Αναζήτηση
Αποτελέσματα 21-30 από 1581
Κι' η πίττα σωστή και ο σκύλος χορτασμένος
(1963)
Ερμηνεία: Πάλιν ομοίας χρήσεως παροιμία (με την 278 και 279)...
Έχει και χεριάρικα, έχει και dραπανιάρικα
(1963)
Δηλαδή : υπάρχουν και καλά και κακά Π.χ. “ - Μα ήτον΄ εφέτι οι βαθμοί του Μανώλη καλοί; - Χμ! Είχε gαί χεριάρικοι, είχε gαι dραπανιάρικοι”. Κυριολεκτικώς λέγεται για τα σπαρτά. “Κανένας, λε΄, εδιάηκε να ΄υρίση τα σπαρμένα dου και το βράδυ πούρθε dον...
Χεριάρικα = στάχυα αραιά τόσο, που τα τραβάς ένα – ένα και τα ξεφυτρώνεις, γιατί δεν θερίζονται. Dραπανιάρικα = στάχυα πυκνά, που θερίζονται με το δρεπάνι. Κανένας = ένας, κάποιος. Dραπανιάρικα...
Χεριάρικα = στάχυα αραιά τόσο, που τα τραβάς ένα – ένα και τα ξεφυτρώνεις, γιατί δεν θερίζονται. Dραπανιάρικα = στάχυα πυκνά, που θερίζονται με το δρεπάνι. Κανένας = ένας, κάποιος. Dραπανιάρικα...
Ώχ, άdρα μου, και που να σου πρωτοθυμηθώ
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση αναμνήσεων όχι και πολύ ευχαρίστων...
Τσεβδή=ψευδή, τραυλή, Πιταφτικού=επίτηδες, Μιλιά – λαλιά=δεν μιλούσε διόλου. Έγινε και δελτίον ποικίλης ύλης. - Από τον εξής μύθο: “Μιά βολά ήτον' ένς κι' αγάπα μια τσεβδή. Όσο gαιρό λοιπό την εγάπα δεν ήκουσε dην εμιλιά τζη. Δεν εμίλιεν εκείνη...
Τσεβδή=ψευδή, τραυλή, Πιταφτικού=επίτηδες, Μιλιά – λαλιά=δεν μιλούσε διόλου. Έγινε και δελτίον ποικίλης ύλης. - Από τον εξής μύθο: “Μιά βολά ήτον' ένς κι' αγάπα μια τσεβδή. Όσο gαιρό λοιπό την εγάπα δεν ήκουσε dην εμιλιά τζη. Δεν εμίλιεν εκείνη...
Ήκαμα και γούμενος και δοξολογούμενος
(1963)
Δηλ. Έχω πείρα σε όλα και συνεπώς δεν γελιέμαι...
Ια καλό και 'ια κακό πάρτε και μια γάτα
(1963)
Δηλαδή πρέπει να εξαντλή κανείς όλα τα μέσα και μάλιστα κατά προτίμηση τα πρακτικώτερα...
Συνοδεύεται από κείμενο ......
Συνοδεύεται από κείμενο ......
Η ζωή περνά και φεύγει και μασε κοροϊδεύγει
(1963)
Είναι πρόσφατα κοτσάκια, που λέγονται πια και ως παροιμίες...
Ανάθεμά τσι και τσι δυό, το Ιάννη και το Νικολό
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Εβαρέθηκα νακούω τη συζήτησή dωνε. Κι' οι δυό φταίνε. Πάρ' τον ένα χτύπα τ' αλλονού. Ανάθεμά τσ' εδά, λέει, και τσί δυό...”...
Ζύμωσε και πλύσου κι άμε στον άdρα σου και πλύνε και πλύσου κι άμε στη μάνα σου
(1963)
Δηλαδή μετά το ζύμωμα, άμα πλυθής, ομορφαίνεις, ενώ μετά την πλύση, λόγω του ότι είναι πολύ κουραστική και γίνεται στον ήλιο το καλοκαίρι και στο κρύο το χειμώνα, ασχημαίνεις. Στη μάνα σου είσαι αγαπητή, όπως κ' αν είσαι...
Άμε = πήγαινε...
Άμε = πήγαινε...
Πιττ' αbρός και πιττ' απίσω, ωάβγω θέλω να μιλήσω τση 'ειτόνισσας το δίκιο
(1963)
Λέγεται για γλωσσούδες, τις ξενόγνοιαστες, που δεν αφίνουν τίποτε ασχολίαστο. Λέγεται ή μόνο ο πρώτος στίχος ή και οι τρεις. Από τον ακόλουθο μύθο; Ήτονε, λέει, μια gοπελούδα μια βολά κι ήτονε φαφλατού κι ότι ήθελεν ακούση μες στη 'ειτονιά, ήθελε ν...