Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1801-1900 από 1900
Τουγ ξαπολάει κάπουτι απ' του πουδάρ'
(1926)
Δηλαδή ο διάβολος
Αυτός το 'χ' σ'γουριά στου Καρπινήσ'
(1922)
Ερμηνεία: Αδιαφορεί τελείως δια τα λεγόμενα ή ίδω καιτι ου κόσμους απ' τουμ πόλιμο, ισύ σ'γουριά στου Καρπσενήσ'
Ικατό ουκάδις βούτ'ρου σι σκυλ'νου τουμάρ'
(1922)
Ερμηνεία: Καλός άνθρωπος κακώς διατώμενος
(Αυτήν' η γ'ναίκα) ντιπ προυβατίνα είνι
(1922)
Ούλου κούτ'ζι = ανοήταινε
Έπισι τ' μάκρ' κι τ' πλάτ'
(1922)
Ερμηνεία: Φαρδύς πλατύς ένεκα ασθενείας ή σωματικής αδυναμίας ή και οκνηρίας
Πέσι πήττα να σι φάου δεν είνι η δ΄λειά
(1923)
Λέγεται προς τινα, όπως δυσανασχετεί διά την εργασίαν. Είναι ασυνήθιστος και τον ενοχλεί
Αξαίν' τα πιδάκια, αξαίν' τα φαρμάκια
(1923)
Η ηλικίωσης των τέκνων πολλαπλασιάζει τας πίκρας των γονέων
Στάθ'κα στα πουδάρια μ' τώρα
(1923)
Δηλαδή ανέλαβα εξ ασθενείας ή μεταφορικώς οικονομική
Του 'σαγάν' άμα δεν του πλύνης, πως μπουρείς να βάλς φαΐ μέσα
(1926)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Αυτήν είν' σα κακουδιμένου σακκί
(1927)
Είναι δύσμορφος, κοντή, και με σώμα λίαν ακανόνιστον
Τα πουδάρια γύρισαν κι βαρούν του κιφάλ'
(1926)
Ερμηνεία: Επί ανθρώπου ευεργετηθέντος, όστις ανταποδίδει κακόν
Κάμι μι σουφό για να σι κάμου πλούσιου
(1926)
Δος μου πρόνοιαν
Τ' πήραν του γιακά
(1926)
Του επήραν τον αέρα
Μην τρας ούλου μπρουστά τγ καβάλλα, τήρα κι πίσου τμ πεζούρα
(1923)
Δηλαδή μην βλέπης τους πλείον σου ευδαιμονούντας, αλλά και ολιγώτερον ευδαιμονούντας δια να μην παραπονήσαι κατά της τύχης σου, αλλά να είσαι ευχαριστημένος
Τόχνι σ'γουριά σου Καρπινήσ' αυτοίν'
(1923)
Δηλαδή είναι ανύποπτοι εις κάθε κακόν, ενώ μέγας κίνδυνος τους επαπειλεί
Τόχου κλούκ' του πουδάρ'
(1923)
Είμαι χωλός
Ιδώ σι θέλου κάβρα πως πατάς τα κάρβ'να
(1923)
Δηλαδή εδώ να ιδώ το μπόϊ σου
Όποιος π'ναει, καρβέλια νειρεύεται
(1923)
Δηλαδή, τα όνειρα είναι απόρροια την αισθημάτων, οίτινα κατέχουσι την ψυχήν του ανθρώπου
Πέρσ' περπάταγαμι, φέτου μπουσ'λάμι
(1923)
Λέγεται επί οπισθοδρομήσεως πάσης υποθέσεως π.δ.χ. επί οπισθοδρομήσεως υγείας, συνοικεσίου κτλ.
