Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 1746-1765 από 2168
-
Σα δε μασε θέλη η Παράδεισο, η Κόλαση μασε παρακαλεί
(1963)Ερμηνεία: Δηλαδή πάντα έχει κανείς τη δυνατότητα να ικανοποιηθή έστω και με κάτι κατώτερο -
Σα δε με θέλη η μαυρομάτα, να πάρω μια τζιbλομάτα
(1963)Δηλαδή αν δεν μπορής να πετύχης το καλύτερο, πρέπει να αρκείσαι και στο μετριώτερο -
Σα δε με θέλη η Παράδεισο, η Πίσσα με παρακαλεί
(1963)Ερμηνεία: Δηλαδή πάντα έχει κανείς τη δυνατότητα να ικανοποιηθή έστω και με κάτι κατώτερο -
Σα θέλη η νύφη κι ο 'αμbρός, τύφλα νάχη ο πεθερός
(1963)Δηλ. όταν δυο νέοι αγαπιούνται, κανείς δεν μπορεί ούτε και πρέπει να εμποδίση την ένωσή των -
Σα φανή κολοκυθάκι, αποσπέργιωνε λϊάκι, σα φανή η κολοκύθα, αποσπέργιων' όλη νύχτα
(1963)Αποσπέργιωνε = δούλευε τη νύχτα -
Σα φανή κολοκυθάκι, κάθου σπέργιωνε λϊάκι, σα φανή κι η κολοκύθα, κάθου σπέργιων' όλη νύχτα
(1963)Συνοδεύεται από κείμενο ... -
Σά bέσ' η σπλήνα στό μαdρί, αλίς του πόχει τόνα
(1963)Λέγεται γιά νά χαρακτηρίση τόν κίνδυνο, πού απειλεί εκείνον, πού έχει ένα μόνο παιδί, ένα μόνο αδέλφι, κ.τ.λ. -
Σάββατον αμαέρευτο, bοbή τσης εβδομάδας
(1963)Δηλαδή το Σαββατόβραδο πρέπει να παρασκευασθή φαγητό στο σπίτι. Τα Σαββατόβραδα ερχότανε οι γεωργοί και οι ποιμένες από τις μακρυνές εξοχές κι έπρεπε να βρουν μαγειρεμένο φαγητό να φάνε -
Σάν απεθάνη ο πλούσιος, δε bαίρνει βιός μαζί dου, μόνου τρείς πήχες σάβανο, που dύνου dό κορμί dου
(1963)Δηλαδή όλα είναι μάταια -
Σάν αφέdης στό φαϊ και σά σκύλος στή δουλειά
(1963)Δηλαδή πρέπει να τρώη κανείς άνετα, σάν αφέντης, και να εργάζεται με ένταση -
Σαββάτον είναι σήμερα κι' εώ ζεστό δεν είδα, τάχας δεν εζυμώσασιν οι τρείς μου θυατέρες;
(1963)Λέγεται συνήθως ο πρώτος στίχος, είναι σα παράπονο, όταν κατά την εποχή ή την ημέρα, που όλοι σχεδόν έχουν ένα προϊόν, κάποιος το στερείται. Το έλεγε, λέει, μιά γρϊά σε πολύ παλιά χρόνια -
Σαν ει' gαλό το ξύαλα όσο gι α φας δε σε χαλά
(1963)Λέγεται κυριολεκτικώς, επεκτείνεται και σε ό,τι καλό -
Σαραdαπέdε 'Ιάννηδοι ενούς κοκκόρου γνώση, κι εκείνοιν εθαμάξασι, bου την ευρήκα dόση!
(1963)Δηλαδή οι Γιάννηδες δεν έχουν διόλου μυαλό. Είναι πείραγμα σε κείνους, που έχουν αυτό το όνομα -
Σαράντα φα', σαράντα πιε, σαράντα μετανίσου, σαράταν δώσης του φτωχού να σώσεις τη ψυχή σου
(1963)Λέγεται την ημέρα των Αγίων Σαράντα -
Σε μιά bερέττα δυό κεφαλές δε χωρούσι
(1963)Δηλ. Δυό αφεντικά δε χωρούνε σ' ένα νοικοκυριό. Μπερέττα = είδος καπέλου ανδρικού πλεκτού από λευκό βαμβακερό υφάδι, σαν σκουφί