Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-7 από 7
Ο Χριστον πα το ποτήρ' είδεν κ' ευλόησεν
(1931)
Και ο Χριστός το ποτήρι, είδε και το βλόγησε...
Αστεία δικαιολογία του οινοπότου...
Παραλλαγή: Ο Χριστον πα το γομάτον το ποτήρ' ευλόησεν...
Γομάτον = γεμάτο...
Αστεία δικαιολογία του οινοπότου...
Παραλλαγή: Ο Χριστον πα το γομάτον το ποτήρ' ευλόησεν...
Γομάτον = γεμάτο...
Τον οκνέαν έστειλαν ατον ΄ς σα ξύλα κ΄ εφορτώθεν τη μεσάν
(1931)
Τον έστειλαν τον οκνηρό 'ς τα ξύλα και φορτώθηκε το δάσος...
Παραλλαγή: Τον έστειλαν τον οκνηρό 'ς τα ξύλα κ΄ εχάλασε τ΄ ορμάν΄, το δάσος, έστειλαν ατον 'ς σ' ορμάν 'κ' εφορτώθεν και το ραχίν, το βουνό, έστειλαν ατον 'ς σο κότ' και 'το φέσι Μ' έναν κότ' παίρ' είπε', τον έστειλαν να φέρη το μόδιο κ' εκείνος...
Παραλλαγή: Τον έστειλαν τον οκνηρό 'ς τα ξύλα κ΄ εχάλασε τ΄ ορμάν΄, το δάσος, έστειλαν ατον 'ς σ' ορμάν 'κ' εφορτώθεν και το ραχίν, το βουνό, έστειλαν ατον 'ς σο κότ' και 'το φέσι Μ' έναν κότ' παίρ' είπε', τον έστειλαν να φέρη το μόδιο κ' εκείνος...
Άντραν κι άλογον πή 'κ' έχ' 'ς σην παρέβγαν έργον 'κ' έχ'
(1929)
Όποια δεν έχει άντρα κι άλογο δεν έχει δουλειά 'ς το κατευόδωμα...
Εις την προπομπήν προσώπου ή την γαμήλιον προπομπήν δεν είναι εύκολον να συμετέχη γυναίκα στερουμένη συζύγου και ίππου. Εντεύθεν η παροιμία επί του μη δυναμένου ένεκα της κοινωνικής του θέσεως να λάβη μέρος εις κοσμικάς συγκεντρώσεις, όπου...
Εις την προπομπήν προσώπου ή την γαμήλιον προπομπήν δεν είναι εύκολον να συμετέχη γυναίκα στερουμένη συζύγου και ίππου. Εντεύθεν η παροιμία επί του μη δυναμένου ένεκα της κοινωνικής του θέσεως να λάβη μέρος εις κοσμικάς συγκεντρώσεις, όπου...
Εκρέμασεν τη γούλαν
(1929)
Κρέμασε το λαιμό. Χαλδ. Επί του μελαγχολούντος και σκυθρωπάζοντος. Παραλλαγή: “Εκρέμασε τη γούλα”. Κοτ....
Έξ' απέσ'
(1929)
Ερμηνεία: έξω μέσα...
Επί λόγων ασυναρτήτων και μωρών...
Επί λόγων ασυναρτήτων και μωρών...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπει
(1931)
Ο πεινασμένος 'ς τ' όνειρό του βλέπει κομμάτες ψωμιού...
Επί του διαρκώς έχοντος τι κατά νουν και φανταζομένου την απόκτησίν του, διότι το επιθυμεί...
Παραλλαγή: Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπ...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κερέτσα ελέπει (κόρες ψωμιού βλέπει)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' ορωμανατ κοτέρα ελέπ'...
Ο πεινασμένον 'ς σ' άρωμαν ατ' κοτέλα ελέπει (κοτέλα = κοτέρα)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όρωμαν 'ατ' καρβέλα ελέπ'...
Επί του διαρκώς έχοντος τι κατά νουν και φανταζομένου την απόκτησίν του, διότι το επιθυμεί...
Παραλλαγή: Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπ...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κερέτσα ελέπει (κόρες ψωμιού βλέπει)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' ορωμανατ κοτέρα ελέπ'...
Ο πεινασμένον 'ς σ' άρωμαν ατ' κοτέλα ελέπει (κοτέλα = κοτέρα)...
Ο πεινασμένον 'ς σ' όρωμαν 'ατ' καρβέλα ελέπ'...
Ας σή τζιτζί σ' το κουδούκ' έκοψες κ' εδέκες με
(1929)
Από τή ρώγα του βυζιού σου έκοψες και μου το έδωσες...
Πρός τον δίδοντά τι μετά πολλής φειδούς. Παραλλαγή: Ας σό τζιτζί σ' έκοψες ατο (από το βυζί σου το έκοψες) Χαλδ....
Πρός τον δίδοντά τι μετά πολλής φειδούς. Παραλλαγή: Ας σό τζιτζί σ' έκοψες ατο (από το βυζί σου το έκοψες) Χαλδ....