• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 11-20 από 1356

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Ολίγο παρά κάτου απ’ τη Δίβρη υπάρχει ένα φυσικό γιοφύρι, τρία σχεδόν μέτρα πλατύ και περνάνε οι διαβάταις από το ένα μέρος στο άλλο. Ενώνει δυο βουνά. Το γιοφύρι λέγεται Διαβολογιόφυρο, γιατί κατά το μύθο το έφτιασε ο διάβολος με άλλους μαζί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μια φορά κατά τα δωδεκαήμερα παρουσιάστηκε σ’ ένα μύλο ο διάβολος και ο μυλωνάς τον εκατάλαβε και τον εκαλόπιασε και του έγραψε με το ζερβί του χέρι έναν σταυρό στο μέτωπο και έτσι τον έκαμε να μείνη ‘σαν άνθρωπος. Ο μυλωνάς τον επήγε στο σπίτι του για να κάνη δουλειαίς και ό,τι τον εδιάταξε το έκανε αμέσως ως και της πλέον δύσκολαις δουλειαίς. Τον έβανε και έφτιανε αυλάκι στο πλέον δύσκολο μέρος, για να ποτίζη τα χωράφια του και κοντά στ’ άλλα έφτιασε και το διαβολογιόφυρο μαζύ και με άλλους διαβόλους. Η μυλωνού, για την ατυχία του μυλωνά, το μεγάλο Σάββατο για να καθαρίση τον υπηρέτη, έπιασε και τον έλουσε και έπλυνε και το σταυρό που είχε στο κούτελο και έτσι ο διάβολος έγινε πάλι διάβολος και όταν έφευγε έκλασε και είπε «Όπου η πορδή μου εκεί και ό,τι έφτιασα» και αμέσως εχαλάσανε τ’ αυλάκια και ό,τι άλλο είχε φτιασμένο και μόνον το γιοφύρι δεν εχάλασε, γιατί ο μυλωνάς είχε σκαλισμένον μ’ ένα μαυρομάνικο μαχαίρι απάνου σ’ ένα λιθάρι του γιοφυργιού ένα σταυρό. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Η ανεράΐδαις κατά την λαϊκήν πρόληψιν, είναι πνεύματα ή αερικά, τα οποία παρουσιάζονται ως γυναίκες και αναμιγνύονται εις πολλά γυναικεία έργα, ίδιως εις την υφαντικήν και την θροφήν των μεταξοσκωλήκων, την οποίαν παντοειδώς βλάπτουν, διότι κλέπτουν τα κουκούλια ή σκοτώνουν τους μεταξοσκώληκας και άλλας ζημίας προκαλούν, ιδίως όταν ούτοι αναιβαίνουν στο κλαρί για να φτιάσουν τα κουκκούλια τους. Κατά την Ανεράϊδων αι χωρικαί γυναίκες αίτινες ειδικώς θρέφουν, μεταχειρίζονται πολλά μέσα και ξόρκια και καλοπιάσματα και της ονομάζουν, Κυράδες, (τας Ευμενίδας των αρχαίων) και παραθέτουν εις τον τόπον της θροφής διάφορα δώρα, ως χρυσαφικά διάφορα (γυναικεία κοσμήματα), ωραία φορέματα, κοντογούνια, χρυσοκέντητα, φέσα με χρυσή φούντα κ.τ.λ. ως φύλακα δε κατασκευάζουν ομοίωμα γυναικός και το τοποθετούν εις το δωμάτιον της θροφής, ως φόβητρον, διότι πολλαίς νεράϊδαις κλέπτουν όλα τα κουκκούλια και τα μεταφέρουν εις τα σπήλαια εις τα οποία κατοικούν. Επίσης όταν πρόκειται να κλαρώσουν τα σκουλήκια, καταβαίνουν εις την παραλίαν και μ’ ένα αυγότσουφλο από μαύρη κόττα παίρνουν θάλασσα από σαράντα κύματα και το βάζουν σε μια μποτύλια και την κρεμάνε ύστερα μέσα στο μέρος όπου είναι η θροφή. Όταν θα πιάση το νερό της θάλασσας δεν πρέπει να μιλήση. Ο λαός τας αράχνας τας οποίας βλέπει εντός σπηλαίων ακατοικήτων, επί βράχων αποτόμων καλεί υφάσματα των Νεράϊδων, Νεραϊδογνέματα. Η Νεράϊδαις στήνουν χορούς και χορεύουν την νύκτα. Οσάκις δε πνέει σφοδρός άνεμος και βουΐζει και σουράνε τα κλαδιά των δένδρων, οι χωρικοί νομίζουν ότι ακούουν τα μουσικά όργανα