Παπαδόπ΄λου – διαουλόπλου
(1923)
Ερμηνεία: Επικρατεί γνώμη, ότι τα παπαδόπουλα και τα δασκαλόπουλα δεν είναι καλής διαγωγής παιδιά. Είναι διαολόπουλα
Είνι ρακή ματαψ'μέν' αυτήν'
(1923)
Δηλαδή πολύ ευερέθιστος γυνή
Ένα πιδί, κανένα
(1923)
Δηλαδή το ένα παιδί ίσον κανένα
Γιόμ'σαν τα σουκάκια πιδιά
(1923)
Δηλαδή οσάκης έχει τις πολλά παιδιά γίνεται ο χαρακτηρισμός του πλήθους ως ανωτέρω
Μαθμένα είνι τα β'να απ' τα χιόνα
(1923)
Λέγεται επί σκληραγωγημένου ανθρώπου, τον οποίον ευρίσκουν και άλλαις σκληραγωγίας. Ή επί πολυπαθούς, τον οποίον ευρίσκουν και άλλαις σκληραγωγίας ή επί πολυπαθούς τον οποίον κατατρέχουν και άλλαις δυστυχίαις
Του πιδί είν' τρανύτιρους απ' ουλινούς
(1923)
Επιτρέπεται δηλαδή να κάμη ό,τι θέλει, διότι δε λουγάει
Π'να φάου του σ'τάρ' σ'!
(1923)
Δηλαδή να αποθάνης και να φάγω από το μνημόσυνό σου
Που μη πουνεί, που μι σφάζ'!
(1923)
Όπου τη αλγεί, εσε και τον νουν έχει
Όταν ξεσαμαρωθή τ' άλογο, τότε φαίνοντ' οι πληγές
(1926)
Η πτώσις τής λεοντής
Ο πάτος μου 'βγεν, όχι να θαρρήτε
(1926)
Τρείς στράτες έχω καμωμένες σήμερα από το Καμάρι (περιφέρεια) και φέρνω αγήματα
Τι να κάμουν εφτά τραϊα σε δυο παπάδες
(1927)
Ερμηνεία: Επί ανεπαρκείας
Ιγώ θα κριμάσω του σακκούλι μ' στου σπίτι σ' κι ότ' θέλ'ς κάμιμε
(1923)
Δηλαδή θα σε τοισκυφθώ εγώ και οίκον και ό,τι θέλεις κάμι με
Του σκατό πίττα δε γίνιτι κι αν γέν' θα βρουμήσ'
(1923)
Δηλαδή με τον κακοήθη τίποτε σοβαρόν δε γίνεται, αλλά και αν τυχαίως βίνη πάλιν η κακοήθεια αποκαλύπτεται
Λύκος να φάη τα πρόβατα λύκος να φάη τα γίδια κι εγώ θα πάω να παντρεφτώ
(1928)
Ερμηνεία: Επί παραμελούντος ουσιώδη χάριν επουσιωδών
Οι κλανούσες κι οι πουρδούσες τον Μάη νυχτερεύουν
(1928)
Ερμηνεία: Επί οκνηρών γυναικών
Η πλάρα το πλάρ' τς το κάνει για τον κώλο της
(1928)
Πλάρα = πουλάρα
Μι τ' μ'κρή βεργούλα του πήρις
(1923)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Φρόντζι να μαηρέβ'ς μπριού να πναης, γιατ' άμα πναης, δεν είν' κιρός να μαειρέψ'ς
(1923)
Δηλαδή η πρόνοια
Τα πέρασι ούλα απ' τουγ κώλον τ' αυτός
(1923)
Δηλαδή ο άσωτος, ο κατασπαταλών την περιουσίαν του, κυρίως ένεκα του ακορέστου στομάχου του
Του κόκκινου Μάη θα πάρ' τι σες γίδα
(1923)
Δηλαδή ποτέ, επειδή κόκκινος Μάης δεν υπάρχει
Τα λόγια δεν κόβνι μέρις
(1926)
Με τα λόγια δεν επιφέρεται ο θάνατος
Τα καλά της συχωρεμένης
(1928)
Εις επαναλαμβάνοντα τα αυτά
Πουτέ δεγ καν' άνθρουπους σταυρό στου σπίτι τ'.
(1927)
Δηλ. δεν είναι φιλόξενος. Δεν προσκαλεί ξένον να καθήση εις την τράπεζαν και να κάμη σταυρόν, ως συμβίνει προ του φαγητού.
Στου σπίτι μ' ου καϋμένους, είμι θαραπαμένους.
