• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 27

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Εις απόστασιν τεσσάρων περίπου ωρών, προς Ν. των Πατρών, επί της εις Καλάβρυτα αγούσης αμαξιτού, ευρήται η θέσις Κουμπάραις, αποτελούμενη υπό μικρών γκλόφων, αργιλωδών, διατεμνομένων υπό βαθειών χαραδρών, υπέρ τας οποίας υπάρχουσιν αι γέφυραι της αμαξιτού. Η θέσις αυτή ωνομάσθη Κουμπάραις, διότι, κατά την παράδοσιν διήρχετό ποτε εκείθεν Συμπεθεργιό, συνοδεία δηλ. γάμου μετά τε την νυμφίων, του κουμπάρου και την απαραιτήτου Νταουλίων. Εις μιαν δε καμπήν, την βαθυτέραν, της αμωμάλου και χαραδριώδους ταύτης οδού, ο κουμπάρος, ευρών ευκαιρίαν, ανεπλήρωσε τον γαμβρόν. Την απουσίαν ταύτην πράξιν ετιμώρησεν αμέσως ο Θεός, διότι απελίθωσεν επί τόπου συ μόνον τους εργάτας αυτής, αλλά και όλον το Συμπεθεργιό, με φείσθεν ουδέ των αθλίων γύφτων. Ούτω δε νύν, εις το μέρος τούτο της οδού, επειδή υπάρχουν και ψαμμίται λίθοι πλακοειδής, κάθετοι, αρκετά μεγάλοι εντός της εργίλου, εξ επαλλήλων στρωμάτων αποτελούμενοι, υπομέλαννες δε την χροιάν, ένεκε την επ’ αυτήν φυέντων και προ χρόνου μακρού αποξηραθέντων λεπτοφνήν βρυών, η φαντασία των περιοίκων χωρικών έπλασε επί την λίθην τούτην εκ διαβρώσεως του χρόνου, διαφόρους εικόνας ατόμων και γεγονότων. Εφ’ ενός λ.χ. των πλακοειδών τούτην λίθην λείψανα προεξέχοντα αποσαθρώθέντην επιπολαίην αυτού στρωμάτην, διαγράφουσι χονδρορειδώς πως, ως εν αναγλύφω, δυό σώματα αμθρώπων εικαστικώς επ’ αλλήλων κείμενα, ών διακρίνονται καταφανέστερον αι κεφαλαί, εστρογγυλεμένα δηλ. τμήματα του μη εισέτι αποσαθρωθέντος τελείως τμήματος του λίθου, οι κουμπάροι. Αφ’ ετέρου παρακειμένου πλακοειδούς λίθου απεικάζεται δήθεν το συμπεθεργιό, εν ομοιώματι ανθρώπων. Έναντι δε εις ικανήν απόστασην, επί κορυφής ενός των κωνοειδών λόφων, υπάρχει στρογγυλός πως μικρός ογκόλιθος, εφ’ ετέρου ογκωδεστέρου επικαθήμενος, οι ονεί ως κεφαλή και παρ’ αυτόν τυμπανοειδής της ογκόλιθος οράται., Το σύμπλεγμα των λίθων τούτων, παριστά κατά τον μύθον, τον απολιθωθέντα γύφτον μετά του ταβουλίου του! «Κοντά στα ξερά, καίγονται και τα χλωρά» Ο εις ουδένπατίσας δηλ. γύφτος απελιθώθη μόνον προς πλήρη παράστασιν της αισχρότητος του κουμπαρου. Τα νύν ο θέλων να ιδή τας παραστάσεις ταύτας, πρέπει να κατέλθη της αμάξης ή του αυτοκινήτου και να εισδύση εις την προμνησθείσαν χαράδραν. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Εις απόστασιν δύο περίπου ωρών, προς το Ν.