Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 208-227 από 732
-
Κατζεύω τα 'γω, κούγω τα 'γω
(1951) -
Κεπάπιν τζο ΄σεις, τα κρομμύδε πα νdα ποίκ;
(1951)Κεμπάπι δεν έχεις τα κρεμμύδια, τι να τα κάμεις; Όταν μας λείπει κάτι βασικό, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στη δουλειά μας. Κεπάπιν είναι το κρέας που μαγειρεύεται γιαχνιστό σε κομμάτια. Τα κρεμμύδια είναι απαραίτητα. Αλλά ... -
Κόμ' ο δϊέβος μακρυναίνει το ράμμαν dου, σωστού νdα φέρει σην όχτην bάνου. Σαμ α νdα φέρει σην όχτην bάνου, α κόψει το ράμμα 'πό μακρά, α πέσει ση λίμbλη
(1951)Και ο διάβολος μακραίνει το σκοινί του, ώσπου να το φέρει στην όχτη απάνου. Όταν το φέρει στην όχτη απάνου, θα κόψει το σκοινί από μακριά, (και ο άνθρωπος) θα πέσει στη λίμνη -
Κόμη συ είσαι μο του δώτσε η μα σου τ' όνομα
(1951)Ακόμα συ είσαι με τ' όνομα που σου έδωσε η μάνα σου -
Κόνεσ' τα δανdάρε σου!
(1951)Ακόνισε τα δόντια σου. Ειρωνικά, σε κείνους πού ετοιμάζονται μάταια να πάρουν κάτι -
Κόρη μου, λέγω τα σέναμ νυφίτσα μου, νdα πάρ' συ!
(1951)Κόρη μου, τα λέω εσένα, νύφη μου, να τα πάρεις εσύ -
Κομ' είσαι μο του κού σου το χαπάχι
(1951)Ακόμα είσαι με του κώλου σου το καπάκι. Είσαι μικρός ακόμα. Σαν να έχει σκέπασμα ο κώλος σου, προτού λειτουργήσει φυσιολογικά -
Κούρτα την αχλαβού, 'ς πά' κάτου
(1951)Ερμηνεία: Κατάπιε το πλαστρόξυλο, ας πάει κάτω. Τόλεγαν σ' έναν που θύμωνε κι ήταν έτοιμος να πετάξει μια προσβλητική λέξη. Μη μιλάς, του λέγανε, κατάπιε το λόγο σου, για να μην έχουμε καβγά. Αχλαβού ήταν το μακρύ κυλινδρικό ... -
Κουπάν' dο τάνι, κουπάν' dα, πάλ' εν dάνι
(1951)Χτύπα το τυρόγαλο, χτύπα το, πάλι είναι τυρόγαλο (βούτυρο δε γίνεται) -
Κρομμύδιν τζο 'φαγα κι, να μυρίσει ο στόμας μου
(1951)Κρεμμύδι δεν έφαγα, για να μυρίσει το στόμα μου -
Κως του τζό ΄σει το σοικίκι μbαίνει σό π΄εζόν d΄ αμbάρι
(1951)Το χοινίκι που δεν έχει πάτο, μπαίνει στ΄ αδιανό τ΄ αμπάρι. Τόλεγαν για τους γέρους ή για κείνους που έχαναν τη δύναμή τους και δεν λογαριάζονταν. Σοινίκι ήταν το ξύλινο δοχείο που μετρούσαν το στάρι. Έπαιρνε ως 6 οκάδες. ... -
Λέ τι δανdάρε τζό 'χω, χωρίζει μό τα ξεράδε τσαί τρώ' τα
(1951)Λέει, δόντια δεν έχω, χωρίζει όμως τα ξερά και τα τρώει. Για κείνους που καμώνονται τον ανήμπορο, καταφέρνουν όμως μιά χαρά αυτό πού θέλουν. Πόντ. Δ.Π. 85: Δόντα 'κ' έχ' άμα κερέτζα μασά