(1927)
Δηλαδή εις τον οίκον του ο άνθρωπος είναι τελείως ήσυχος.
Σπίτ' παλιουσπιτάκι μ'!
(1927)
Λέγει ο άνθρωπος ευχαριστημένος ότι έχει σπίτι.
Η όξου γειτουνειά να μηγ ξερ' το κάν΄ς στου σπίτ' σ'.
(1927)
Δηλαδή τα εν οίκω μη εν δήμω.
Εχ'νι να κάμνι ούλ' οι διόλ' απ' αυτό του σπίτ'.
(1921)
Δηλ. είναι οίκος ανθρώπων κακής συμπεριφοράς.
"Μόγινες σφρί" ή " Μ' γινκι σφρί"
(1927)
Λέγεται περί του επιμένοντος όστις δια της μεγάλης επιμονής του καταντά λίαν ενοχλητικός εις τον άλλον.
"Ξφορτώσι μι χριστιανέ μ ήρθες κι μ' γίνκις σφρί"= λίαν μ΄ενοχλείς, μου εγίνες κατ' εξοχήν φορτικός.
Σώσουν ιλέησουν
(1926)
Τόσα κακά επάθι κι σώσουν ιλέησουν δε λέει= δεν μετανοεί
Σκαλένια είνι οι: σώγαμπρους του σκατουπούλλ' κι τ' αντίκλαρου
(1926)
Ως παρασιτιώσαι φύσεως. Αντίκλαρο= παρασιτικόν δένδρον.
Κι θα καμς κι τούμπις
(1926)
Ερμ. Προς τίνα όστις είναι βέβαιον, ότι μολονότι αποποιείται να εκτελέση τι είναι βέβαιον λέγω, ότι θα βιασθή να το κάμη και τότε θα κάμη την ανάγκην φιλοτιμίαν.
π.δ. Δε σ' τα δίνου τα λιπτά.
-Θα μ' τα δώκ'ς κι θα κάμς ...
Το ταΐζω τη χαψιά μου
(1927)
Εκδήλωσις μεγάλης στοργής.
πδ. Εγώ το ταΐζω τη χαψιά μου και εσύ πήγες και μου βάρεσες το παιδί!
Τουν ετουλούμιασι ή Τουν έκαμι τ'λουμοτύρ'
(1927)
Τον ετσάκισε στο ξύλο
ή
Τον εξυλοκόπησε αγρίως
Τόταξον φούρνους μί καρβέλια!
(1922)
Δε μι μέλ'. Φούρνους μηγ καπνίσ' = ας γίνη ότι θέλει
Καποιανού τώταξαν ένα γάϊδαρον κι αυτός τουν τηράϊ 'ςτα δόντια
(1918)
βλ. χαρίζω
Πάρα μόγινις τσιάμκους ταμπάκους
(1927)
Με ενοχλείς υπέρ το δέον.
Δώδικα Κουντουγιανναίοι, δικατρείς ταμπράδις
(1927)
Λέγεται όταν τα μέλη οικογενείας δεν συμμορφώνονται πρός τας επιταγάς του αρχηγού της οικογένειας, αλλ' ο καθένας κάμνει κατ' αρεσκείαν ό,τι θέλει.
Δώδεκα Κουντογιανναίοι δικατρείς ταμπράδες
(1927)
Λέγεται επί ασυμφωνίαν γνωμών.
Σαν την αλεπού με τον λαγό το παθές
(1928)
Ερμηνεία: Το λένε άμα σε ξεγελάσει ένας άνθρωπος.
Είπαν σ' έναν νιά βουλά πόλειπε απ' τό γάμο του. Έλειπες απ' τό γάμο σου! Δέν έλειπα απ' τό γάμο μου, έλειπα απ' τή δουλειά μου
(1927)
Λέγεται πρός τινά, όστις απουσίαζε από εργασίαν επιβαλλομένων εις αυτόν καί επείγουσαν, διότι ήτο απησχολημένος περί άλλα
Τόβαλαν τ΄ θ΄λιά στον λιμό
(1923)
Δηλαδή εκβιάζουν να παραδεχθή εκείνο, το οποίον δεν θέλει ή δεν πιστεύει. Η μεταφορά προήλθεν εκ τούτου. Εάν θέλουμεν να συλλάβωμεν ζώον (οίον ημιόνον, ίππον) βόσκουν ελεύθερα, προσεγγίζομεν αυτό με το δέλεαρ (ολίγων τροφών, ...