των Ανεράϊδων που χορεύουν. Όποιος αλαφροΐσκιωτος, ως προείρηται, κατορθώση απάνου στο χόρο να αρπάξη το μαντήλι μιας Νεράϊδας, την κάνει δική του και την έχει υπηρέτριαν και σύζυγον. Εάν όμως κατορθώση αυτή ναν το κλέψη, γυρίζει πάλιν εις τα βράχα και γίνεται αερική. Ως και εν τοις πρόσθεν είρηται, φημίζεται ότι οι πρόγονοι των Μαυρομιχαλαίων ήσαν αλαφροΐσκιωτοι και ένας εξ΄αυτήν επήρε το μαντήλι μιας Νεράϊδας και την είχε του χεργιού του και έκαμε μετ’ αυτής και παιδιά ωραιότατα και δια τούτο οι Μαυρομιχαλαίοι είναι όλοι ωραίοι και ονομάζονται Νεραϊδογεννημένοι. Η Νεράϊδαις θεωρούνται υπό του λαού ως ωραιόταται και δια τούτο πάσα ωραία γυναίκα λέγεται Νεράϊδα. Η περί Νεράϊδων πρόληψης είναι παναρχαία, σύγχρονος σχεδόν των ανθρώπω και δια τούτο άπαντες οι αρχαίοι λαοί την πιστεύουν. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Τη γίδα την έφτιασ’ ο διάβολος και ούλα τα γίδια, αλλά δεν εμπόρεσε ναν τα κάμη να κάθουνται, γιατί δεν ελυγάγανε τα γόνατά τους και έτσι εστεκόσαντε πάντα ολόρθα κ’ εψοφάγανε. Όταν συναπαντήθηκε με το Χριστό του είπε ότι έφτιασε ένα ζώο αλλά δε μπορώ ναν το κάμω να κάτση χάμου και μου ψοφάει και του έδειξε τα γίδια. Τότες ο Χριστός έβγαλε τη βούλα του και εβούλωσε τα γίδια στα γόνατα των μπροστινών ποδιών και αμέσως εκαθίσανε. Για τούτο τα γίδια έχουνε στα μπροστινά πόδια από μία βούλα στο κάθε γόνατο, τη βούλα του Χριστού. Ότι η γίδα είναι πλάσμα του διαβόλου φαίνεται από τη φτιασή της διότι έχει κέρατα και γένεια, ενώ η προβατίνα δεν έχει δε βόσκει χάμου στη γη, όπως το πρόβατο, αλλά σκαλώνει στα κλαργιά και τρώει τα τρυφερά βλαστάργια και έτσι καταστρέφει τα δάση. Το χειρότερο απ’ ούλα είναι και ξετσίπωτη (εκ του τσίπα= αιδώς, αναιδής), διότι ενώ το πρόβατο και τα άλλα ζώα έχουν κρεμασμένη τη νουρά τους και σκεπάζουν (τα θηλυκά) τα κρύφια μέλη τους, η γίδα έχει σηκωμένη τη νουρά της και φαίνονται ούλα της. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Όταν ο Θεός έφτιασε τογ κόσμο, επήγε ο διάβολος και τον επαρακάλεσε ναν τον αφήση να φτιάση και αυτός ένα ζώον. Αφού έλαβε την άδεια, έφτιασε τηγ Καμήλα, ένα ζώο μεγαλείτερο από εκείνα πώφτιασ’ ο Θεός και τον επαρακάλεσε ναν τη ζωντανέψη γιατί ο διάβολος δεν είχε τέτοια δύναμι. Ο Θεός άμα την είδε, την εζωντάνεψε και της είπε: «Έλα και συ λιανοπόδαρη, αργοκίνητη, μακροκέφαλη, στραβολαίμα, καμπούρα». Και από τότες η Γκαμήλα περπατάει αργά, έχει στραβό λαιμό και είναι και καμπούρα. [Γκαμήλα= Ως και εν τοις πρόσθεν ειρήται, η Καμήλα έγεινε Γκαμήλα εκ της προσθήκης του ν. της αιτιατικής, τηγ Καμήλα, όπως δια τον αυτόν λόγον έγηνε το τουφέκι ντουφέκι, η Πιστόλα, μπιστόλα, η πουγάνα μπουγάνα, η ουρά νουρά κ.τ.λ. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Μιαν άλλη φορά πάλε εζήτησε ο διάβολος την άδεια από το Θεό να φτιάση ένα ζώο καλλίτερο από το βόϊδι και άμα έλαβε την άδεια, έφτιασε το βουβάλι, δυνατότερο απ’ το βόϊδι και με πλέον δυνατή φωνή, που να τρέμη ο τόπος όταν φωνάζη και με ολόρθα κέρατα και γυρισμένα μπροστά, για να νικάη τα άλλα ζώα. Άμα το είδε ο Θεός και το εζωντάνεψε του είπε: «Έλα και συ μωρέ βουβέ, αλαφροπάτη, και πισωκέρι». Και για τούτο το βουβάλι είναι βουβό, ώστε μόλις ακούγεται όταν φωνάζη, πατάει αλαφρά και έχει τα κέρατα απάνου από το σβέρκο του, για να μη μπορή να κερατίση κανένα ζώο, ή άνθρωπο. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Και την κόττα και την πόρτα! 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Ερμηνεία: Δόλιος
