γέρικα ζώα
Ω Θεέ τζη Κρήτης πο' διάης κι' εκρύφτης;
(1963)
Λέγεται σαν επιφώνημα δυσφορίας με χρώμα ειρωνικό
Πόχουν dα 'ένεια, 'χου gαι τα χτένια
(1963)
Δηλαδή, ο καθένας πρέπει να έχει τα σύνεργα της δουλειάς του.
Πούχα dα μαλλιά τα 'χάσα gι οι κουτρούλιδοι τα 'πιάσα
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση ξεπεσμού κάποιου και ανόδου άλλου
Ως ξέρει κάθα κερατάς, το κάνει τση κεράς του
(1963)
Δηλαδή όπως ξέρει ο καθένας, κάνει τις εργασίες του
Πρώτα θωρείς το 'είτονα σου κι 'απέκειο το Θεό
(1963)
Δηλαδή πρέπει να σέβεσαι και ν' αγαπάς το γείτονά σου
Ιάε 'δα 'κείνος, πούσφαζε dη νύχτα τσι εροdόβουδοι κι εδούλια dην ημέρα, τα δαμάλια
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος προσποιείται τον άπραγο, τον αγνό, το φοβιτσιάρη, ενώ είναι το αντίθετον...
1)= γέρικα βόδια, μεγάλα επομένως, 2)=φοβότανε...
νύχτα ραίνεται και δουλιά μες στα σούρουπα να πα' από 'πα (4) ως εκεί!” 3)=την πολύ τίμια, 4)=επά=εδώ...
1)= γέρικα βόδια, μεγάλα επομένως, 2)=φοβότανε...
νύχτα ραίνεται και δουλιά μες στα σούρουπα να πα' από 'πα (4) ως εκεί!” 3)=την πολύ τίμια, 4)=επά=εδώ...
Όχι εδά ψόματα 'ν' εκείνος, πούσφαζε dη νύχτα τσι εροdόβουδοι κι εδούλια dην ημέρα, τα δαμάλια
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος προσποιείται τον άπραγο, τον αγνό, το φοβιτσιάρη, ενώ είναι το αντίθετον...
1)= γέρικα βόδια, μεγάλα επομένως, 2)=φοβότανε...
νύχτα ραίνεται και δουλιά μες στα σούρουπα να πα' από 'πα (4) ως εκεί!” 3)=την πολύ τίμια, 4)=επά=εδώ...
1)= γέρικα βόδια, μεγάλα επομένως, 2)=φοβότανε...
νύχτα ραίνεται και δουλιά μες στα σούρουπα να πα' από 'πα (4) ως εκεί!” 3)=την πολύ τίμια, 4)=επά=εδώ...
Το ξένο dίοτα 'ναι πάdα γλυκό
(1963)
Δηλαδή τα ξένα πράγματα μας αρέσουν, είναι ευαρέστως δεκτά
Το καλό bράμα δε dρέπεται
(1963)
Όσο bάει, μου bαίνει
(1963)
Η αλεπού 'χε gάλεσμα (ή κέρασμα) κι εκείνη ετρυπολόα
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος έχει σοβαρές ασχολίες και τις αφήνει για άλλες ασήμαντες ή για να μήν κάνει τίποτα. 8) = τρυπώνει από δώ κι από κεί
Πρι ρίξης πέτρα, τα υστερνα σου μέτρα
(1963)
Δηλαδή πριν από κάθε ενέργεια, πρέπει να σταθμίζη κανείς με προσοχή τις συνέπειές της
Οπ' αbέλι dου κι όπου συκιά, δικιά dου
(1963)
Λέγεται, όταν δεν διστάζη κανείς να καρπούται κάθε τι ξένο
Παπους
(1963)
Ήρθεν ο κόbος στο χτένι
(1963)
Λέγεται, όταν φθάση κάτι στο απροχώρητο
Από μικρό κι από λωλό μαθαίνεις την αλήθεια
(1963)
Λωλό = Τρελλό
Ο κακώτερος κουdουβερνάρης του λαδιού είν' ο λύχνος
(1963)
Λέγεται επειδή ο λύχνος καταναλίσκει πολύ λάδι
Τα μάθια πούχα τάχασα, τα φρύδια τι τα θέλω;
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση απογοητεύσεως και αδιαφορίας για τα πάντα εξ αιτίας μεγάλου ατυχήματος
Όποιος θέλει να μισέψη στη bεριιαλιά καθίζει
(1963)
Ή στην ακροιαλιά καθίζει
Το λϊο κάνουνε πολύ και το μικρό μεγάλο
(1963)
Δηλαδή πάντοτε τα πράγματα, τα γεγονότα υπεβάλλονται
Πρι να ρίξης πέτρα, τα υστερνα σου μέτρα
(1963)
Δηλαδή πριν από κάθε ενέργεια, πρέπει να σταθμίζη κανείς με προσοχή τις συνέπειές της
Άλλος έχει τόνομα κι άλλος έχει τη χάρη
(1963)
Λέγεται, όταν αποδίδεται σε κάποιον μια χάρη ή ένα ελάττωμα, ενώ τα έχει άλλος σε μεγαλύτερο βαθμό
Ότι κάνει κάθα εις το κάνει 'ια το νεαύτο dου
(1963)
Λέγεται σα συμβουλή
Όποιος θέλει ν' αγαπήση πρέπει να χασομερήση.
