Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11-20 από 30
Παιδί ας έχωμε και κώλον μ' έχ
(1918)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ίντσαν θέλ' το καλό σ εφτάει σε και κλαίς
(1918)
Όποιος θέλει το καλό σου σε κάνει να κλαίς
Τ' άλτς πλάν' και τ' άλτς κλάν
(1914)
Τραπεζ. Α. Π. 280
Η 'κουλία με το κ' έ'χ κέρα πα'σκίντο πάντα εν κατσίκα;
(1918)
Πως δεν έχει η 'κουλία κέρατα μήπως πάντοτε είναι κατσίκα; 'Κουλία, αίξ άνευ κεράτων. Η λ. ομόρριζος του κολοβός, κολούω και του διαλεκτικού 'κουλίζω, αποκόπτω την κεφαλήν (κυρίως επί των ιχθύων), σημαίνει άρα αίγα οιονεί κεκολοβωμένην, διότι εν τη...
Τα καφούλα πα έχνε ωτία
(1916)
Και οι θάμνοι έχουν αφτιά. Ότι και η κοινή: Και οι τοίχοι έχουν αφτιά....
(ΚΜ 90-Τραπεζ. ΑΠ 332:Τα τουβάρa παλ ωτία έχνε)...
(ΚΜ 90-Τραπεζ. ΑΠ 332:Τα τουβάρa παλ ωτία έχνε)...
Η κοιλί' ατ' πολλά παίρ
(1918)
ΚΜ 75: Η κοιλιά του δέχεται πολλά|}|Ερμηνεία: Επί του πλεονέκτου και άρπαγος ή του ανεχομένου και υπομένοντος τας δυσκολίας του βίου...
Ζαρωτά κάθκα κι ορθά κρίσον
(1918)
ΠΜ 77: καθκά, Τραπεζ. ΑΠ 177: ίσα. Στραβά κάτσε και σωστά κρίνε. Προς τον σκοπίμως δι' ίδιον ή αλλότριον συμφέρον μη γνωμοδοτούντα δικαίως επί διαφοράς υφισταμένης μεταξύ αυτού και άλλου ή ετέρων δύο...
Ο κάλτς τον κάλ καραπέτ εκούυζεν
(1918)
Ο σκλεπέας τον σκλεπέαν καρκαπούτς λέει. Ο κασσίδης τον κασσίδη κασσιδιάρι εφώναζε, κούζω εκ του αρχαίου κοκκύζω, φωνάζω, λαλώ, προσκαλώ και επί του αλέκτορος φωνώ. Λάλτς αντί κάλης, περσ. ψωραλέος, φαλακρός, καρκαπέτ πιθανώς αρμεν., απέδωκα δε εις...