Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 120-139 από 732
-
Έσει ο Θιός α θύρι να στσεπάσει, α θυρί να νοίξει
(1951)Έχει ο Θεός μια πόρτα να κλείσει, μια πόρτα ν' ανοίξει -
Έφαε μο την gρατούνα η νύφ' απίτσεί 'ς την άκρα βρέσει
(1951)Έφαγε με την κουτάλα η νύφη, γι' αυτό βρέχει -
Είπαν 'dι σο λύκο κι : Ο φσόνdυος σου σοτίπως εν bασύ; Τσ είπεν 'dι : θωρώ τα μαναχό μου τ' όργο μου
(1951)Είπανε στο λύκο: Ο σβέρκος σοτ γιατί είναι παχύς; Κι είπε: βλέπω μονάχος μου τη δουλειά μου, Τη δουλειά του ο καθένας, αν θέλει να γίνει σωστή, πρέπει να την κάνει ο ίδιος, Ποντ, Α.Π. αρ. 1654 : Τον λύκον είπαν ατον : “ Η ... -
Είπεν d' ο Μάρτης: 'γω το σόνι 'α νdα βgάω σου καμηλού το βράδι. Είπεν dι τσ' ο Απρίλ': 'γω πάλι 'α νdα λύσω σου τεγανού τ' άβι
(1951)Ερμηνεία: Είπε ο Μάρτης: εγώ το χιόνι θα το βγάλω ως της καμήλας την ουρά. Είπε κι ο Απρίλης: εγώ πάλι θα το λιώσω στου τηγανιού το χερούλι, δηλαδή όσα χιόνια κι αν πέσουν το Μάρτη, ο Απρίλης, που φέρνει την άνοιξη, τα λιώνει -
Είπες τι νdα κρέμ' σες 'σ το ιμάτι σου
(1951)Λες και τον πέρασες από το πουκάμισό σου. Τ' αντρόγυνα που δεν έκαναν παιδιά, υιοθετούσαν ένα ξένο. Για να τους αγαπήσει όμως σαν αληθινό, η θετή μάνα του τόβαζε στον κόρφο της και το περνούσε μέσα από το πουκάμισό της ως ... -
Είσ' αvdι 'αγού το κάκι νε μυράς, νε κοάς
(1951)Είσαι σαν του λαγού το σκατουλάκι, ούτε μυρίζεις, ούτε κολλάς -
Είσ' αvdί κακόνα ραβdί, τσάπ' α σε πιέσουν, bουλαστϊέσ'
(1951)Είσαι σα σκατωμένο ραβδί, όπου κι αν σε πιάσουν λερώνεις -
Είσ' ανdί παρουλού 'νgάθι
(1951)Τόλεγαν σε κείνους που πείραζαν τους άλλους ή τους έβαναν λόγια. Το παρούλι (-παλιούρι) είναι θάμνος με αγκαθωτά κλαδιά, όπως η ακακία. Με τις βέργες του έκαναν βουκέντρια -
Είσ' ανdί σισυρός. Χάρ σό νομάτην 'μbρό βgαίνεις
(1951)Είσαι σάν το θυμιατό. Σέ κάθε άνθρωπο μπροστά βγαίνεις. Τό λεγαν στούς προπετείς. Το σισυρός βγήκε, λένε, από το ισχυρός (άγιος ισχυρός), τής εκκλησιας. Επειδή τήν ώρα πού τό ψάλλουν, ο παπάς θυμιατίζει, οι Φαρασιώτες είπαν ... -
Είσαι 'αν dου Πράκα τη μαθράκα
(1951)Είσαι σαν του Πράκα το βάτραχο. Τόλεγαν στους ασκημομούρηδες και στους βρώμικους. Στου Πράκα ήταν ένα μέρος γεμάτο βρώμικα νερά και βούρκο -
Είσαι καό τυρί, άμα είσαι πατεμένο σο καμίν dο 'στσι
(1951)Είσαι καλό τυρί, αλλά είσαι βαλμένο στο κακό τ' ασκί -
Είσαι σαν αγκάθι από παλιούρι
(1951)Τόλεγαν σε κείνους που πείραζαν τους άλλους ή τους έβαναν λόγια. Το παρούλι (-παλιούρι) είναι θάμνος με αγκαθωτά κλαδιά, όπως η ακακία. Με τις βέργες του έκαναν βουκέντρια -
Εν gαό τυρί, άμα εν' σου στσυλλού το Δερμα πατεμένο
(1951)Είναι καλό τυρί, αλλά είναι βαλμένο μέσα σε σκυλίσιο δέρμα -
Εν αβούτσι αν τζείνο το στσυλλί, του 'αλεί πολύ τσαι τζο πορεί να δάτσει
(1951)Ένας τέτοιος, σαν εκείνο το σκυλί που γαβγίζει πολύ και δε μπορεί να δαγκάσει