Αναζήτηση
Αποτελέσματα 4661-4670 από 4714
Δέ σου δίδω, γρά, ψωμί. Βούτηξέ το στό ζουμί. Δέ σού δίδω σκιαολιάς! Λέει βούτηξέ το σκιάς καλά!
(1938)
Η απαίτησις και η επιμονή πού έχει κανείς να του δώσουν κάτι, παρά την θέλησίν των άλλων...
Ο νιος 'α' 'εν εθέριζε τσ' η κόρ' 'α' 'εν εέννα τσ' ο βους 'α' 'εν ελωνευγε ποτέ του εν εέρα
(1934)
Οι τοκετοί της γυναικός, το θέρισμα υπό του νέου και το αλώνισμα υπό του βοδιού είναι τόσον βαρέα έργα ώστε να φέρουν πρόωρον γήρας...
Σα ζιω εμ μου γίεις πίττα τσαι σαν αποθάνω μου τηκ κάνεις τσαι με το μέλι
(1934)
Η μεταφορά εκ των μνημοσύνων...
Λέγεται επί των ακαίρως και ανωφελώς παρεχόντων τας υπηρεσίας των προς άλλους...
Λέγεται επί των ακαίρως και ανωφελώς παρεχόντων τας υπηρεσίας των προς άλλους...
Κουτρούλια πάει στα λάχανα, κουτρούλια μαγειρεύει, κι' έχασε τη λεbίδα του κι πάει κι τ'νε γυρεύει
(1939)
Ειρωνικώς δι' όσους ανεκατεύοντο εις εργασία, που δεν ήσαν της ειδικότητός των...
Ελέγετο απλώς και όταν τα παιδιά έκοβαν τα μαλλιά των από την ρίζαν, διότι η λέξη κουτρούλια σημαίνει κουρεμένος ή άτριχος...
Ελέγετο απλώς και όταν τα παιδιά έκοβαν τα μαλλιά των από την ρίζαν, διότι η λέξη κουτρούλια σημαίνει κουρεμένος ή άτριχος...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπει
(1931)
Ο πεινασμένος 'ς τ' όνειρό του βλέπει κομμάτες ψωμιού...
Επί του διαρκώς έχοντος τι κατά νουν και φανταζομένου την απόκτησίν του, διότι το επιθυμεί...
Παραλλαγή: Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπ...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κερέτσα ελέπει (κόρες ψωμιού βλέπει)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' ορωμανατ κοτέρα ελέπ'...
Ο πεινασμένον 'ς σ' άρωμαν ατ' κοτέλα ελέπει (κοτέλα = κοτέρα)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όρωμαν 'ατ' καρβέλα ελέπ'...
Επί του διαρκώς έχοντος τι κατά νουν και φανταζομένου την απόκτησίν του, διότι το επιθυμεί...
Παραλλαγή: Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπ...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κερέτσα ελέπει (κόρες ψωμιού βλέπει)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' ορωμανατ κοτέρα ελέπ'...
Ο πεινασμένον 'ς σ' άρωμαν ατ' κοτέλα ελέπει (κοτέλα = κοτέρα)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όρωμαν 'ατ' καρβέλα ελέπ'...
Του μήλο απ' κάτ' τη μ'λιά θα bέσ' κι' σα bάει κι' παρακείθε, πάλε απ' κάτ' το γύσκιο τς
(1939)
Τα παιδιά ομοιάζουν τους γονείς των. Και αν ακόμη θα έχουν διαφορά, αυταί δεν είναι δυνατον να είναι ουσιαστικαι...
Την κάταν είπαν άτην το σκατό σ' βοτάν' είν', κ' εχτάλεψεν κ' εφόσιξεν α
(1939)
Είπαν της γάτας πως το σκατό της είναι γιατρικό κ' έσκαψε και το παράχωσε για να το κρύψει...
Λέγεται ειρωνικά για κείνους στους οποίους αναγνωρίζομε μια λίγη ή πολλή ικανότητα που πιθανόν να την έχουν, κ' ενώ με τη στάση τους αφήνουν να εννοηθεί ότι την έχουν την ικανότητα, εντούτοις αποφεύγουν επιμελώς να την εκδηλώσουν στην πράξη...
Λέγεται ειρωνικά για κείνους στους οποίους αναγνωρίζομε μια λίγη ή πολλή ικανότητα που πιθανόν να την έχουν, κ' ενώ με τη στάση τους αφήνουν να εννοηθεί ότι την έχουν την ικανότητα, εντούτοις αποφεύγουν επιμελώς να την εκδηλώσουν στην πράξη...
Εγώ 'πεμπα το σκύλο μου κι ο σκύλοςτην ορά ντου κι εκείνος ή τον κούντουρος κι επήγε αμοναχός του
(1937)
Ερμηνεία: Λέγεται για κείνους που μεταβιβάζουν παραγγελίαν και δεν την εκτελούν μόνοι τους από τεμπελιά...
Που πάρη χίλια προύατα τσαι κακουδιά γυναίκα, τα προύατα 'ποκάνουσι τσ' η κακουδιά πομένει
(1934)
Ερμηνεία: Επί των νυμφευομένων πλουσίαν αλλ' άσχημον συζύγων ανάλογος γνώμη και εν τη Παλατίνη Ανθολογία...
Κακουδιά = Κακός μόνον εν τη παροιμία, δύσμορφος, το Βυζαντ. Κακαϊδου...
Κακουδιά = Κακός μόνον εν τη παροιμία, δύσμορφος, το Βυζαντ. Κακαϊδου...
Ο ονής έν ελυπηθή τ' αμπέλι, τσαί το παιϊ-ν ελυπηθή το σταφύλι
(1935)
Ονής=γονεύς. Δηλαδή ο γονεύς ασμένως εδώρησε είς το τέκνον του ολόκληρον αμπέλι αλλ' ο νέος κάτοχος και μιάς σταφυλής προς τον γονέα φείδεται....