Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 73-92 από 222
-
Θ'κό του ψωμί τρώει, ξιένους γκαϊλέδις τραυάει
(1918)Περί των στεναχωρουμένων δια την κακήν έκβασιν ξένων υποθέσεων -
Κάμι μι προυφήτ' να σι κάμου πλούσιου
(1918)Προς τους ζητουντας συμβουλήν περί υποθέσεων, περί ων δεν δύναταί τις να προϊδη τι -
Καλό του χουριό μά δέ δίνει κουνάκ'
(1918)Την παροιμίαν λέγει εκείνος, οίτινος αναγνωρίζεται το δίκαιον, αλλά χωρίς ωφέλειάν τινα -
Κανείνος κερίν ους να εμέρωσεν κ' επίασεν
(1918)Κανενός κερί ώσπου να ξημερώση δεν έμεινε αναμμένο -
Κι γάλατα, κι μάλλατα, κι τ' αρνί της θηλυκό
(1918)Ερμηνεία: Θέλει δηλαδή την προβατίναν γαλάρια, άκουρη και με αρνάδα -
Κουτός ο ραγιάς, κουτότερος ο αγάς, πάει το σαμάρι του μουλαργιού
(1918)Συνοδεύεται από κείμενο... -
Κουτσός στον κάμπον έτρεχι να πιάση καβαλλάρη
(1918)Περί των αμιλλωμένων προς ικανωτέρους των κατά πολύ -
Κρέας στήθος, γυναίκα από σόϊ
(1918)Ήτοι : Αγόρασε κρέας από το μέρος του στήθους, και γυναίκα πάρε εξ ευγενούς οικογενείας. Πιθανότατα η παροιμία προήλθεν εκ της τούρκικης Ετ κόλdάν, καρί σόϊ dάν -
Κρίμαν 'ς σ' αμέκα μ' τα πολλά, 'ς αργατικά μ' τα πλέα
(1918)Μ 79: Κρίμα 'ς τους κόπους μου τους πολλούς, 'ς τα μεροδούλä μου τα πειό πολλά. Αμέκ το, τουρκ. -
Κρίμαν 'ς σο βούδιν τ' έσπαξα και 'ς σον γάμον τ' εποίκαμ', πήραμ' τη λιροπρόσωπον, την αγγουρομυτίαν
(1918)ΚΜ 79: Τραπεζ. Α. Π. 167: 'ς χαράν τ' εποίκα. Κρίμα 'ς το βόϊδι πούσφαξα και 'ς το γάμο που κάναμε, πήραμε την ασκημομούρη, την αγγουρομύτου. Περί του επιθ. Λιροπρόσωπος πβ. Το πάρ' Ήσυχ. “λιρός = αναίσχυντος, αναιδής” και ...