Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 58-77 από 222
-
Ζαρωτά κάθκα κι ορθά κρίσον
(1918)ΠΜ 77: καθκά, Τραπεζ. ΑΠ 177: ίσα. Στραβά κάτσε και σωστά κρίνε. Προς τον σκοπίμως δι' ίδιον ή αλλότριον συμφέρον μη γνωμοδοτούντα δικαίως επί διαφοράς υφισταμένης μεταξύ αυτού και άλλου ή ετέρων δύο -
Η 'κούλια αν κι λαϊζ τ' ουράδν ατς, ο κό'σον κι λαγγεύ'
(1918)Αν δεν κινήση την ουρά της η κατσίκα, ο τράγος δεν καβαλλικεύει -
Η 'κουλία με το κ' έ'χ κέρα πα'σκίντο πάντα εν κατσίκα;
(1918)Πως δεν έχει η 'κουλία κέρατα μήπως πάντοτε είναι κατσίκα; 'Κουλία, αίξ άνευ κεράτων. Η λ. ομόρριζος του κολοβός, κολούω και του διαλεκτικού 'κουλίζω, αποκόπτω την κεφαλήν (κυρίως επί των ιχθύων), σημαίνει άρα αίγα οιονεί ... -
Η κοιλί' ατ' πολλά παίρ
(1918)ΚΜ 75: Η κοιλιά του δέχεται πολλά|}|Ερμηνεία: Επί του πλεονέκτου και άρπαγος ή του ανεχομένου και υπομένοντος τας δυσκολίας του βίου -
Η νύφη μου ένα την ημέρα (υφαίνει πήχυν) η δυχατέρα μου ένα τη βδομάδα
(1918)Η δεύτερη πρότασις της παροιμίας λέγεται μετά θυμού, δηλαδή η θυγατέρα μου δεν καταδέχεται να υφάνη περισσότερο -
Η πονηρά αλ'που απ' τα δυό ποδάρια πιάνιτι
(1918)Περί των πονηρών εμπλεκομένων εις περιπέτειάν τινα παρ' όλην την πανουργίαν των -
Η φακή απ' τημ πουμπή της ξιρόβραζι
(1918)Περί των προσποιουμένων ότι δεν εννοούν τας προς αυτους απευθυνομένας ύβρεις -
Θ'κό του ψωμί τρώει, ξιένους γκαϊλέδις τραυάει
(1918)Περί των στεναχωρουμένων δια την κακήν έκβασιν ξένων υποθέσεων