Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-210 από 243
Εκυλίεν το πιθάρ' κ' εύρεν το πώμαν
(1929)
Κύλισε το πιθάρι και βρήκε το πώμα...
Τραπ., Χαλδ. Επί ανθρώπων ομοίου χαρακτήρος αυνήθως όχι καλού συναπτόντων φιλίαν ή άλλως πως συνεταιριζομένων...
Τραπ., Χαλδ. Επί ανθρώπων ομοίου χαρακτήρος αυνήθως όχι καλού συναπτόντων φιλίαν ή άλλως πως συνεταιριζομένων...
Ο Θεόν πα καλός, άμα ο παραθεόν κι άλλο καλλίων
(1931)
Καλός και ο Θεός, μα πιο καλύτερος ο παραθεός...
Είναι ανάγκη να έχη τις προστάτης επί της γης...
Είναι ανάγκη να έχη τις προστάτης επί της γης...
Το δεντρόν όσο πολλά έχ' απάν', ατόσον πολλά κλίθ' τα κλαδία 'θε
(1931)
Όσα πολλά έχει το δέντρο, τόσο πολύ γέρνει τα κλαδιά του κάτω...
Επί ανθρώπου ανωτέρας κοινωνικής τάξεως και μετριόφρονος...
Παραλλαγή: “- Όσον το φέρ', κα κλίσκεται” (όσο περισσότερα φέρνει, τόσο γέρνει κάτω)...
Επί ανθρώπου ανωτέρας κοινωνικής τάξεως και μετριόφρονος...
Παραλλαγή: “- Όσον το φέρ', κα κλίσκεται” (όσο περισσότερα φέρνει, τόσο γέρνει κάτω)...
Η κάτα πα πίν' οξίδ';
(1929)
Πίνει και η γάτα ξείδι;...
Χαλδ. Προς τον πράττοντα έργον απροσάρμοστον εις αυτόν...
Χαλδ. Προς τον πράττοντα έργον απροσάρμοστον εις αυτόν...
Ατό το μωρόν πα εγροικά 'το
(1929)
Αυτό και το μωρό το νοιώθει...
βλ. Κερ. Χαλδ. Ιδε 265...
βλ. Κερ. Χαλδ. Ιδε 265...
Όνταν κοιμάται 'κ' ελέπ'
(1931)
Όταν κοιμάται δε βλέπει. Κρώμ. Τραπ. Χαλδ. Μετ' αστεϊσμού επί του επαίνων αξίου. Πβ.και την αστείαν έκφρασιν κατάρας “οντές κοιμάσαι, να μη ελέπ' ς!” (να μη βλέπης, όταν κοιμάσαι!) Χαλδ....
Ο ουρανόν ντο εκατήβασεν κ' η γη 'κ' εδέχτεν α;
(1931)
Τί κατέβασε ο ουρανός και δεν το δέχτηκε η γη;...
Χαλδ....
Χαλδ....
Έξ' απέσ'
(1929)
Ερμηνεία: έξω μέσα...
Επί λόγων ασυναρτήτων και μωρών...
Επί λόγων ασυναρτήτων και μωρών...
Κεράσα πολλά ούμπαν ακούς, μικρόν καλάθ' έπαρ' κι άμε
(1929)
Όπου ακούς πως είναι πολλά κεράσια, μικρό καλάθι πάρε και πήγαινε.Χαλδ.Επί πολλών μεν, αλλά κενών υποσχέσεων.Παραλλαγή: “Ούμπαν ακούς πολλά κλπ”...
Δώσ' καματερόν κ' έπαρ' διαταγωγόν
(1929)
Δώσε αργάτη και πάρε διαταγωγό...
Ο γνωρίζων να κυβερνά έχει ασυγκρίτως ανωτέραν αξίαν από ένα εργάτην, όστις εργάζεται μέν καλά, αλλά μόνον υπό τάς διαταγάς άλλου, Παραλλαγή: κ' έπαρ' νοικοκύρ' (νοικοκύρη)...
Ο γνωρίζων να κυβερνά έχει ασυγκρίτως ανωτέραν αξίαν από ένα εργάτην, όστις εργάζεται μέν καλά, αλλά μόνον υπό τάς διαταγάς άλλου, Παραλλαγή: κ' έπαρ' νοικοκύρ' (νοικοκύρη)...