Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 353-372 από 2168
-
Δεν έχω κάκια του θεού κι αμάχη με το χάρο, μόνου τσή πικροούλας μου, που μου ζητά να φάω
(1963)Είναι παλαιό μοιρολόϊ. Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος. Λέγεται και κυριολεκτικώς και μεταφορικώς, όταν δεν αιτιάσαι παρά μόνο τον εαυτό σου. -
Δεν είμαι φαάς, μα είμαι παραπονιάρης
(1963)Ερμηνεία: Δηλαδή ο άνθρωπος ικανοποιείται περισσότερο από μία τιμητική εκδήλωση παρά που μια υλική προσφορά -
Δεν είν' εδά και τσή 'ούννας μου μαλλί
(1963)Λέγεται όταν συνεχώς μας απασχολή ένα πρόσωπο, μας ενοχλή, μας επιβαρύνη ηθικώς ή υλικώς. Π.χ. “Εφάασι μας κι ευτές. Ότι τωνε χρειαστή επά θαράξουσι. Εφτά βολές έχω μετρημένα σήμερα κι είναι φερμένες για τίοτα. Και με ... -
Δεν είναι δίκαια κατάρα, σα νάναι δίκια ώρα
(1963)Δηλαδή ο κακός δεν τιμωρείται, επειδή του καταριούνται, αλλά επειδή έρχεται η δίκαιη ώρα της τιμωρίας του -
Δεν είναι όλα σου τα δαχτύλια ίσα
(1963) -
Δεν ήξερ' απόθε ξημερώνει
(1963) -
Δεν ήξερεις να μιλής, δεν ήξερεθς να σωπαίνης;
(1963)Δηλαδή όταν δεν ξέρη κανείς, τιλέει, πρέπει να μιλή -
Δεν ηξέρω 'ω ζευγάρι ξεζευγάρι, τρεις φορώ στο κάθα μου ποδάρι
(1963)Λέγεται όταν κανείς δεν έχη σαφή συνείδηση των αριθμώνΙΙΣυνοδεύεται από κείμενο...... -
Δίκια κι άδικα μη gάνης όρκο
(1963)Δηλαδή οπωσδήποτε πρέπει να αποφεύγη κανείς τους όρκους επί του Ευαγγελίου -
Διαλεχτής Ζευγώλη – Γλέζου, Παροιμίες από την Απείρανθο της Νάξου, Αθήναι 1963, σελ. 112
(1963)Ερμηνεία: Λέγεται για το θάνατο ή το ξενητεμό, Επά = εδώ -
Διίκια κι άδικα, μη gαταριέσαι
(1963)Δηλαδή οπωσδήποτε δεν πρέπει να καταριέται, η κατάρα είναι κακό πράγμα -
Δικέβρης, δίκια κι' αν επόσπειρες κι' αν έχης κι' άλλο, σπείρε. Ενάρης, αν έχης τόπο καλό, βάρ' το, κι' α δεν έχης, άμε το στο μύλο, άλεσέ το, ζύμωσέ το, κάμε το ψωμί και φάτο
(1963)Το Δεκέμβρη δηλαδή μπορείς να σπέρνης, όσο έχης, το Γενάρη μόνο, αν έχης καλό χωράφι -
Δικέβρης, δίκια κι' αν επόσπειρες, κι' αν έχης κι' άλλο, σπείρε
(1963)Δηλαδή υπάρχει περιθώριο και το Δεκέμβρη ακόμη για σπορά -
Δικό μας είναι το πανί, δικό μας και το χτένι, σε κόρη, που υφαίνει, ή σε άνθρωπο, που κάνει δική του εργασία και δεν βιάζεται
(1963)Λέγεται, σαν αστείο, για στενό οικογενειακό κύκλο, επίσης λέγεται σε κόρη, που υφαίνει, ή σε άνθρωπο, που κάνει δική του εργασία και δεν βιάζεται