• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 151

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Οι Στρίγγλες αυτές βγαίνουν και ‘υρνούν αφ’ της Αιάς Αναστασίας 22 του Δεκέμβρη μέχρι τα Φώτα και αυτές είναι στρίγγλες και βγαίνουν τότε γιατί ‘εννήθηκαν την ώρα που ‘εννήθη ο Χριστός. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Όταν εσκοτώνετο καένας και 'έν του περνούσαν ακολουθία εγίνετο βαρβάλακας. Είχε κάποια γεναίκα κ'εκάετο στους χοχλάκους (δυτ.) κ'εκεί που κάετο σ'ένα μέρο έπεσε ένα ρούτσουνο (μεάλη πέτρα) και την επλάκωσε και απο τότε κάθε μεσημέρι εφώναζε. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Στο Σιεροκρέμαρο (βορ.του Χωρ.) 'έν πααίνομε γιατί εσφαντάζοντο παλιά, είχε πολλά κακά οξωποδύτες και γυρίζαν τα σαούνια των, των αθρώπων άμα πααίναν εκεί. Στο Σιεροκρέμαρο λέμε ότι γίνεται αυτό γιατί εκεί πνίγηκε κάποιο παιί.....Μια βολά ένας άλλος πή'ε 'ά περάση απ'εκεί και του παρουιάστησαν τρία παιάκια το 'να ήτο γυμνό, τ'άλλο με τ'άσπρα κ'ένα με τα μαύρα και ήτο πάνω στο στάβλο ύστερα πήαν στο δρόμο και τον εμπόδιζαν (ν)α προχωρήση του φράσσαν το δρόμο, ο άθρωπος άλλαξε δρόμο κι απο εκεί που πή'ε πή'αν κι αυτά τρείς βολές γίνηκε αυτό κ'ύστερα φύ'αν ήτο το παιάκι που πνίγηκε και βγήκε όξω, η ώρα ήτο έντεκα το μεσημέρι. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Άμα επρόκειτο ‘α πάρουν την Πόλι οι παλιότουρκοι το εκουβεντιάζαν οι καλόεροι κ’ ένας καλόηρος (δ)εν το επίστευκε και οι άλλοι λέαν του: ναι πήραν την. Τότε εκείνος είπε: εγώ δεν το πιστεύκω τότε μόνο ‘α το πιστεύκω άμα ‘δω και φύουν αυτά τα ψάρια απ’ το τηάνι και παν’ στο νερό, αμέσως τα ψάρια έτσι όπως ήτο ήμπαν στη χαβούζα και είναι απ’ τη μια μεριά τηανισμένα. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Ένας ‘ικός μας επαντρεύτη μια καλομοίρα, αυτός κατάφερε και της πήρε την τσίπα της που την είχε αφήσει κ’ έπαιζε τα παιχνίδια, άμα επήρε την τσίπα της (δ)εν εμπόρε η καλομοίρα ΄ά φύη και τον ακολούθησε κ(αι) επήε στον σπίτιν του και την επαντρεύτη. Την τσίπα την είχε κρυμμένη. Όταν επαντρεύτη μετά από κάμποσο καιρό έκαμε παιΐ, το παιΐ της καλομοίρας εμεγάλωνε. Μια μέρα ο πατέρας έλειπε στο μετόχι (εκεί πόχουμε τα χτήματά μας). Λέει τότε η καλομοίρα στο παιΐ της. – Παιΐ μου αν ξεύρης που έβαλε την τσίπα μου ο πατέρας σου ‘ά μου την φανερώσης για (ν)α φύωμε (ν)α πάμε σ’ όμορφο μέρος. Ο άντρας την παράκατσε και την άκουσε που τα ‘λεε μα (δ)εν επρόλαβε το παιΐ και το παιΐ λέει: Μάννα στο τάδε μέρος είναι. Και το βάλε ‘ά πά’ (ν)α της την φέρη. Α πας παιΐ μου ‘ά μου την φέρης εδούα (=εδώ). Πάει το παιΐ την φέρνει της την δίνει και αμέσως μόλις την επήρε στα χέρια της επέτασσε στον αέρα μαζί με το παιΐν της κ’ έμεινε ο άντρας της Καλομοίρας μόνος. Αυτές άμα έχουν αφήση το παιΐν των τότε ‘υρίζουν και φτειάχνουν το σπίτι και φεύγουν, είδ’ άλλως ποτέ (δ)εν ‘υρίζουν στον άντρα των. Άμα την τσίπα την έχει φυλαμένη ο άντρας αυτές ‘εν μπορούν ‘ά φύουν και κάθονται στο σπίτι κ’ είναι καλές γεναίκες, πολύ καλές στον άντρα τους. