dc.contributor.author | Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή | |
dc.coverage.spatial | Νάξος, Απείρανθος | |
dc.date.accessioned | 2015-12-18T16:03:13Z | |
dc.date.available | 2015-12-18T16:03:13Z | |
dc.date.issued | 1963 | |
dc.identifier.uri | http://hdl.handle.net/20.500.11853/188463 | |
dc.description.abstract | Δηλαδή, να μη φτάνει κανείς στην υπερβολή | |
dc.description.abstract | Π.χ. “Τη bροχτές εζύαζα κι΄ερχέψαν οι διαλογείς και το πετούσα gατά πο΄βρισκούdανε, λέω, βρε, είda κάνετ΄ετού;, Άη μου Νικόλα, ΄δα, λέει. Κάψε κι΄άφης κιόλα” | |
dc.description.abstract | Εζύαζα=παρέδιδα σμύριδα, ΄βρισκούdανε=όλο, βρε, είda κάνετ΄ετού=τί κάνετε αυτού, τρελαθήκατε;, εργατικός=γεωργός, πράματά=κτήματα, έξάνοιε=εκύτταζε, εδιάηκε=επήγε, ιερ΄=ιερό, ατσάλαχο=θόρυβο, dράο=ένα τράγο, gι΄ήκανε dο σταυρό dου και καλά=δηλαδή, είχε την εσφαλμένη εντύπωση, Άης Νικόλας=ο Άης Νικόλας, εδιάηκε=επήγε, επειχείρησε, με το πά=με την ιδέα, με την εντύπωση, τ΄άφτει=ανάβει, ήψα=άναψαν, καλαγριεύγεται=αγριεύτηκε ακόμα περισσότερο, πεθιέται=ορμά έξω, Απόθε= από όπου, από όποιο, “Άη μου Νικόλα, κάψε κι΄άφης κιόλα”=Από ανέκδοτη συλλογή μου | |
dc.language.iso | gre | |
dc.rights | Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές | |
dc.rights.uri | https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el | |
dc.title | Άη μου Νικόλα, κάψε κι΄άφης κιόλα | |
dc.type | Παροιμίες | el |
dc.subject.lemma | Άγιος Νικόλας | |
dc.description.drawer | Άγιος Ηλίας – αεροσύναγμα | |
dc.description.drawernumber | 2 | |
dc.relation.source | Διαλεχτής Ζευγώλη – Γλέζου, Παροιμίες από την Απείρανθο της Νάξου, Αθήναι, 1963, σελ. 22 – 23, αρ. 1 | |
dc.relation.sourceindex | Παροιμίες από την Απείρανθο της Νάξου | |
dc.relation.sourcetype | Βιβλίο | |
dc.relation.related | Ήτονε, λέει, κανένας Χιώτης κι΄ήτονε εργατικός και κοdά στα πράματα dου ΄τονε μιαν εκκλησά κι΄ήτον Άης Νικόλας, κι ήθελε, λέει, να τονε δή τον Άη Νικόλα ζωdανό. Κι επάαινε λοιπό κι΄εξάνοιε μες στην εκκλησά και δεν dον είδε bοτέ. Καμμιάν ημέρα, λέ΄, εδιάηκε gι΄ήκαμε dη bροσευκή dου, σα bου την ήκανε bάdα, κι΄ήκουσε μες στο ιερ΄ατσάλαχο κι΄εδιάηκε gι΄εbρόβαλε στη bόρτα του ιερού κι΄είδεν απάνω στην αγία dράπεζα ΄να dράο. Μόλις τον είδε λοιπό ΄φτός ερχίνηξε g΄ήκανε dο σταυρό dου, και καλά πως ήτονε ΄δα Άης Νικόλας. Ο τράος λοιπό ΄γριεύτηκε gι΄εδιάηκε μόλις είδε dον άνθρωπο, να φύη, και ρίχτ΄ευτός τα χέρια dου και τονε πιάνει, με το πα πώς είν΄Άης Νικόλας, και πιάνει δυο κεριά και τ΄άφτει και κολλά τα στα δυο dου κέρατα dου, καλαγριεύγεται και πεθιέται και φεύγει, κι ήdυχε gι΄ήτονε εποχή πο΄΄θέριζαν οι αθρώποι. Απόθε σπαρμένο ΄πέρασε λοιπό, ήπηρε dο σπαρμένο φωθιά, κι απ΄όποια θεμωνιά. Κι εκάηκεν όλος ο κόσμος. Κι ετότες εδά ΄φώναξεν ο Χιώτης κι΄ήλεεν “Άη μου Νικόλα, κάψε κι΄άφης κιόλα” | |
edm.dataProvider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.dataProvider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
edm.provider | Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών | el |
edm.provider | Hellenic Folklore Research Center, Academy of Athens | en |
dc.coverage.geoname | 8133697/Νάξος, Απείρανθος | |