Α. των Πατρών υπάρχει το λαγκάδι της Μανωλιάς ή απλώς η Μανωλιά, η οποία είναι λάμνια (νύμφη) και κατά την λαϊκήν παράδοσιν κατοικεί στη βρύσι που είναι στο λαγκάδι. Παλαιότερα προς η στρωθή η εκείθεν νυν διερχομένη αμαξωτός η άγουσα εις Καλάβρυτα, οι διερχόμενοι νύκτα εκ της θέσεως εκείνης και ιδίως οι αλαφροΐσκιωτοι, (οι οποίοι έχουν την ιδιότητα να βλέπουν τα ξωτικά) έβλεπαν τη Μανώλια που εκαθότανε στη βρύσι κ’ εχτενιζότανε με χρυσό χτένι και έλαμπε σαν ήλιος. ‘Αμα την ήβλεπαν, εκάνανε το σταυρό τους, έλεγαν το «Θεοτόκε Παρθένε» μέσα τους, χωρίς να μιλήσουν για να μην τοις πάρη τη ‘μιλιά κ’ εφεύγανε. Υπάρχει η παράδοσις ότι όποιος ‘μπορέση και της πάρει το χτένι, την κάνει δική του, ως και το μαντήλι της και την έχει σα δούλα και γυναίκα. Λέγεται ότι οι Μαυρομιχαλαίοι είναι όλοι ωραίοι και παληκάργια γιατί ένας πρόπαπός του, αλαφροΐσκιωτος σ’ ένα χορό, που ‘κάνανε η νεράϊδες, άρπαξε μνιανής το μαντήλι και την είχε στο σπίτι του και έκαμε παιδιά ώμορφα και παληκάργια και από ‘κείθε κατάγονται οι Μαυρομιχαλαίοι. Τώρα όμως δεν υπάρχει η Μανωλιά η νεράϊδα, μετά την στρώσιν της αμαξωτού, διότι οι άνθρωποι διέρχονται εκείθεν εφ’ αμάξην ή αυτοκινήτων. Ως κατόπιν εγνώσθη, μερικοί τεμπέληδες Πατρινοί, εκμεταλλευόμενοι την πρόληψιν των χωρικών περί Μανωλιάς, μετέβαινον και εκρύπτοντο εντός του στενού ρεύματος εις βατουκλιαίς, πλησίον της πηγής του νερού, έπερνον και ένα μακρύ καλάμι, του οποίου ετρυπούσαν τους κόμπους με μια μακρυά Τουφεκόβεργα και το μετέβαλον ως σωλήνα και το ετοποθέτουν αυτώς ώστε το ένα μέρος εχώνετο από κάτω από το νερόν της βρύσης, το σώμα του καλαμιού εθάπτετο εις τους εκεί χάλεκας και δια των βάτων ίφθανε το έτερον πέρας εις την κρύπτην των Πατρινών. Οι χωρικοί διερχόμενοι εκείθεν την ημέραν και πιστεύοντες ότι μόνον την νύκτα κρατεί εκεί η Μανωλιά, μετέβαινον αφόβως εις την βρύσιν και ητοιμάζοντο να φάγουν. Άμα έβγαινον τα φαγητά των, οι κρυμμένοι έσκυπτον και εφύσων εις το καλάμι και έκαμνον το νερό να βράζη μετά θορύβου. Οι χωρικοί βλέποντες τούτο και πιστεύοντες ότι προέρχεται από τη Μανωλιά, άφηναν τα πάντα και έφευγαν περίτρομοι. Τότε οι Τεμπέληδες, οι κρυμμένοι, εξήρχοντο της κρύπτης των και έτρωγον τα φαγητά των χωρικών, έπερνον δε και τα κράσια των, τα οποία οι χωρικοί εκ του τρόμου των άφηνον εκεί. Τούτο μοι διηγήθη προ πολλών ετών εις των επιζώντων τότε δραστών τεμπέληδων. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Όποιος είναι ηναγκασμένος να περιπατή την νύκτα, μακράν των πόλεων ή των χωρίων πρέπει να λέγη το «Πάτερ ημών» και τότε δεν τον πλησιάζουν η Νεράϊδαις, καθώς και όταν ανάψη φωτιά (Σπίρτο ή τσιγάρο). Δια τούτο πολλοί στρατολάταις έχουν απάνου τους τσακμάκια (πυρόλιθον και ίσκαν) και τσακουμακίζουν όταν περνούν ύποπτα μέρη, δηλ. λαγκάδια, στενωσαίς, ρουμάνια (σύδενδρα μέρη), πλησίον σπηλαίων κ.τ.