Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 237-256 από 732
-
Μαναχός του έψησ', έλμισε, μαναχός του έφαε
(1951)Μοναχός του μαγείρεψε, αλάτισε, μοναχός του έφαε -
Μεις είμεστε σεράνdα νομάτοι, πενενdάβου μας κατέχουμε
(1951)Εμείς είμαστε σαράντα νομάτοι (λίγοι) και γνωριζόμαστε μεταξύ μας -
Μεις, αρ να ψοφήσουμε 'ς την bείνα, 'α ειπουν 'dι : έφαν bολύ τσαι τσατλάτσαν
(1951)Εμείς, αν τύχει και ψοφήσουμε από την πείνα, θα πουνε : φάγανε πολύ κι έσκασαν. Όταν ο άλλος δεν ξέρει τον καημό σου, αλλά σε παίρνει κιόλας για ευτυχισμένο -
Μή ρωτάς, δώσε μή στήκνεσαι, δώσε
(1951)Μή ρωτάς, δώσε μή στέκεσαι, δώσε. Όταν μάς γυρεύουν όλο να δίνουμε -
Μο τ' έτο το τσουφάλι α κάτσ' α μαλγέρικο
(1951)Μ' αυτό το κεφάλι θα κάτσεις σ' ένα μαλλιαρό (πέος) -
Μο την gαζβάρα του 'νεγκώθει, ο μύτης του 'ς τα κάκε λειψόν τζου 'ινεται
(1951)Με τον κόρακα όποιος πάει, η μύτη του από τα σκατά δεν απολείπει -
Μο την gούρβα του κάθεται τσαι σηκούται, το τσουφάλι του 'ς το μbελά τζο γλυτώνει
(1951)Με την πόρνη όποιος κάθεται και σηκώνεται, το κεφάλι του από τον μπελά δε γλυτώνει -
Μο το λύκον bνίζεις τσαι μο τον αυτένην dου κλαίς
(1951)Με το λύκο πνίγεις (το πρόβατο) και με τον αφέντη του κλαίς