Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 141-160 από 172
-
Στων αμαρτωλών τη χώρα το Μάη βρέχει
(1948) -
Τ' άδικον εν του σκοτωμένου
(1948) -
Τ' αδέρκια μίλιμ πορπατούν τζ' αί μιλίσ συντυχάννουν τζ' α'ι μιλίσ συλλοΐζουνται που 'ν να ποχωριστούσιν
(1948)Τ' αδέρφια μίλι περπατούν και μίλι κουβεντιάζουν και μίλι συλλογίζουνται που θα αποχωριστούνε -
Τ' αμμάδκια που είαν τζ' είπαν εβκήκαν, τζείνα που 'ν είαν τζ' είπαν πως εδκιαβήκαν;
(1948)Τα μάτια πού 'δαν κ' είπαν βγήκανε ̇ κι αυτά που δεν [είδαν κ' είπαν πως διαβήκανε; -
Τα λλία στα πολλά βαρούσιν
(1948)Ερμηνεία: Μου φέρνει στο νου εκείνο που είπεν ένας κοινωνιολόγος, ότι οι “φτωχοί γίνουνται φτωχότεροι κ' οι πλούσιοι πλουσιώτεροι” -
Τα ριάλι' ας έρκουνται, τζ' ο νεκρός εις τ' ανάθθεμαν
(1948)Ερμηνεία: Για κείνους που αποβλέπουν μάλλον στα λεφτά παρά στο σκοπό, για τον οποίο πληρώθηκαν. Μεταφορά απ' τες θρησκευτικές τελετές στους νεκρούς. Πολλοί δηλαδή παπάδες ενδιαφέρουνται μόνο για τη πληρωμή και δεν διαβάζουν ... -
Τζ' αι του βασιλέα πίσω του λαλούμ πολλά λόγια
(1948)Ερμηνεία: Κάθε άνθρωπος θ' ακούση απ' τον κόσμο κάτι, που αυτός, που του το 'βγαλε δεν κοτάει να το πη μπροστά του -
Της νύχτας τες δουλειές είεν τες η μέρα τζ' ενηέλασεν της
(1948)Της νύχτας τες δουλειές τες είδ' η μέρα κ' ειρωνεύτη -
Το γλήορον τζ'αι το καλόν εμ πάμ μαζίν τα δκυο
(1948)Ερμηνεία: Η καλή δουλειά δεν γίνεται βιαστικά -
Το λαμπρόσ στην Καραμανιάν τζ' εσού βράζεις!
(1948)Ερμηνεία: Τι αντίκτυπο ή τι καλό μπορούν να σου φέρουν πράματα, που γίνονται σε τόση απόσταση από σένα! -
Το πράμαμ που γεννά ψοφά
(1948)Ερμηνεία: Είναι πείραγμα που έρχεται ως συμπλήρωμα για ένα άψυχο πράμα, που σου λέει ο άλλος πως γέννησε. Τον λόγο έχει ο Ασκλανίχοτζ'ας, ο Ναστρεδδίν Χότζας. Δανείστηκε δηλαδή , μιά φορά από τη γειτόννισά του ένα καζάνι. ... -
Το χωρκόν εγ γεμάτογ κλιθθάριν τζ' ο γάδαρος μου πεθυμά το
(1948)Ερμηνεία: Για κείνους που ποθούν κάτι, κ' ενώ το έχουν τόσο πρόχειρο, δεν το απολαμβάνουν, γιατί τους λείπει ο τρόπος -
Τον αγαπάς ξητίμαζε τζ'αι τομ μισάς σ'αιρέτα
(1948)Ερμηνεία: Είναι καλύτερα κανείς να βρίζη τον φίλο του, παρά να μη χαιρετά τον εχρό του, ώστε να προκαλή