λ. Όποιος αναγκάζεται να περνάη συχνά την νύκτα από Σταυροδρόμια, πρέπει να φτιάνη μια ροκούλα με βαμπάκι και ναν την βάνη, εκεί που περνάνε η ανεράϊδαις, για ναν την πέρνουνε. Τότε δεν τους πειράζουν. Πιστεύεται ότι όταν κανείς πατήση σε τάβλα και σπάση η τάβλα και σπάση και το πόδι του, ότι επάτησε στο τραπέζι των Νεράϊδων που ‘τρώγανε. Η νεράϊδες κάνουν και μακρυνά ταξείδια και πηγαίνουν και ανταμόνουνται με άλλαις και γλεντάνε. Όταν κάνουν τα ταξείδια τους, προ πάντων το καλοκαίρι, σηκώνουν τον κουρνιαχτό ‘σά σύγνοφο, και όπου περάσουν κάνουν καταστροφή ιδίως εις τα σπαρτά και τα πρώϊμα αραποσίτια, και όποιον απαντήσουνε τον βαρούν. Μια φορά επερνάγανε από ένα αραποσιτο – αραποσιτοχώραφο και εκεί ήυρανε ένα παιδί που το φύλαγε και το εκουτσάνανε. Οι γοναίοι του παιδιού εκάμανε τα μύργια για ναν το γειάνουνε αλλά δεν εμπορέσανε με τους γιατρούς και για τούτο εκαταφύγανε στις μάγισσαις. Μια απ’ αυταίς της εσυμβούλεψε να πάνε να βάλουν το παιδί εκεί που έπαθε απάνου στο χρόνο και όταν ιδούν το σύγνοφο του κουρνιαχτού, που θα περνάνε η νεράϊδες να έχουν έτοιμη μια γαλατόπηττα και να ειπούνε: «Ελάτε, Κυράδες μου, να φάτε την πήττα που σας εφτιάσαμε και γειάνετε το παιδί μας, γιατί δεν έχουμ’ άλλο.» Έτσι κι όλας τα εκάμανε αυτά που τοις είπε η μάγισσα και όταν επέρασε το σύγνοφο του κουρνιαχτού και ακούσανε η νεράϊδες την παρακάλεσι των γονιών του παιδιού, έσκυψε μία και ετράβηξε από το πόδι του παιδιού μια αραποσιτοκαλαμιά που του είχανε βάλει εκεί η ανεράϊδαις όταν επρωτοπεράσανε από ‘κεί τον περασμένο χρόνο και αμέσως έγειανε το παιδί κ’ επήγε στο χωργιό περπατώντας. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Μια φορά ένας Τούρκος επήγε σ’ ένα ζωγράφο και είδε που είχε ζωγραφισμένον ένα γέροντα Άγιον και δεξιά του και αριστερά του είχε τον άγιον Γεώργιον και Άγιον Δημήτριον καβελαραίους, και τον ερώτησε ποιος είναι αυτός ο γέρος. Ο Ζωγράφος του είπε πως είναι ο Άγιος Νικόλαος. Τότε τον ερώτησε ο Τούρκος, τι τον θέλεις αυτόν το γέρω;» - «Τον θέλω, του είπε ο ζωγράφος, να μου φυλαή το σπίτι μου». Ο Τούρκος του λέει : «Σαν είναι έτσι, φτιάσε μου κ’ εμένα έναν τέτοιον». – Ο ζωγράφος τον έφτιασε και τον ‘πήρε ο Τούρκος και τον έβαλε στο σπίτι του και εξένοιασε από κλέφταις. Του άναβε το καντήλι του τακτικά και του έλεγε να φυλάει το σπίτι. Μετά κάμποσο καιρό, επήγαν τη νύχτα κλέφταις στο σπίτι του και δεν τον άφησαν τίποτα. Άμα εξύπνησε ο Τούρκος και είδε το σπίτι του γδυμένο, λέει του Αγίου Νικολάου : «Πού είχες το νού σου, γέρω; Καλά ετούτοι οι δυό (ο άγιος Γεώργιος και ο άγιος Δημήτριος) είναι νέοικ’ επήγαν να συγυρίσουν τα αλογά τους, άμ’ εσύ τι έκαμες; Φρόντισε, του λέει, να μου εύρυς τα πράγματά μου, γιατί θα σε σκίσω με το τσεκούρι και θα σε κάψω» - Τη νύχτα σηκώνεται ο Άγιος και πηγαίνει και βρίσκει τους κλέφταις και τους λέει : «Να πάτε τα πράγματα του Τούρκου και ναν τα βάλετε στη θέσι τους, γιατί θα σας φανερώσω και θα σας κρεμάσουν. Πράγματι οι κλέφταις, από το φόβο τους, επήγαν τα πράγματα του Τούρκου και τα έβαλαν στη θέσι τους όπως ήσαντε τη νύχτα. Όταν εξύπνησε ο Τούρκος το πρωί και είδε τα πράγματα του όπως τα είχε βαλμένα και δεν του έλλειπε τίποτα, γυρίζει και λέει του Αγίου : «Αφερίμ, γέρω, τώρα θα σου ανάψω πάλιν το καντήλι σου, (διότι μετά την κλοπήν δεν το άναψε) και θα βαφτίστώ κ’ εγώ Χριστιανός, γιατί βλέπω ότι φυλάς καλά» και όντως εβαφτίστηκε ο Τούρκος. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Ολίγο παρά κάτου απ’ τη Δίβρη υπάρχει ένα φυσικό γιοφύρι, τρία σχεδόν μέτρα πλατύ και περνάνε οι διαβάταις από το ένα μέρος στο άλλο. Ενώνει δυο βουνά. Το γιοφύρι λέγεται Διαβολογιόφυρο, γιατί κατά το μύθο το έφτιασε ο διάβολος με άλλους μαζί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μια φορά κατά τα δωδεκαήμερα παρουσιάστηκε σ’ ένα μύλο ο διάβολος και ο μυλωνάς τον εκατάλαβε και τον εκαλόπιασε και του έγραψε με το ζερβί του χέρι έναν σταυρό στο μέτωπο και έτσι τον έκαμε να μείνη ‘σαν άνθρωπος. Ο μυλωνάς τον επήγε στο σπίτι του για να κάνη δουλειαίς και ό,τι τον εδιάταξε το έκανε αμέσως ως και της πλέον δύσκολαις δουλειαίς. Τον έβανε και έφτιανε αυλάκι στο πλέον δύσκολο μέρος, για να ποτίζη τα χωράφια του και κοντά στ’ άλλα έφτιασε και το διαβολογιόφυρο μαζύ και με άλλους διαβόλους. Η μυλωνού, για την ατυχία του μυλωνά, το μεγάλο Σάββατο για να καθαρίση τον υπηρέτη, έπιασε και τον έλουσε και έπλυνε και το σταυρό που είχε στο κούτελο και έτσι ο διάβολος έγινε πάλι διάβολος και όταν έφευγε έκλασε και είπε «Όπου η πορδή μου εκεί και ό,τι έφτιασα» και αμέσως εχαλάσανε τ’ αυλάκια και ό,τι άλλο είχε φτιασμένο και μόνον το γιοφύρι δεν εχάλασε, γιατί ο μυλωνάς είχε σκαλισμένον μ’ ένα μαυρομάνικο μαχαίρι απάνου σ’ ένα λιθάρι του γιοφυργιού ένα σταυρό. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Η ανεράΐδαις κατά την λαϊκήν πρόληψιν, είναι πνεύματα ή αερικά, τα οποία παρουσιάζονται ως γυναίκες και αναμιγνύονται εις πολλά γυναικεία έργα, ίδιως εις την υφαντικήν και την θροφήν των μεταξοσκωλήκων, την οποίαν παντοειδώς βλάπτουν, διότι κλέπτουν τα κουκούλια ή σκοτώνουν τους μεταξοσκώληκας και άλλας ζημίας προκαλούν, ιδίως όταν ούτοι αναιβαίνουν στο κλαρί για να φτιάσουν τα κουκκούλια τους. Κατά την Ανεράϊδων αι χωρικαί γυναίκες αίτινες ειδικώς θρέφουν, μεταχειρίζονται πολλά μέσα και ξόρκια και καλοπιάσματα και της ονομάζουν, Κυράδες, (τας Ευμενίδας των αρχαίων) και παραθέτουν εις τον τόπον της θροφής διάφορα δώρα, ως χρυσαφικά διάφορα (γυναικεία κοσμήματα), ωραία φορέματα, κοντογούνια, χρυσοκέντητα, φέσα με χρυσή φούντα κ.