Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 542-561 από 732
-
Το 'ίδι, αρ να μη ολατίνκε σα τσαλούδε, 'ίδι πάλι τζο λένκαν dα
(1951)Το γίδι, αν ήταν να μη σκαρφαλώνει στα χαμόκλαδα, δε θα το λέγαν γίδι -
Το 'ίδι, σαμού ΄υρεύει να φα ξύο, πααίνει σουρτεύεται σου ομbαση το ραβdί
(1951)Το γίδι, όταν θέλει να φάει ξύλο, πάει και τρίβεται στου τσοπάνου το ραβδί -
Το 'μέτ'ρον dο στσυλλί το πελέτσι πάγασεν dα τσ' ήφερεν dα
(1951)Το σκυλί μας πήγε κι έφερε το τσεκούρι -
Το 'ρνίθι γλυμίζει, γλυμίζει, έβgαλεν dα κάκε πάνου
(1951)Η κότα σκαλίζει, σκαλίζει, έβγαλε τα σκατά πάνου -
Το 'ρνίθι, φότεζ εν 'ρνίθι, πίνει νερό, τσαί γρεύει πανουφόρου το Θεό
(1951)Η κότα, που είναι κότα, πίνει νερό και κοιτάζει ψηλά το Θεό -
Το βιλλί σου δέβη σο τσούλο τσαι 'κόμη κατζεύ';
(1951)Η ψώλη σου πέρασε στο τσόλι κι ακόμα μιλάς; -
Το βράδυ λίχνισέ τα, την αυγή κοσκίνισέ τα
(1951)Αποβραδίσ σηκωνόνταν πάντα αέρας κι ήταν η πιό κατάλληλη ώρα νά λιχνίσουνε στ' αλώνια τό σωρό το πρωΐ μέ τό φως, που δε φυσούσε, τον κοσκίνιζαν. Η παροιμία σημαίνει πως κάθε δουλεία θέλει την ώρα της -
Το βράδύ βόρ'τα, την εβίτσα 'λβάρ'τα
(1951) -
Το βραδινό σου τ' όργο σην εβίτσα μη τ' αφήν'
(1951)Ερμηνεία: Τη βραδινή σου δουλειά στην αυγή μην την αφήνεις. Πόντ. Α. Π. αρ. 1696: Τ' οσημερ' νόν τη δουλείαν 'ς σο πουρνά μη αφήντς -
Το βυνατό το ξίδι το στδεύο του στσίνει τα
(1951)Το δυνατό το ξίδι τ' αγγειό του το σκίζει. Το λένε ειρωνικά, όταν κανείς θυμώνει. Λεβ. 176. -
Το γαιρίδι σόπου α νdα τσενdείς πολύ, για α σε χέσει, για α σε αχτίσει
(1951)Το γαιδούρι όταν το κεντάς πολύ ή θα σε χέσει ή θα σε κλωτσήσει -
Το γϊάδι του τζ' α ιδεί το μουσκάριν dου, γα τζο κατεβάζει
(1951)Η αγελάδα που δεν θα ιδεί το μοσκάρι της, γάλα δεν κατεβάζει. Όταν μια δουλειά δεν είναι δική σουή δε σου δίνει διάφορο, δύσκολα την κάνεις.