Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 61-80 από 732
-
Ατσεί που τσύλιστης, 'γω τσυλίστα τσάφ 'bρό 'ς τ' εσένα 'φήκα τσαί ψύλλοι
(1951)Εκεί που κυλίστηκες, εγώ κυλίστηκα πιο μπροστά από σένα, άφησα και ψύλλους -
Ατσείνο το βένετο το 'ίδι ότις τα θωρεί, λέτι: η τσοιλία του 'έμει άλειμμα
(1951)Εκείνο το γαλάζιο γίδι όποιος το βλέπει, λέει: η κοιλιά του είναι γεμάτη βούτυρο -
Ατσείνο του αλιστϊέσεν dο στσυλλί να φα κάκε, το στόμαν dου νdα λητέπ', πάλ' α φα κάκε
(1951)Εκείνο το σκυλί που συνήθισε να τρώει σκατά, και το στόμα του να δέσεις πάλι σκατά θα φάει -
Ατσείνο του τζο πιτϊέ τ' όργο, όϋπνος γαμεί τη μάν dου
(1951)Εκείνο το έργο που δεν τελειώνει, ο ύπνος του γαμεί τη μάνα (το τελειώνει μιά χαρά), Ερμηνεία: Όταν κανείς δε μπορεί να τελειώσει μιά δουλειά, θα σταματήσει θέλοντας και μη από τον κόπο. Τόλεγαν πιο πολύ στις νοικοκυρές, ... -
Ατσείνος του κλαί 'ς χώρας την άκρα, 'πομένει 'ς τα 'φτάλμε του
(1951)Κείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του -
Ατσονdου μη νοίζεσαι το κρύο 'α σε πάρει ταρνά
(1951)Τόσο μην ανοίγεσαι το κρύο θα σε πάρει γλήγορα -
Βgάλ' τα βαμbάτσε 'ς τα 'τία σου!
(1951)Βγάλε τα μπαμπάκια πό τ' αυτιά σου. Όταν κανείς ξαναρωτούσε γιατί δεν άκουσε.Τόλεγαν και “Νοίκ' τα 'τία σου” - Ποντ.Δ.Π. αρ. 88: Έβγαλλ' τα βουμπάκια ας σ' ωτία σ'. -
Βgαλίνει 'ς το δισώμι μου ζυγώρι
(1951)Βγάζει από τον ώμο μου λουρί. Για κείνον που μας εκμεταλλεύεται άγρια -
Γατϊέζω σε 'ς το θύρι, ερτσέσαι 'ς την gάπνη, γατϊέζω σε 'ς την gάπνη, έρτσεσαι 'ς το θύρι
(1951)Σε διώχνω από την πόρτα, έρχεσαι από την καπνοδόχο, σε διώχνω από την καπνοδόχο, έρχεσαι από την πόρτα -
Γιαλάχιν τζό ΄σεις, το στσυλλί πα νdα ποίκ΄;
(1951)Γαβάθα δεν έχεις, το σκυλί τι να το κάμεις; Για κείνους που ετοιμάζονται να κάμουν δουλειές, χωρίς νάχουν ό,τι τους χρειάζεται -
Γλείφει τα τάττε του ανdί 'ρκούδι, να βgεί σην άνοιξη
(1951)Γλείφει τις πατούσες του σαν αρκούδα, για να βγεί στην άνοιξη -
Γρέπ' το τεζgράχι του τσ' έπαρ' το πανί, γρέπ' τσαι τη μάνα, έπαρ' την gόρη
(1951)Κοίταξε τον αργαλειό και πάρε το πανί, κοίταξε και τη μάνα, πάρε την κόρη -
Γρέψε τσαί πίσου͘ κάφτεται το παράφτερο σου
(1951)Ερμηνεία: Σ' έναν που δεν έπαιρνε είδηση από ότι γινόταν γύρω του, στο σπίτι του ή στον κόσμο -
Γω ΄υρεύω περίλ΄ να γλείζω, τσαι συ΄ς τ΄ εμέν ΄λεύρι ΄υρέφ ;
(1951)Εγώ γυρεύω γυράλευρο να γλέιψω και συ από μένα αλεύρι γυρεύεις ; Όταν ζητάμε κάτι από φτωχότερό μας. Πιρίλι ήταν τ΄ αλεύρι που μαζευόταν στο γύρο του μύλου. Πίκριζε και γι΄ αυτό τόδιναν στα γουρούνια