(1963)
Δηλαδή, όποιος επιθυμεί κάτι, πρέπει να καταβάλη κόπο και φροντίδα, για να το αποκτήση
Παροιμία
(1963)
Τρέξετε 'ιατροί, τρέξετε 'ενιτσάροι
(1963)
Είναι από τραγουδάκι δημοτικό
Λυπούμαι και το θάνατο, ποθώ και την αγάπη
(1963)
Λέγεται για επιπόλαιη αντιμετώπιση των δυσκολιών.
Όποιος πορπατεί μυρίζει, κι' όποιος κάθεται βρωμίζει
(1963)
Δηλαδή όποιος κυκλοφορεί, όποιος κινείται, πάντα κάτι κερδίζει
Όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό βοήθεια
(1963)
Λέγεται για τις μητέρες, σα συμβουλή, και από τα παιδάκια μεταξύ τους για να παοφεύγουν τα ψέμματα
Ό,τι κι αν έχης πούλα το και κάθοdας πορπάθιε
(1963)
Ερμηνεία: Πρέπει να περιποιείσαι τον ευτόν σου, να καλοπερνάς, να μετακινείσαι έφιππος
Εbάτε σκύλoi κι αλέσeτε, κι αλεστικά μη δώσετε
(1963)
Λέγεται όταν υπάρχη κάπου ασυδοσία
Καινούργια μέρα, καινούργιο κισιμέτι
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή δεν πρέπει ν' απελπίζεται κανείς. Κάθε μέρα ξημερώνει με την τύχη της
Η μάνα μου μ' εέννησε, μα μοιάζω του κιουρού μου
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν το παιδί μοιάζη περισσότερο στον πατέρα, κυρίως στα ελαττώματα
Α δε ξοδιάσης, δε σοδιάζεις
(1963)
Λέγεται όταν παραπονείται κανείς για πολλά έξοδα, καλλιεργητικά κυρίως
Κοdακιανός λογαριασμός παdοτινή αγάπη
(1963)
Δηλαδή το καλύτερο σύντομα να πληρώνης τα χρέη σου, να ξεκαθαρίζης τους λογαριασμούς σου. Έτσι θα διατηρής αγάπη με τους συνανθρώπους σου
Αγάπα με να σ' αγαπώ
(1963)
Παραδείγματος χάρη: "Επάdηξέ μου κι εκαμώθηκε bώς δε μέδε. Καλέ, που είν' η φιλία πούχαμεν άλλοτες! - Αλησμονιόdαιν οι φιλιές, ξεχνιόdαιν οι αγάπες".
Καλός κακός απότραφος, πέdε δέκ' ανέμους απαdά
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Κοdέβγου dα Νικολοβάρβαρα. Τη Gυριακή ει΄d' Αϊ Αdριά. Στσι τρϊλαdα, λέει, τ΄Αdρϊα και στσ' εξε του Νικόλα
Παροιμία
(1963)
Η κάθα μέρα ξημερώνει με τα φαιά τζη
(1963)
Δηλ. Το καθημερινό πάντοτε εξασφαλίζεται.
Αξώτης άϊος κι' α ενή, σκατένιος άϊος είναι
(1963)
Το λέμε κατακρίνοντας τους εαυτούς μας ή τους συντοπίτες μας. Η λέξη Αξώτης σε άλλες περιοχές αντικαθίσταται από άλλα εθνικά
Αξώτης άϊος κι' α ενή σκατένη δόξα θάχη
(1963)
Το λέμε κατακρίνοντας τους εαυτούς μας ή τους συντοπίτες μας. Η λέξη Αξώτης σε άλλες περιοχές αντικαθίσταται από άλλα εθνικά
Μεροδούλι μεροφάϊ
(1929)
Που λέ' ο λάος
Κάνε τα καλά σου
(1929)
Κάθησε φρόνιμα
Είμαι στο ποδάρι
(1929)
Ερμηνεία: Επί ποδός
Τη gεφαλή μου σκοτώνω
(1930)
Προσπαθώ να θυμηθώ
Καλομελέτα κι έρχομαι
(1928)