• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 31-40 από 151

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Άλλοι πάλι ελέαν ότι οι καλόεροι είχαν μάθει ότι πήραν οι Τούρκοι την Πόλι κ(αι) ελέαν ο Θεός είναι μεάλος και η Παναγιά μας αγαπάει και (θ)α μας την δώση πάλι και (θ)α γίνη πάλι ελληνική. Τότε πετάχτηκε ένας όχι καλόερος ένας άλλος και λέει όσο μπορούν τα τηανισμένα αυτά ψάρια ‘α πετάσουν μέσα στο νερό και να καλουμπούν, άλλο τόσο (θ)α ‘ίνη και η Πόλι Ελληνική και αμέσως τα ψάρια πήδησαν κ(αι) επήαν μέσα στο νερό και είναι μέχρι σήμερα. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Το σταυρό του Χριστού τον έχε πάρει μια Οβριά μαζί με τους άλλους δυο σταυρούς α’ο τους ληστές και τους έχε βάλει σε μια χαβούζα και έρριξε κι ά’ο πάνω χώμα κι άμα εσφόγγιζε έρριχτε τα φ’λιά εκειά ήβγε βασιλικός και μοσκοβολά ο τόπος και όλοι παρεξενεύοντο μα είντα (ν)α πουν είχε γεμίσει πολύ μέρος. Τότε ένας άτρωτος πήε κ’ είπε: Η Οβριά ξέρει που’ ναι ο σταυρός. Πήαν και πήραν την Οβριά και την ρωτούσαν αλλά η Οβριά δε μαρτυρούσε και την εφήκαν μέσα κλειδωμένη και νηστικιά, εφτά μέρες έκαμε πεινασμένη και διψασμένη κ’ ύστερα μολόησεν που ‘χε τους σταυρούς. Φκάλαν τους τρεις σταυρούς μα τώρα δεν ξέραν ποιος ήτο του Χριστού, τότε από ‘κειά επέρνα κηδεία και τους πήραν και (βάλαν) κουμπίζουν έναν έναν πα στο νεκρό και στους δυο πρώτους ο νεκρός έμεινε στη θέσιν του μόλις του (=βάλαν) κουμπίσαν τον τρίτο αμέσως ο νεκρός σηκώστη και καταλάβαν πως ήτο του Χριστού και τον φύλαξαν. Πα’ στο σταυρό έχε και δυο καρφιά, το ‘να το βάστα (κρατούσε) ο Άιος Κωσταντίνος η ήτο παντοδύναμος. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Ο Άιος Λιάς ήτο μαζί μ' έναν άλλο προφήτη κ(αι) εκάμναν συντροφιά και παρεξηγούντο ταχτικά κι ο Άιος Λιάς ήτο ψηλά κ' έτσι πως είχαν τη διχόνοια κύλισε μια πέτρα για να χαλασ' το μοναστήρι τ' άλλου κι εκείνος για να μην τον πλακώση κράτησε με τα δυό του χέρια την πέτρα τη μεγάλη και έτσι 'πόμεινε ψηλα ο Άιος Λιάς κ' είναι πάντα ψηλά κι' άλλος δεν ξαναμίλησε 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Κάποιος ήτο στην Πόλι αφ’την Πόλι και ήρτε στο νησί και ύστερα πήρε το δρόμο για το χωριό με το φεγγαράκι πήρε το δρόμο της Πάγκαινας (βορ. Του χωρίου), ήτο φεγγαράδα σαν ημέρα. Όταν έφτασε στου Πουπούρου (βορ. Του χωρ.)γλέπει φώς στο χωράφι του συντέκνου του που ‘χε πεθάνει εδώ κ’ένα μήνα αλλά αυτός ‘έν το ‘ξερε γιατί έλλειπε. Φωνάζει ο νεοφερμένος σύντεκνος. Έ κουμπάρο εδώ είσαι. Έ ‘δώ είμαι λέει ο πιθαμένος. Πηαίνει και καθίζουν μαζί πίνουν κουκουζίνα (ούζο)κάθεται λί’ο κ’ύστερα λέει ο νεοφερμένος ο Πολίτης-έλα σύντεκνε ‘α πηαίνωμε για το χωριό-Πήαινε συ κ’εγώ θα ‘ρτω το πρωί. Έρχεται στο χωριό. Πάει στο απίτι του χτύπα την πόρτα του ‘νοίει η γεναίκα του. Καλώς ώρισες άντρα, τι ώρα ήρτες κ’ήρτες νύχτα. Όχι γεναίκα εγώ ερχόμουνα (ε)νωρίς αλλά βρήκα τον τάδε κουμπάρο και έκατσα λίο μαζί του κ’ήπιαμε και λίη κουκουζίνα κ’έπειτα εγώ έφυα και τον άφησα γιατί αυτός θα ‘ρτη το πρωί. Ποιον είπες άντρα, αυτός είναι ποθεμένος εδώ κ’ένα μήνα, μπα άντρα μου τι λές; Κ’ύστερα που ξημέρωσε κάλεσαν τον παπά και τον πήαν στο μέρος εκείνο που έβγαινε και κάναν τρισάγιο και ησύχασε η ψυχή του, που είχε γίνει βαρδάλακκος. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Πολλοί θωρούν στον ύπνο των βίος, αλλά για να τον εύρης πρέπει ‘ά μην το ‘πής σ’άλλον γιατί άμα το ‘πής (θ)α ‘βρής άλλο πράμα, ούτε κάμνει (ν)α μιλάς. Μια είδε στον ύπνο της βίος, είδε ένα αράπη και της είπε ότι εκειά στο τάδε μέρος έχει βίος και ‘α πάς χωρίς ‘ α μιλήσης. Αυτή ξεκίνησε κ(αι) επήαινε επειδή όμως ήτο βρά’υ και μοναχή γιατί της έχε ‘πη (ν)α πα’ μοναχή, αυτή άρχισε και ετραούδε και όταν έφτασε στο μέρος που της είπε κ’ έσκαψε ηύρε ένα μεάλο χοχλιό της θάλασσας. ΄Ητο από τη βουή που ετραούδει,γιατί δεν κάμνει ‘α κάμης βουή το βίος ξαφανίζεται και μένει άλλο πράμα. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Οι Στρίγγλες βγαίνουσί το βράυ λαο (γ)υρνούσι είναι σαν υπνοβάτες. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Την 'Αιά Καλή την καταράστηκε η Παναγιά, γιατί την εκατηγόρησε πως τάχα έτρωε μετά τη θλίψι που σταύρωσαν το Χριστό, γιατί εί'ε την Παναϊά που μιλούσε μέσα στο σπίτιν της μ' άλλες γεναίκες κ(αι) εκείνη την ώρα η Παναγιά κάτι της δώσαν κ' έτρωε και περνούσε η Αιά Καλή και της είπε : Μάννα είσαι κ' εσύ ο γυιός σου να 'ναι στο σταυρό κ' εσύ στο φαΐ. Τότε η Παναγιά θύμωσε πολύ και της λέει : Αγιά Καλή ως μ' έκαψες πάντα καμένη να 'σαι να μη σου κάνουν εκκλησιά να μη σε λειτουργάνε. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Είχαμε μια εξαέρφη κ(αί) επήε μια μέρα στο Λεντάκι (τοπ.ανατ.)στο χωράφι της κ’ ηύρε σ’ένα τοίχο που το η συκιά της κ’ είχε αρμαθαριές ‘ εμάτο, είχε κ’ έναν όφιο κ’ έβλεπεν τον κ’ είχε πίσω του ένα πιάτο μάλαμα κ’ έκουσε να την φωνάζουν και γύρισε και ‘ πολοήθη, κι όλα χάθησαν α’ ό μπροστά της, έπρεπε ‘ά μη ‘ πολοήθη και (ν)ά στάξη απάνω ‘κειά που τα ‘βλεπε αίμα από το χέριν της 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Μια φορά ένας τσουπάνης ‘κει που ξώμενε στη μάντρα του κ(αι) εκοιμάτο τη νύχτα επαρουσιάστηκε μια ανερά κ(αι) εθάρρε πώς ήτο ο σύντεκνος του και κουβέντιαζαν (η ανερά’ με τον τσουπάνη). Εκεί που κουβεντιάζαν είπε η ανερά. Ας ‘πλώσωμε και το γαδουρινό μας (το πόι) ο κακόμοιρος ο τσουπάνης κατάλαβε τότε πως ήτο η ανερά’ κ’ είπε: Α ο σύχας είσαι (και καλά η ανερά’). 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Μια βολά ηύραν έναν άτρωτο οι ανεράες κ’ έθελαν ‘α τον ρίξουν στη βιστέρνα έπαιραν τον από έ’ώ έπαιραν τον από ‘κεί χορεύκαν τον, αυτός ήτο με θάρρος γιαυτό (δ)εν ερρίξαν τον και χόρευκε κι αυτός καλά, μέχρι που (α)κούει αυτές κ’ έλεαν: Ελάτε ‘α φύωμε λάλησε το κόκκινο πουλί (κόκορας) σε λίο φώναξαν και τ’ άσπρο, ακόμα λίο φωνάζει η άλλη, δεν είναι ακόμα ώρα κ’ ύστερα φώναξαν το μαύρο λαλεί και φύαν χάθησαν και φήκαν τον άτρωτο και (γ)ύρισε στο σπίτι του. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • 6
  • 7
  • . . .
  • 16
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (151)
Συλλογέας
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (151)
Τόπος καταγραφήςΔωδεκάνησα, Χάλκη (74)Νίσυρος, Νικειά (42)Νίσυρος, Εμπορειός (28)Νίσυρος, Μανδράκι (7)Χρόνος καταγραφής
1964 (151)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.