τ.λ. ως φύλακα δε κατασκευάζουν ομοίωμα γυναικός και το τοποθετούν εις το δωμάτιον της θροφής, ως φόβητρον, διότι πολλαίς νεράϊδαις κλέπτουν όλα τα κουκκούλια και τα μεταφέρουν εις τα σπήλαια εις τα οποία κατοικούν. Επίσης όταν πρόκειται να κλαρώσουν τα σκουλήκια, καταβαίνουν εις την παραλίαν και μ’ ένα αυγότσουφλο από μαύρη κόττα παίρνουν θάλασσα από σαράντα κύματα και το βάζουν σε μια μποτύλια και την κρεμάνε ύστερα μέσα στο μέρος όπου είναι η θροφή. Όταν θα πιάση το νερό της θάλασσας δεν πρέπει να μιλήση. Ο λαός τας αράχνας τας οποίας βλέπει εντός σπηλαίων ακατοικήτων, επί βράχων αποτόμων καλεί υφάσματα των Νεράϊδων, Νεραϊδογνέματα. Η Νεράϊδαις στήνουν χορούς και χορεύουν την νύκτα. Οσάκις δε πνέει σφοδρός άνεμος και βουΐζει και σουράνε τα κλαδιά των δένδρων, οι χωρικοί νομίζουν ότι ακούουν τα μουσικά όργανα των Ανεράϊδων που χορεύουν. Όποιος αλαφροΐσκιωτος, ως προείρηται, κατορθώση απάνου στο χόρο να αρπάξη το μαντήλι μιας Νεράϊδας, την κάνει δική του και την έχει υπηρέτριαν και σύζυγον. Εάν όμως κατορθώση αυτή ναν το κλέψη, γυρίζει πάλιν εις τα βράχα και γίνεται αερική. Ως και εν τοις πρόσθεν είρηται, φημίζεται ότι οι πρόγονοι των Μαυρομιχαλαίων ήσαν αλαφροΐσκιωτοι και ένας εξ΄αυτήν επήρε το μαντήλι μιας Νεράϊδας και την είχε του χεργιού του και έκαμε μετ’ αυτής και παιδιά ωραιότατα και δια τούτο οι Μαυρομιχαλαίοι είναι όλοι ωραίοι και ονομάζονται Νεραϊδογεννημένοι. Η Νεράϊδαις θεωρούνται υπό του λαού ως ωραιόταται και δια τούτο πάσα ωραία γυναίκα λέγεται Νεράϊδα. Η περί Νεράϊδων πρόληψης είναι παναρχαία, σύγχρονος σχεδόν των ανθρώπω και δια τούτο άπαντες οι αρχαίοι λαοί την πιστεύουν. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Τη γίδα την έφτιασ’ ο διάβολος και ούλα τα γίδια, αλλά δεν εμπόρεσε ναν τα κάμη να κάθουνται, γιατί δεν ελυγάγανε τα γόνατά τους και έτσι εστεκόσαντε πάντα ολόρθα κ’ εψοφάγανε. Όταν συναπαντήθηκε με το Χριστό του είπε ότι έφτιασε ένα ζώο αλλά δε μπορώ ναν το κάμω να κάτση χάμου και μου ψοφάει και του έδειξε τα γίδια. Τότες ο Χριστός έβγαλε τη βούλα του και εβούλωσε τα γίδια στα γόνατα των μπροστινών ποδιών και αμέσως εκαθίσανε. Για τούτο τα γίδια έχουνε στα μπροστινά πόδια από μία βούλα στο κάθε γόνατο, τη βούλα του Χριστού. Ότι η γίδα είναι πλάσμα του διαβόλου φαίνεται από τη φτιασή της διότι έχει κέρατα και γένεια, ενώ η προβατίνα δεν έχει δε βόσκει χάμου στη γη, όπως το πρόβατο, αλλά σκαλώνει στα κλαργιά και τρώει τα τρυφερά βλαστάργια και έτσι καταστρέφει τα δάση. Το χειρότερο απ’ ούλα είναι και ξετσίπωτη (εκ του τσίπα= αιδώς, αναιδής), διότι ενώ το πρόβατο και τα άλλα ζώα έχουν κρεμασμένη τη νουρά τους και σκεπάζουν (τα θηλυκά) τα κρύφια μέλη τους, η γίδα έχει σηκωμένη τη νουρά της και φαίνονται ούλα της. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Όταν ο Θεός έφτιασε τογ κόσμο, επήγε ο διάβολος και τον επαρακάλεσε ναν τον αφήση να φτιάση και αυτός ένα ζώον. Αφού έλαβε την άδεια, έφτιασε τηγ Καμήλα, ένα ζώο μεγαλείτερο από εκείνα πώφτιασ’ ο Θεός και τον επαρακάλεσε ναν τη ζωντανέψη γιατί ο διάβολος δεν είχε τέτοια δύναμι. Ο Θεός άμα την είδε, την εζωντάνεψε και της είπε: «Έλα και συ λιανοπόδαρη, αργοκίνητη, μακροκέφαλη, στραβολαίμα, καμπούρα». Και από τότες η Γκαμήλα περπατάει αργά, έχει στραβό λαιμό και είναι και καμπούρα. [Γκαμήλα= Ως και εν τοις πρόσθεν ειρήται, η Καμήλα έγεινε Γκαμήλα εκ της προσθήκης του ν. της αιτιατικής, τηγ Καμήλα, όπως δια τον αυτόν λόγον έγηνε το τουφέκι ντουφέκι, η Πιστόλα, μπιστόλα, η πουγάνα μπουγάνα, η ουρά νουρά κ.τ.λ. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Μιαν άλλη φορά πάλε εζήτησε ο διάβολος την άδεια από το Θεό να φτιάση ένα ζώο καλλίτερο από το βόϊδι και άμα έλαβε την άδεια, έφτιασε το βουβάλι, δυνατότερο απ’ το βόϊδι και με πλέον δυνατή φωνή, που να τρέμη ο τόπος όταν φωνάζη και με ολόρθα κέρατα και γυρισμένα μπροστά, για να νικάη τα άλλα ζώα. Άμα το είδε ο Θεός και το εζωντάνεψε του είπε: «Έλα και συ μωρέ βουβέ, αλαφροπάτη, και πισωκέρι». Και για τούτο το βουβάλι είναι βουβό, ώστε μόλις ακούγεται όταν φωνάζη, πατάει αλαφρά και έχει τα κέρατα απάνου από το σβέρκο του, για να μη μπορή να κερατίση κανένα ζώο, ή άνθρωπο. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Έναγ καιρό ο Χριστός και ο διάβολος ανταμωθήκανε. Μια ημέρα λέει ο διάβολος στο Χριστό ότι έφτιασε ένα ζώο που κανένα άλλο δεν το πιάνει στημ πηλάλα και αμέσως βγάνει από κάτου από τηγ καπότα του ένα λαγό και τον απόλυσε και έτρεχε πάρα πολύ. Την άλλ’ ημέρα που ανταμωθήκανε πάλε, λέει ο Χριστός του διαβόλου. «Για απόλυσε πάλι εκείνο το ζώο που έφτιασες.» Ο διάβολος απόλυσε το λαγό χαρούμενος και αμέσως ο Χριστός απόλυσε το λαγωνικό που είχε φτιάσει επίτηδες και τον έπιασε το λαγό. Ο διάβολος ελυπήθηκε για τσι ενίκησε ο Χριστός και αμέσως εμάζωξε ούλους τους λαγούς και τους επρόσταξε κάθε νύχτα να βγαίνουνε και ναν του οργώνουν τα χωράφια του, κ’ εκείνους που δε θα πάνε θαν τοις αφήνει ναν τους πιάνουν τα λαγωνικά και την ημέρα ακόμη, αφού τους ξετρουπώνουνε. Για τούτο και οι στρατολάταις (οδοιπόροι), άμα απαντήσουνε στο δρόμο τους λαγό την ημέρα, γυρίζουνε πίσω, γιατί είναι έργο του διαβόλου και η δουλειά τους δε θα πάη καλά. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (27)
Συλλογέας
Κορύλλος, Χρήστος Π. (27)
Τόπος καταγραφήςΑχαΐα, Πάτρα (26)Άδηλου τόπου (1)Χρόνος καταγραφής1918 (1)1910 (26)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.