Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 177-196 από 222
-
Σκυλλί γαυγίζει, καρ'βαν πιρνα
(1918)Την φράσιν λέγουν οι έχοντες απτάς αποδείξεις περί τινος υποθέσεως, αλλά και γυνή υβριζομένη προς την υβρίζουσαν αυτήν γειτονισσαν, Πρλβ. Π.Π.Α. 34 (συλ. Κατζιούλη 1337) και βεν. Π. 108, αρ. 18 -
Σσή γεράν απάν φου' σκαλίδαν
(1918)Απάνω 'ς την πληγήν φούσκα. Γερά ή, τουρκ. Φου' σκαλίδα ή, ή εκ του εγκαύματος φλύκταινα του δέρματος. Κακόν επί κακού -
Στα είκουσι δε γνώστιψις, στα τριάντα δε καζάντσις, ούλα χαμένα τά χεις
(1918)Βέροια. Περί των επιχειρούντων εις γεροντικήν ηλικίαν ν' αποκτήσωσι περιουσίαν. Καζάντι = λ. Τούρκ = κέρδος -
Στου ζήτουλα μη δείχνης πόρτις αλλά κουμμάτια
(1918)Περί των συμβουλευόντων αντί να παράσχωσι την αιτουμένην συνδρομήν -
Τα κουντούρας τράκα τράκ κ' η κοιλία λάγκα λάγκ'
(1918)ΚΜ 87: Τα παπούτσια τράκα τρακ κ' η κοιλιά λάγκα λαγκ -
Τα λόγια είνι σαν τα κιράσια
(1918)Περί των αλληλοϋβριζομένων προς δήλωσιν ότι η ύβρις φέρει ύβριν -
Τα λώματα μ' έοσον ετίμεσάνε με ο κύρ ίμ κ' ημάννα μ' κ' ετίμεσε με
(1918)Όσο με τίμησαν τα ρούχα μου δε με τίμησε ο πατέρας μου κ' η μάννα μου -
Τά βαλε με τα Γριβινά (Φθιώτις)
(1918)Περί ισχυρού (ιδία πολιτικώς). Γρεβενά λ. κουτσοβλαχική σημαίνουσα φρούριον. Ενταύθα πρόκειται περί της γνωστής κωμοπόλεως -
Την κάταν είπανε “βοτάν' εγέντον” κ' ετσούπωσεν άτο
(1918)Είπανε 'ς τη γάτα “το σκατό σου είναι μόσκος” κ' εκείνη έσκαψε και το χωσε. Αχταλεύω εκ του τουρκ. αχταρμάκ = φοσσίζω, σκάπτω λάκκον και κρύπτω τι εντός, από του ουσ. φοσσίν (λατ. Fossa), (βλ. παρά Δουκαγγίω φοσσίον) λάκκος -
Τι να σου κάμ ου ταμπουράς, όταν λείπη ου μπερντές
(1918)Περί των χωρίς γερό μυαλό πολυμαθών ανθρώπων