Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 66-85 από 394
-
Βγάνει κι' απ' τη μύγα ξύγκι
(1957)Το λέγανε για τους “καπάτσους”, τους επιτήδειους αλλά και για τους τσιγκούνηδες -
Βγαίν' ο ήλιος, μα δε με ζεσταίνει
(1957)Για τις περιπτώσεις προ πάντων πλουσίων συγγενών που αδιαφορούν για τους φτωχούς και αναγκασμένους, ( στερουμένους) της οικογένειας τους -
Βγαίνει λάδι
(1957)Επιπλέει δηλαδή σαν το λάδι, βρίσκει τρόπο να δικαιωθεί για τα παραπτώματά του -
Βράζει στο ζουμί του
(1957)Αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση εκ' των ενόντων και όπωσδήποτε στενόχωρα με στερήσεις -
Βρέχει χιονίσει
(1957)Ότι δήποτε κι ανα συμβεί. Φρ. Συνηθισμένη: Ε βρέχει χιονίσει ο μιστός τρέχει -
Γαμπρός γιός δε γένεται, και νύφη θυγατέρα
(1957)Θυγατέρα = το θυγατέρα πάντως δε λεγόταν στο βουρλιώτικο ιδίωμα λέγανε πάντα “κόρη” -
Γένηκε κι' η μπομπή άνθρωπος
(1957)Μπομπή = από το εμπομπεύω = εξευτελίζω. Λέγανε συχνα τα μικρά παιδιά ή πολύ μικρόσωμους ανθρώπους. Κυρίως το λέγανε Για τα μικρά παιδιά, αλλά, σπανιώτερα όμως, και Για ανθρώπους κατωτέρας τάξεως που προσπαθούσαν να επιβληθούν ... -
Γέρασε και γνώση δεν ήβαλε
(1957)Για τους αδιόρθωτους παρά την ηλικία τους. Σχετική και η φράση “Ήβαλα γνώση”= συνετίστηκα ύστερα από κάποια εμπειρία. -
Γεια σου Γιαννη! Κουκιά σπέρνω
(1957)Όταν κυρίως προσπαθούσε να ξεφύγει κάποιος προσποιούμενος ότι δεν καταλαβαίνει τι του λέγουν -
Γιάννης πήγε, Γιάννης ήρτε
(1957)Όταν κάποιος επέστρεψε άπρακτος από μιαν αποστολή. Πάντως και στα Βουρλά υπήρχε η ανόητη πρόληψη για την περιορισμένη ευφυΐα των Γιάννηδων -
Γυρίζει σαν την ασβούρα
(1957)Για κάποιον που διαρκώς μετακινείται. Ασβούρα, η σβούρα, βλ. Και Μικρ. Χρον. Στ΄, σελ. 231-233, Ν. Μηλιώρη, Ιστορικά και Λαογραφικά των Βουρλών