• Ελληνικά
    • English
  • English 
    • Ελληνικά
    • English
  • Login
Search 
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Search

Show Advanced FiltersHide Advanced Filters

Filters

Use filters to refine the search results.

Now showing items 21-30 of 30

  • Sort Options:
  • Relevance
  • Text Asc
  • Text Desc
  • Time Recorded Asc
  • Time Recorded Desc
  • Results Per Page:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Στην τοποθεσία Πρίνος κάτω από το βουνό Σκλάβος παθαίνουνε πολλοί. Η Λωξάντρα (Αλεξάνδρα Βεντούρη), είναι τώρα πολλά χρόνια, που είπε στον άντρα της: Γιώργη, εγώ θα πάω στον Πρίνο, να ‘ρθης κ’ εσύ να συκολοήσωμε (= να μαζέψωμε τα σύκα). Παίρνει αυτή το παιδί και τσοι γαδάροι και πάει στον Πρίνο. Ήτανε βράδυ στο βασίλεμα του ήλιου. Είχε μαζέψει ένα πανέρι σύκα κ ηπερίμενε τον άντρα της να πάη. Εκείνος ήργησε κι όντες επήαινε ήτανε σκοτεινά. Και του ‘πενε να στρώσωμε επαδά να κοιμηθούμε. Το μέρος αυτό είχε πολλή σκνίπα. Λέει του άντρα της: «Γιώργη, πάμε πέρα στου Κεμπάκη τη μάντρα να κοιμηθούμε πάνω στο δώμα;» Λέει: πάμε. Κ’ ηπήανε κ’ ηστρώσανε πάνω στο δώμα. Μόλις ηκοιμηθήκανε, αυτή είχε και το παιδί της στην αγκαλιά και το βύζανε. Τότες την αρπά ένα χέρι από τα μαλλιά την τραβά και την κρεμνά στην άκρη στο δώμα. Αυτή δε μπορούσε να μιλήση. Μέσ’ στα πολλά, εξύπνησε ο άντρας της, την είδε. Αυτή του κάνει νόημα να φύγουνε γρήγορα. Την κατεβάζει από το δώμα και έρχονται στο χωριό. Όντες ήρθανε στο χωριό ήτανε μεσάνυκτα. Στο δρόμο ακολουθούσε αυτός και την εφοβέριζε να μη μιλήση. Στου Γλεντέ τον ποταμό αυτό το κακό πράμα εσταμάτησε κι ανέβηκε στο βουνό. Εκεί παρουσιάζεται σαν τράγος κ’ ήσκασε με μια βοή. Τον κρότο τον ήκουσε κι ο άντρας της. Μετά από λίγο το παιδί της απέθανε. Αυτή δε αρρώστησε κ’ έμεινε ένα μήνα στο κρεββάτι. Έπεσαν και τα μαλλιά της. Εκάλεσαν τον παπά – Γιώργη κ’ ηπήαινε κάθε βράδυ και της ήκανε εξορκισμό. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1963)
Thumbnail

Στους Αγίου Αναργύρους (εκκλησία μέσα στο χωριό) πρι να βγη η πεντάλφα (η πεντάλφα ήταν ένα σταυρουδάκι από κερί και το βάζανε στο στόμα του πεθαμένου), ήτανε Ανεράϊδες και είχανε πλώσει τα ρούχα τως εκεί χάμω που ήτανε νερό αμπουρδέχτης (= λάκκος μεγάλος με νερό). Μια γριά επέρασε από ‘κει να πάη στα θέρητα που θερίζανε. Ήτανε νύκτα και οι Ανεράϊδες κοιμούντανε και δεν την είδανε. Αφού ηπέρασε την ηπήρανε χαμπάρι, αλλά πλια εξημέρωνε, είχι περάσει η ώρα του κακού και δεν την ηπειράξανε. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1963)
Thumbnail

