Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 58-77 από 394
-
Βάλε το σαρίκι σου καρσί να κουβεντιάσεις
(1957)Σαρίκι (τουρκική) = το περιτύλιγμα στο κάλυμμα της κεφαλής -
Βάνω αγκίλια
(1957)Ραδιουργώ, προκαλώ έριδες και παρεξηγήσεις. Λέγανε ενίοτε: βάνω μπισμπίλια με την ίδια έννοια -
Βαρειά 'ναι η καλογερική
(1957)Το λέγανε για κάθε σήστημα ζωής με κανόνες και περιορισμούς (υπαλληλία κλπ) -
Βαστάει το κουτί
(1957)Δεν τον ξεπερνάει κανείς στη ψευτιά, στην τεμπελιά, στην πουτανιά και σ' άλλες προ πάντων αξιόμεμπτες ιδιότητες και συνήθειες. Η εικόνα είναι παρμένη απο τους εράνους γα κοινωφελείς σκοπούς, όπου το “κουτί” ένα κλειδωμένο ... -
Βαφτίζω και μυρώνω άρα ζήσει, άρα δε ζήσει
(1957)Όταν έδειχτε κανείς παντελή αδιαφορία για τα αποτελέσματα των ενεργειών του -
Βγάνει κι' απ' τη μύγα ξύγκι
(1957)Το λέγανε για τους “καπάτσους”, τους επιτήδειους αλλά και για τους τσιγκούνηδες -
Βγαίν' ο ήλιος, μα δε με ζεσταίνει
(1957)Για τις περιπτώσεις προ πάντων πλουσίων συγγενών που αδιαφορούν για τους φτωχούς και αναγκασμένους, ( στερουμένους) της οικογένειας τους -
Βγαίνει λάδι
(1957)Επιπλέει δηλαδή σαν το λάδι, βρίσκει τρόπο να δικαιωθεί για τα παραπτώματά του -
Βράζει στο ζουμί του
(1957)Αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση εκ' των ενόντων και όπωσδήποτε στενόχωρα με στερήσεις -
Βρέχει χιονίσει
(1957)Ότι δήποτε κι ανα συμβεί. Φρ. Συνηθισμένη: Ε βρέχει χιονίσει ο μιστός τρέχει -
Γαμπρός γιός δε γένεται, και νύφη θυγατέρα
(1957)Θυγατέρα = το θυγατέρα πάντως δε λεγόταν στο βουρλιώτικο ιδίωμα λέγανε πάντα “κόρη”