Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 62-81 από 172
-
Ηύρες φαϊφ φάε, ηύρες δουλειάφ, φύε
(1948) -
Κατά που θωρώ τηβ βλάσκαν, μήτε Σήκωσημ, με Πάσκαν
(1948)Όπως βλέπω τη φλάσκα, ούτε νηστεία, ούτε Πάσχα -
Κόφτει το ορμάνιν, αν αγκριστή ο λαός;
(1948)Ερμηνεία: Όταν πρόκειται για δυό που συνδέονται, κι ο ένας έχει μεγάλη δύναμη, ενώ ο άλλος είναι αφανής κοντά του, και δυσαρεστείται ο δεύτερος με τον πρώτο, λοιπόν τον γνοιάζει τον πρώτο; -
Κύρι' ελιές κουτσ'ιά γλωρά σπανάσ'ιμ με το ρύζιν
(1948)Λέγεται σε περιπτώσεις που άλλα λες κι άλλα καταλαβαίνει ο άλλος -
Λείπει σ' ο γάδαρος, λείπει σε τζ' η ταή του. Λείπει σ' ο γάϊδαρος, σε λείπει το φαΐ του
(1948)Ερμηνεία: Άμα στερηθής κανένα, πού σού 'καμνε ασήμαντες δουλειές κ' είχες τόν μπελά του -
Μάης άβρεχος, μούστος άμετρος
(1948) -
Μάης άβρεχος, τρηγητής χαρούμενος
(1948) -
Μας απαντά κι ο γάδαρος απ' το παχνί το μέσα
(1948)Ερμηνεία: Για κείνους που παίρνουν τον λόγο απρόσκλητοι χωρίς να τους ανήκη και χωρίς να ξέρουν τίποτα για την υπόθεση -
Με ξένοσ στόμαν εν τρώω
(1948)Ερμηνεία: Πρέπει δηλαδή να κάνης μια δουλειά ο ίδιος, αλλιώς ο άλλος δεν θα σου την κάνη καλά -
Με το ζόριμ πανdρειάν;
(1948)Ερμηνεία: Άμα σε εξαναγκάζη σχεδόν ο άλλος να δεχτής κάτι καλό που σου προσφέρει, κ' εσύ δεν το δέχεσαι -
Με τοδ δικός σου φαε, πκιέ, τζ' αλίσ' βερίσ' μεγ κάμης
(1948)Με τον δικό σου φάγε, γλέντα, μα μη τ' ανοίξης και λογαριασμούς -
Με τον ήλιο τα βγάζω, με το ήλιο τα βάζω, δρόμο δρόμο τα πηγαίνω, σε ξερό λάκκο τα ποτίζω, σε ξερή αγκορνιτσιά τα σταλίζω, τί έχουν τα έρμα και ψοφάνε;
(1949)Η παροιμία είναι κοινοτάτη. Περί σημασίας δ' αυτής βλ. Λαογρ. Δ' 319 και 745. Άξια προσοχής είναι η επέκτασις αυτής προς επίτασιν της σκωπτικής έννοιας. ΣΤ. Δ. Βάζω = ή τα βοριάζω, Γκόρτσια = η αχλασιά -
Μια παδκιά του γέρου αξ'άζει σ'ίλιες του παίδκιου
(1948)Μια πατησιά του γέρου αξίζει χίλειες του νέου