Απόψε με τον άνεμο κι αύριο με τον άγορα
(1928)
Ερμηνεία: Το λένε για έναν περασμένον στην ηλικία που θέλει παντρειά στα γέρα
Πήρι βάϊα αυτός!
(1923)
Δηλαδή, ερωτοπαθεί με σκοπόν γάμου (Αι νύμφαι προσφέρουν τους κλάδους των βαΐων εις τον ναόν κατά την Κυριακήν των Βαΐων. Το έθιμον το υποθέτω αρχαιότερον του Χριστού, αφού έχει να κάμη με την δάφνην (νύμφη Δάφνη). Και απ' ...
Επιασα να ξανασάνω κι ήβρα μαλλιά να ξάνω αχ! Η λιάρα η γίδα
(1927)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν θέλοντας κανείς να αναπαυθή πέφτει σε βαρύτερη δουλειά άθελά του
Σύ του κάν'ς σάν τη παροιμία Ιτούτου να μου του δίν'ς κι' κείνου να' μ' του χαρίζεις κι' τάλλου είνι δικό μ'
(1925)
Παροιμ. Λεγομένη πρός τινα όστις τα θέλει όλα δικά του
Ρώτ'σουν του διάολου, που μπουρεί να τουν βρουν, κι τς είπι, ή στου φύλλου τς λεύκας ή στου καϋμάφ΄τ΄παπά
(1923)
Ερμηνεία: Λέγεται δια το ότι πιστεύοντας ότι οι ιερείς είναι περισσότερον δύστροποι και ελαττωματικοί των λαϊκών
Σαν της ζάβ'τσας του δρόμου
(1927)
Πώς τα περνάς; - Σαν της ζάβτσας του δρόμου=τα περνώ αθλιώτατα
Τι να σ΄ θ΄μηθώ, κριμμιδάκι μ΄ τζ καούρα σ΄ ή τ΄ μυρ΄διά σ΄
(1923)
Δηλαδή ουδεμίαν αρετήν ευρίσκω εν σοί. Σε εδοκίμασα. Πάντοτε κακίαν εύρον και τούτα τας εδοκίμασα. Π.χ. Παρήτησα την σύζυγόν μου λόγω των μεγάλων ελαττωμάτων της. Φίλος της με προτρέπει να την παριμαζεύσω. Δύναμαι να του ...
Θέλ' γαμπρό μι μάτια κι αυτός
(1922)
Ερμηνεία: Όταν της ζητής φαγητά σπάνια η εν γένει πράγματα δύσκολα ή αδύνατα, του δίδεται η ανωτέρω απαίτησις. Φαίνεται ότι η παροιμία προήλθεν εκ τούτου, ότι κατά τους παλαιότερους χρόνους ο γαμπρός ουδέποτε εσήκωνε μάτια ...
Συ, θέλ'ς γαμπρό μι μάτια!
(1922)
Ερμηνεία: Όταν της ζητής φαγητά σπάνια η εν γένει πράγματα δύσκολα ή αδύνατα, του δίδεται η ανωτέρω απαίτησις. Φαίνεται ότι η παροιμία προήλθεν εκ τούτου, ότι κατά τους παλαιότερους χρόνους ο γαμπρός ουδέποτε εσήκωνε μάτια ...
Μ' ήλιου τα βάνου, μ ήλιου τα βγάνου, τί έχ' νι κι ψουφάν τα έρμα
(1922)
Με τον ήλιο τα βάνω στο μαντρί με τον ήλιο τα βγάζω τα πρόβατα, τι έχουν και ψοφούν; Ερμηνία : Ερωνεία αναφερόμενη εις οκνηρόν ποιμένα , μεταφερόμενη εις πάντα οκνηρόν, Η παροιμία αυτή λέγεται για οκνηρόν, όστις παρακινείται ...