Thumbnail

Εγώ στραβόνω και πουλώ και συ βλέπε και πέρνε! 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Και πάλιν πλοία και δίκτυα και άγρα ουδαμού! 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Εν χρήσει
Thumbnail

Έναγ καιρό ο Χριστός και ο διάβολος ανταμωθήκανε. Μια ημέρα λέει ο διάβολος στο Χριστό ότι έφτιασε ένα ζώο που κανένα άλλο δεν το πιάνει στημ πηλάλα και αμέσως βγάνει από κάτου από τηγ καπότα του ένα λαγό και τον απόλυσε και έτρεχε πάρα πολύ. Την άλλ’ ημέρα που ανταμωθήκανε πάλε, λέει ο Χριστός του διαβόλου. «Για απόλυσε πάλι εκείνο το ζώο που έφτιασες.» Ο διάβολος απόλυσε το λαγό χαρούμενος και αμέσως ο Χριστός απόλυσε το λαγωνικό που είχε φτιάσει επίτηδες και τον έπιασε το λαγό. Ο διάβολος ελυπήθηκε για τσι ενίκησε ο Χριστός και αμέσως εμάζωξε ούλους τους λαγούς και τους επρόσταξε κάθε νύχτα να βγαίνουνε και ναν του οργώνουν τα χωράφια του, κ’ εκείνους που δε θα πάνε θαν τοις αφήνει ναν τους πιάνουν τα λαγωνικά και την ημέρα ακόμη, αφού τους ξετρουπώνουνε. Για τούτο και οι στρατολάταις (οδοιπόροι), άμα απαντήσουνε στο δρόμο τους λαγό την ημέρα, γυρίζουνε πίσω, γιατί είναι έργο του διαβόλου και η δουλειά τους δε θα πάη καλά. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Ολίγο παρακάτου από το Γυφταπήδημα, στην Παλκοδερβινή (ερείπια χωρίου εγκαταλειφθέντος) πλησίον της αρχής του Πηνειού, εις τη ρίζα βουνού, υπάρχει μια μεγάλη τρούπα που δεν ευρέθη να έχη πάτο και μέσα σ’αυτή κατοικεί ένας δράκοντας, όταν ήτανε ακόμη το χωργιό η Δερβινή άμα οι χωργιανοί κατά της γιορτάδαις εμαζονόσαντε και εστένανε χορό, έβγαινε, χωρίς να τον βλέπουνε και άρπαζε την ωραιότερη κόρη του χωργιού και έμπαινε στην τρούπα του. Επίσης πολλαίς φοραίς έπερνε και τον ωραιότερον νέον. Μια Κυργιακή εκεί ‘που εχορεύανε, ήτανε και μια ώμορφη παπαδοπούλα. Το στοιχείο εβγήκε και την άρπαξε και είπε : < ‘Aν αστράψη και βροντήξη Παπαδοπούλα θέ να λείψη>. Για τούτο οι χωρικοί αφήσανε το χωργιό τους και επήγαν ολίγο παραπάνου και έχτισαν νέο χωργιό τη Δερβινή κοντά στη Νουσά. Πιθανώς αφορμήν του μύθου να’έδωσαν δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις, εξερχόμενα εκ της ο πής εκείνης, εξ ών απέθνησκον πολλοί ή και πλησίον λημνάζοντα έλη την ποταμών δια της αναπτύξεως των γνωστών ήδη ανωφελών κωνώπων. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • . . .
  • 136
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (1329)Παραδόσεις (27)Συλλογέας
Κορύλλος, Χρήστος Π. (1356)
Τόπος καταγραφήςΑχαΐα, Πάτρα (1351)Άδηλου τόπου (4)Ηλεία (1)Χρόνος καταγραφής1918 (1)1916 (2)1912 (1)1910 (1352)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.