Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 129-148 από 183
-
Όσην ώραμ μου παράγγελεν η κυρά η πεθθερά μου, εμέτρουν τες μούγες της νουράς του αππάρου μου
(1924)Ερμηνεία: Επί των απροσεκτουντων εν ου δέοντι -
Όσοθ θέλεις, παίδκιο, δούλευκε και όσα θέλει ο Θεός, πέμπει σου
(1924)Εργάζου και να μένης ευχαριστημένος από όσα σου δίνει ο Θεός -
Όσοι μήνες έχουν ρ το κρασίν χωρίς νερό. Όσοι δεν έχουσιν ρ το κρασί με το νερό
(1924)Όσοι δεν έχουσιν ρ το κρασί με το νερό πρέπει να πίνεται -
Πελλός εποκοιμήθην και πελλόν όρομαν είδεν
(1924)Λέγεται αστείως προς τους αφηγουμένους όνειρα παράξενα και μη δυνάμενα να επαληθεύσουν -
Πετάχτην η παπουτσα σου
(1924)Ερμηνεία: Λέγεται προς παίδα τέως μονογενή μετά την γέννησιν και μικροτέρου αδελφού του οιονεί: Πήγε πειά η μποΓια σου, παρήλθεν η αποκλειστική προς σε στοργή των γονέων και οικείων σου! -
Πήεν να χαρτωθή και αρμάστην
(1924)Ερμηνεία: Επί των λίαν βραδυνόντων να επιτρέψουυν εξ εργασίας, δι ην εστάλησαν κάπου -
Πκιε να πκιούμεν και ο Θεός να τα πκιερώση
(1924)Ας το ρίξωμεν στην διασκέδασιν αφροντιστούντες εντελώς περί των δαπανών της -
Ποκεί, πον να βκη ο λόος, εν να βκη και η ψυχή
(1924)Ποκεί, πον να βκη ο λόος = ποκεί που βκαίννει' Σακελλ. -
Πολυτεγνίτης και γερημοσπίτης
(1924) -
Που λιμασμένον γάαρον καρτέρυννε ποτάϊν
(1924)Από φιλαργύρους και απλήστους μη περιμένης κάνέν βοήθημα -
Που τάμμάθκια φως εν είδα και εν να δω απού τα βρύδκια;
(1924)Όταν τις δεν είδεν ωφέλειαν και ανακούφισιν παρ΄ οικείων του και στενών συγγενών, δεν ημπορεί να ελπίζη τοιαύτην παρ΄απωτέρων συγγενών του ή ξένων -
Που τες σέλλες σάματα και που τα σάματα χαμαί
(1924)Τα σάματα είναι εφίππια ήττον πολυτελή από τες σέλλες. Επί των βαθμιαίως και ούχι αποτόμως περιπτόντων εις ένδειαν και δυστυχίαν. -
Που την οκνιάν του λαλεί του σκύλλου ταή
(1924)Ερμηνεία: Επί των οκνηρών και άγαν φυγοπόνων, των προτιμώντων να υποβάλλουν εαυτούς εις εξευτελιστικάς παρακλήσεις και ταπεινώσεις, αρκεί να μη εργάζωνται -
Που το στόμαν κοράκου είντα ν' ακούσης άλλο παρά κρα κρά;
(1924)Που το στόμαν κοράκου είντα ν' ακούσης άλλο παρά (ή Σακελ) κρα - κρά;