Σήκω, Διαμάντω μ', να πας για ξύλα. Δε μπορώ, μάννα μ', δε μπορώ. Σήκω, Διαμάντω μ', να πας για νερό. Δε μπορώ, μάννα μ', δε μπορώ. Σήκω, Διαμάντω μ', να σε παντρέψουμε. Χόποτας, μάννα μ', χόποτας!
(1928)
Λέγεται παροιμιωδώς προς άγαμον, όστις αποβλέπων ήδη εις εξεύρεσιν νύμφης παραμελεί τας εργασίας του
Ας είν΄ καλά οι χριστιανοί που μας θρέφουν σα στραβοί και μας φέρνουν και το βιό τους και γαμώ το κιαρατό τους
(1928)
Τη λένε οι καλόγεροι για να σατυρίσουν την αφέλεια των χριστιανών που προσφέρουν τα έχοντά τους στα μοναστήρια
Τα βάφ'ς, παπαρούνα, τα κόκκινα; -Τα βάφου, (απήντησεν η παπαρούνα) -Τα βάφ' ακόμα
(1927)
Τα βάφ' ακόμα=καίτοι παρήλθε τόσος χρόνος δεν έβαψε τίποτε
Σαν πέρα δίπλα βάλτι τουν δεν ξέρου τι μη βρίσκει
(1925)
Η παροιμία προήλθεν εκ τούτου: Υπάρχει συνήθεια τον νεκρόν ιερέα να τον θάπτουν θρονιασμένον δηλ καθήμενον επί θρόνου. Η παπαδιά δεν επιτρέπεται να έλθει εις δεύτερον γάμον τότε. Λοιπόν: ρώτησαν νια βουλιά νια παπαδιά π' ...
Ου αγ΄ρουφάης έφαι, ου γουρ΄μουφάης έμ'νε
(1922)
Σημείωση: Αγ΄ρουφάης (αντίθ. Του γουρ΄μουφάης)
Τώρα θέλου γώ!
(1925)
Παροιμία που έμεινε στα γύρω μέρη της Αμπρακιάς – Αιτωλίας απ' το εξής περιστατικόν: Πήγαν οι Γκερτοβίτες να πάρουν νύφη στην Αμπρακιά, αυτή ήταν χαζή γυναίκα. Οι άλλες οι γυναίκες π' περίμεναν του σ'μπιθιρκό στο σπίτι τς, ...
Ένα ήταν, τόφαϊ ου ράφτ' ς!
(1927)
Τό δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Μιά φορά έκαμα το λάθος, δεύτερον λάθος δέν κάμνω. Προήλθεν: Πρό πολλών ετών τούς ραφτάδες εντοπίων ενδυμάτων, π. χ. καπών κ.λπ., περιεπιούντο εις τά σπίτια πού τούς προσεκάλουν νά ...
Βοσκά, γρούνα μ' τι γαϊδούρα μ' νη να ιδούμε ποιόν θα σαμαρώσουν
(1925)
Νιά βουλά έβουσκι σ' ένα λ'βαδ' νιά γρούνα κι νιά γαϊδούρα κι φιλουνεικούν σαν ποιά απ'τα δυό θα φυβγ' πρώτ' δηλ. ποιά θα χρειαστή ου αφέντς μπροστά για να σαμαρώσ' κι να τ' φουρτώσ' . Η γρούνα τότε είπε τα παραπάνω.
Όπ' σπέρν' ου πατέρους ουμ κι κλαίει; Θιρίζ' η μάνα μ' κι γιλάει. Κι όπ' σπέρν' ου πατέρας ουμ κι γιλάει, θιρίζ' η μάνα μ' κι κλάει
(1926)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ζεστή κι πιταχτή κι καρπό απού κώλου τρώει κι πάει στη δλειά τ'
(1925)
Μια βουλά ένας είχε ένα συνοικέσιον μη μήνια. Κίν'σι κι πήι στν αρριβουνιαστκιά τ' νια μέρα κι τν εύρι μοναχή τς. Νι ρώτσι, πού είν' ου πατέρας τσ. Είχαμι νια στράτα σ' ένα χουράφ', πάει να νι φράξ' να τ' φκειάσ' δύου (δηλ. ...