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Είχα μια κυράτσα και μας έλεε ότι εδούα κάτω στου Κρητικού την Ελιά (νοτ.) έχει μια κρεμάρα (σπηλιά) εκεί εκελλαρώνανε (=αποθηκεύανε) τα συκά. Ο πατέρας της κυράτσας αυτής είχε το κριθάριν του στ’αγγειά μέσα και κάθε Σαββάτο επάαινε ο πατέρας της κ’έπιανε κριθάρι και το ‘φερνε στο σπίτι για να το φρύξη η γεναίκα του και το ‘φερνε στο σπίτι για να το φρύξη η γεναίκα του και ‘ά κάμη την κουμπάνια του σπιτιού. Αυτό ‘είνετο κάθε βολά. Μια μέρα αυτός ‘έν εμπρόλαβε ‘ά ‘ρτη απ’το χωράφι και η γεναίκα του σκέφτηκε επειδή είχε αργήσει ‘ά ‘κείνη ‘ά φέρη απ’τα’ αγγειό το κριθάρι. Πααίνει και θωρεί κ’ήτο τ’αγγειό γιομάτο μέχρι τα χείλη και εκεί που πήε ‘ά πιάη βρίσκει ένα φίδι πρασινοκόκκινο ‘έν το πείραξε το φίδι έκαμε τη βόρτα του κ(αι) εχάθη. Η γεναίκα εθώρε τ’αγγειό που ‘το γιομάτο και λέει : Μπά α’ο που πιάνει το κριθάρι ο άντρας μου αυτό είναι γιομάτο. ΄Επιασε κι αυτή κριθάρι κ’ήρτε στο σπίτι. Το βράυ αργά ήρτε ο άντρας της είδε αμέσως το κριθάρι που ‘φερε η γεναίκα και ‘έν εμίλησε τίποτε. Η γεναίκα του όμως του ‘πε : Άντρα ά ‘ό που πιάνεις κριθάρι και τα’αγγειό μας είναι γιομάτο μέχρι τα χείλη. Εκείνος ‘έν της απάντησε και την άλλη μέρα πάει άντρας και βλέπει τα’αγγειό άδειο, χάσαν το τυχερό γιατί έπρεπε ‘ά παιαίνη ούλο ο άντρας και ‘ά μη λέη τίποτε, όπως και ‘έν εμίλα. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Ο Άϊος Κασσιανός είναι τιμωρημένος απ’ το Θεό και γιορτάζει κάθε τέσσερα χρόνια, γιατί έκαμε παράπονα στο Θεό χωρίς (ν)α ΄χη δίκαιο. Μια βολά εκεί που εκάθετο ο Κασσιανός θωρεί και πααίναν οι άθρωποι πολλά λά’ια και κεριά στον Άϊ Νικόλα ‘υρίζει την κεφαλήν του κι απ’ τ’ άλλα μέρη ‘ύρω, ‘ύρω και θωρεί πως και στους άλλους ά(γ)ιους επάαινε ο κόσμος λαϊα κι άλλα μα ξαναϋρίζει και θωρεί τ’ Άϊ Νικόλα κι όλα του τα κελλιά ήτο ‘έματα από κεριά, λάϊα και λιβάνια. Ο Κασσιανός ζήλεψε και λέει (θ)α πάω στο Θεό (ν)α κάμω παράπονα (ν)α τιμωρήση τους αθρώπους που ‘έν με τιμούν και (ν)α πάρη και τα καλά απ’ τ’ άϊο Νικόλα (θ)α πώ γι’ αυτό είπε με το νουν του γιατί αυτός έχει τα περισσότερα. Έχει βέβαια τα περισσότερα γιατί εμείς όλο αυτόν φωνάζουμε και μας βοηθάει και τον τιμούμε. Πάει μια και δυό στο Θεό : Θεέ μου λέει οι άθρωποι πρέπει ‘α τιμωρηθούν γιατί τιμούν μόνο τον Άί Νικόλα και έχει ένα σωρό πράματα και ‘εν ξεύρει που ‘α τα βάλη. Καλά λέη ο Θεός ‘α φωνάξωμε όλους τους Α(γ)ϊους ‘α φωνάξωμε και τον Άί Νικόλα ‘α δούμε γιάντα αυτός έχει τόσα και γιάντα τον τιμούν οι άθρωποι. Φωνάζει όλους τους Αΐους φωνάζει και τον Άί Νικόλα, μα ο άγγελος που έστειλε ‘α τον φωνάξη ‘’υρισε και είπε στο Θεό : ‘Γώ ‘εν τον βρίσκω. – Να πά’ (ν)α ψάξης παντού και ‘α τον βρής του λέει ο Θεός. Πάει ο άγγελος έψαχνε έψαχνε και τον βρίσκει κ’ έσωζε μέσα στη θάλασσα ένα καΐκι. - Έ του λέει ο Θεός σε θέλει, - Καλά έρχομαι σε λίο τελειώνω. Μετά από λίο πάει ο Άϊ Νικόλας μουσκεμένος με τις αλμύρες - Που ήσουν Νικόλαε λέει ο Θεός – Θεέ μου ήμουν στη θάλασσα έσωνα ένα καΐκι που πάαινε στο μπάτο. Τότε ο Θεός ‘υρίζει και λέει στον Κασσιανό είντα ‘κανες εσύ σήμερα; - Τίποτα Θέε μου. Άλλες μέρες έκαμες τίποτα στους ανθρώπους; - Όχι Θεέ μου ήμουν στον παράδεισο. – Τότε πώς μιλάς έτσι κ’ έχεις και παράπονο, τώρα (θ)α σε τιμωρήσω για να γίνης παράδειγμα, (Θ)α γιορτάζεις κάθε τέσσερα χρόνια μια βολά. Κι από τότε είντα (ν)α πή ο καημένος ο Κασσιανός που ‘εν είχε δίκιο ‘εν μίλησε και από τότε γιορτάζει κάθε τέσσερα χρόνια μια βολά 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Μια φορά ένας άλλος τσουπάνης επήαινε στη τσουπανιά στα ζα σ’ ένα μέρος που ‘χε την μάντρα του στις Μάντρες (δυτ.) στη στράτα που πήαινε του φανερώθηκε μια λούγρα με τα γρουλιά (γουρούνα με τα γουρουνάκια) του παίρει τη στράτα και δεν τον άφηκε ‘α περάση ξημέρωσέν τον, σαν εξημέρωσε έχασέν την από ‘μπρος του. Ήτο έξω απ’ ε’ώ. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Μια γεναίκα εξώμενε στα Λιαδιά (ανατ.) και το βράυ άκουσε απάνω στο ‘ώμα που εμαντιναϊζαν αυτές οι καλομοίρες και η γεναίκα στεναχωριόταν κ’ έλεε μέσα της γιατί ‘εν κάμνει, ‘α μιλάς σου κάμνουν κακό και μέσα απ’ το σπηλάδι της, αφού αυτές μαντιναϊζουν α’ό πάνω αύριο ‘α βρω τα σύκα μου λειωμένα. Σηκώνεται το πρωϊ η γεναίκα και τρέχει επάνω στο ‘ώμα για να ‘δη είντα ‘ινήκασι τα σύκα της. Πααίνει πα’ στο ‘ώμα και ένα σύκο ‘εν είχαν χαλάσει. Αυτές είναι αέρας, και ‘εν τα λειώσαν είναι ελαφριές πολύ και φορούν ωραία ρούχα κ’ είναι πολύ όμορφες και ξελογιάστρες. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Στο Παλιόκαστρο είδασι φλουριά πολλά και χορεύκαν και ύστερα εχάθησαν έπρεπε για να μη χαθούν (ν)α στάξουσι μια στάμπα αίμα για να σταθούσι 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 16
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (151)
Συλλογέας
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (151)
Τόπος καταγραφήςΔωδεκάνησα, Χάλκη (74)Νίσυρος, Νικειά (42)Νίσυρος, Εμπορειός (28)Νίσυρος, Μανδράκι (7)Χρόνος καταγραφής
1964 (151)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.