Το σταυρό του Χριστού τον έχε πάρει μια Οβριά μαζί με τους άλλους δυο σταυρούς α’ο τους ληστές και τους έχε βάλει σε μια χαβούζα και έρριξε κι ά’ο πάνω χώμα κι άμα εσφόγγιζε έρριχτε τα φ’λιά εκειά ήβγε βασιλικός και μοσκοβολά ο τόπος και όλοι παρεξενεύοντο μα είντα (ν)α πουν είχε γεμίσει πολύ μέρος. Τότε ένας άτρωτος πήε κ’ είπε: Η Οβριά ξέρει που’ ναι ο σταυρός. Πήαν και πήραν την Οβριά και την ρωτούσαν αλλά η Οβριά δε μαρτυρούσε και την εφήκαν μέσα κλειδωμένη και νηστικιά, εφτά μέρες έκαμε πεινασμένη και διψασμένη κ’ ύστερα μολόησεν που ‘χε τους σταυρούς. Φκάλαν τους τρεις σταυρούς μα τώρα δεν ξέραν ποιος ήτο του Χριστού, τότε από ‘κειά επέρνα κηδεία και τους πήραν και (βάλαν) κουμπίζουν έναν έναν πα στο νεκρό και στους δυο πρώτους ο νεκρός έμεινε στη θέσιν του μόλις του (=βάλαν) κουμπίσαν τον τρίτο αμέσως ο νεκρός σηκώστη και καταλάβαν πως ήτο του Χριστού και τον φύλαξαν. Πα’ στο σταυρό έχε και δυο καρφιά, το ‘να το βάστα (κρατούσε) ο Άιος Κωσταντίνος η ήτο παντοδύναμος.
Τόπος Καταγραφής
Δωδεκάνησα, ΧάλκηΧρόνος καταγραφής
1964Πηγή
Λ. Α. αρ. 2892, σελ. 130 – 131, Άννης Ιω. Παπαμιχαήλ, Χάλκη Δωδεκανήσου, 1964Συλλογέας
Ευρετήριο και είδος πηγής
2892, Αρχείο χειρογράφωνΤύπος τεκμηρίου
ΠαραδόσειςTEXT