Αναζήτηση
Αποτελέσματα 491-500 από 518
Ο πάτος μου 'βγεν, όχι να θαρρήτε
(1926)
Τρείς στράτες έχω καμωμένες σήμερα από το Καμάρι (περιφέρεια) και φέρνω αγήματα...
Του σκατό πίττα δε γίνιτι κι αν γέν' θα βρουμήσ'
(1923)
Δηλαδή με τον κακοήθη τίποτε σοβαρόν δε γίνεται, αλλά και αν τυχαίως βίνη πάλιν η κακοήθεια αποκαλύπτεται...
Είδα του μαλλιαρόκουλου!
Η παροιμία προήλθεν εκ τούτου: ήταν μια βουλά ένα πιδί κανιά κουσιαριά χρουνών πόκανι τουμ παλ'καρά. Άμα πάϊνι στου μύλου ν' αλέσ' κι ήβρισης πουλλά αλέσματα τς παραράδιζε οθλνινούς. Κι στου κουφίν να ήταν τ' άλισμα τν αλλνών, αυτός τόβγανι όλου κι έβαν του θκό τ'. Έτσ' όπου τα πάη του φιρνι αλεσμένου τ' άλεσμα στου σπίτ' τ'. Τουν ρωτάι ου πατέρας του, γιατί ρχέτι τόσου γλήγορα. Αυτός τόλι όπως θέλ' κάν'. Θέλ' έχ' ανάγκ' κανέναν τ' αλέθ' άπουτι θέλ'. Ου πατέρας του είπι: πιδάκι μ', θα βρής του διαουλό σ' μη κανέναν. Πού ν' ακούσ' αυτός! Νια μέρα σηκώθι κι πήι γι' άλισμα πίσω. Πααίν', βρίσκ' στου μύλου έναγ καλόϊρου π' άλεθι. Είχι του στάρ' τ' στου κουφίν' κι κόντιβι να πέσ' αλλού. Μόλις πής μέσα αυτός, λέει στουμιλουνά: Κατέβασ' του γλήγορα του στάρ' απ' του κουφίν', ν' αλέσου. Στας, εβλουγημένι, λέει ου καλοίραςλιγάκ' ακόμα κι τελεών' του θκό μ'! Ποιός σι ρουτάει 'σέναν, τ' λέει αυτός, Ορέ, στας, πιδί μ'! λέει ου καλοίρους τουμ κάν' π' του γωνιά, τουν ρίχν' κάτ' κι τάρρξι τς χρουνιάς τ'. Τουμ πάτσι μι τονα πουδάρ' στου λιμό κι τόδουσι, τόδουσι. Ο καλοίρας ήταν ξιβράκουτους κι ου παλ'καράς ίγλιοι τουν κουλουμάλλιαρου τ' καλοίρ'. Σ'κώθης, πααίν' στου σπίτ' τουν ρουτάει ου πατέρας τ': Κατ' αργά, πιδί μ', σήμερα; γιατί άργησες; Άφ'σι μι, πατέρα μ', γιατί σήμερα είδα τουν κουλουμάλλιαρου! Μι τα μάτια μ'. Άφουν τότι κ ύστερα λέιτι ου μύθους: Τώρα να μη ιδής τουγ κουλουμάλλιαρου ή μαλλιαρόκουλού...
Παραραδίζω = υπερπηδώ την υπάρχουσαν σειράν, κουφίν' = το επάνωθεν της μηλούτρας δοχείον, αφού πίπτει και ολίγον το άλεσμα...
Κατεγράφη και ως ευτράπελος διήγησις...
Παραραδίζω = υπερπηδώ την υπάρχουσαν σειράν, κουφίν' = το επάνωθεν της μηλούτρας δοχείον, αφού πίπτει και ολίγον το άλεσμα...
Κατεγράφη και ως ευτράπελος διήγησις...
Πέντε μήνες έξ αδράχτια πότι τάγνισα η πλατώνα
(1928)
Ερμηνεία: Επί οκνηρίας