Στο Κλήμα είναι η σπηλιά του γέρω Πουλούδη. Εδωνά στη Χρυσοπηγή (εκκλησία μέσα στο χωριό) ήτανε η γριά Σοφούλα. Ήτονε μαμή. Επήγαν τη νύχτα και τση χτυπούνε. Λέει, ποιος είναι; Άνοιξε της λένε, κοιλοπονά η γυναίκα. Εκείνη σηκώθηκε τότε κι άνοιξε. Αυτός την πήρε κ΄ έφυγε. Στο δρόμο που πήγαινε κάτω στση Βιτώριας τον ποταμό. Αν είσαι τυχερή και κάμη ασερνικό το παιδί μου, χαράς στη μοίρα σου. Αυτή εκατάλαβε ότι δεν επήγαινε σε καλό μέρος, αλλά δεν μπορούσε να κάμη τίποτε. Αυτός την πήγε στη σπηλιά του Κλημάτου. Αφού έφτασε εκεί, εκοιλοπονούσε η γυναίκα. Η μαμή εφοβότανε γιατί είδε πως ήτο κακό μέρος. Όταν η γυναίκα ήκαμε το παιδί, ο άντρας την ρώτησε. Τι παιδί ‘ναι; Λέει αυτή, ασερνικό, το παιδί ήταν θηλυκό πιάνει από τη τσέπη της ένα κεράκι κ’ έκαμε το σημάδι του ασερνικού παιδιού και το τύλιξε. Τα σεντόνια που ‘χανε στο κρεββάτι τα εγνώρισε πως τα είχαν κλέψει από τσοι Γεννάτες (=τοποθεσία μέσα στο χωριό κάτω από τους μύλους). Τα είχαν αφήσει εκεί όξω τη νύχτα και τα εχάσανε. Αυτή λοιπόν τα γνώρισε. Εβούτησε το χέρι της στο αίμα που γέννησε η γυναίκα και εσταμπάρισε τα σεντόνια. Αμέσως εβιαζότανε να φύγη γιατί η καρδιά της έφευγε από το φόβο. Είχε ξεκλωνιαστή. Πρι φύγη ο άντρας από τη χαρά του που ‘καμε ασερνικό παιδί της γέμωσε την ποδιά της. Αυτή η μαμή, ενόμιζε πως ήτονε φυλλοκρόμμυδα. Στο δρόμο που ερχόντανε μαζί με τον άντρα, αυτή τα ‘βγαζε κρυφά από την ποδιά της και τα πετούσε. Ενώ την έφερε στο σπίτι κ’ εμπήκε μέσα, από το φόβο της εκλείστηκε καλά. Έβαλε από πίσω από την πόρτα την κλισάρα και τη σκούπα. Αυτός από τη χαρά εγύρισε γλήγορα στο Κλήμα. Εξετύλιξε το παιδί να το δη. Βλέπουνε λοιπό ότι τση γέλασε η μαμμή και ότι δεν ήτονε ασερνικό το παιδί. Αμέσως γύρισε πίσω κ’ ήρχε (ήλθε) και της χτυπούσε την πόρτα. – Κερά μαμή, κερά μαμή, κερένιο ήταν το πουλί» (=το πέος). Αυτή μέσα είχενε ξεκλωνιαστή (είχε τρομάξει), της χτυπούσε την πόρτα, αλλά η καλή τση τύχη που φώναζε κείνη την ώρα ο κόκκορας. Έτσι λοιπό αυτός ήφυε. Λέει τση: έπρεπε να μην είναι η ώρα κοντή. Αυτή τότε έπιασε την ποδιά της κ’ ετίναξε την ποδιά της κ’ έπεσε ένα φλουρί. Λέει: Α, δες τι μου ‘χανε δώσει κ’ εγώ τα πέταξα. Αυτή η γυναίκα που γέννησε ήτονε Ανεραϊδα. Την άλλη μέρα λοιπόν ευρήκανε στσοι Γεννάτες τα σεντόνια. Οι Ανεραΐδες τα επήγανε εκεί που τα βρήκανε και ήτονε ματωμένα. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1963)
Thumbnail

Μια γυναίκα μια φορά βγήκε από το Κάστρο νύχτα, ενόμιζε πως ήτονε μέρα γιατί το φεγγάρι είχε πολύ χαμηλώσει. Επήγαινε να φέρη από το Γεωργιλά (=είναι εκεί πηάδι). Όταν εκατέβαινε στο Χρυσόστομο (=εκκλησία στην θέσιν Κάμπος του χωριού) είδε πως είχανε πιάσει χορό οι Ανεραΐδες. Κουμπάει κ’ εκείνη το σταμνί της χάμω, γδύνεται ολόγυμνη και πιάνει στο χορό μαζί με τσ’ Ανεραΐδες κ’ εχορεύανε. Τση λέγανε τραγούδια, παλιόλογα. «Τέτοιο διάβολο διαβόλου, τέτοιο διάβολο δεν είδα. Την επερνούσανε πως ήταν άντρας, τα βυζιά της τα ενόμιζαν πως ήταν αρχιδια. Ενώ εφώναξε ο κόκκορας την παραιτήσαν κ’ εφύγανε. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1963)
Thumbnail

Ο Φίλιππος ήταν άγιος άθρωπος. Είχε δυό βούδια και έσφαξε το ένα τη βραδυά του Αγ. Φιλίππου κια το μοίρασε στους φτωχούς. Το πρωΐ εγύρισε πάλι στη μάντρα κι' ευρήκε το ζώο ζωντανό. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1963)
Thumbnail

Κλαψοβούνι (είναι το βουνό που ευρίσκονται οι ανεμόμυλοι). Λένε πως εδώ, στην Κίμωλο εκατοικούσαν παλιά Σιφνοί, που ήσαν εξόριστοι από την Σίφνο. Αυτοί που ήσαν εξόριστοι εδώ ανεβαίνανε πάνω στο Κλαψοβούνι κ’ εκοίταζαν τη Σίφνο, την πατρίδα των, κ’ εκλαίγανε περιμένοντας να περάση ο χρόνος της εξορίας των για να γυρίσουν στη Σίφνο. Έτσι ονομάσθηκε το βουνό Κλαψοβούνι. Εμείς τώρα το λέμε Ξαπλοβούνι. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1963)
Thumbnail

Η κατσίκα είναι πονηρό ζώο. Είναι κατηραμένη από το Χριστό γιατί τον κουτούλησε. Την ώρα που γεννιότανε πήε ένα αρνάκι, ένα βούδι και ένα κατσίκι. Το αρνάκι και το βούδι τον αχνίζανε, η κατσίκα τον κουτούλησε. Τότες ο Χριστός το αρνάκι και το βούδι τα ευλόγησε. Είπε του προβάτου. Εσύ θα είσαι η ζωή του ανθρώπου. Στην αγελάδα είπε να κρατή τα τέκνα της στην κοιλιά της εννιά μήνες. Το δαμαλάκι όταν γεννηθή φωνάζει μα, παρά ένα ψηφίο να πη μάνα. Στο κατσίκι το καταρήστηκε και γιαυτό όταν κοιλοπονά φωνάζει. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1963)
Thumbnail

Μια γυναίκα επήγε στο πηγάδι. Εκεί παρουσιαστήκανε δώδεκα άθρωποι. Και της ζητήσανε νερό. Ανέβασε τη σίγκλα κ’ήπιε ο πρώτος. Πάλι ξανανεβάζει πίνει κι ο άλλος. Στον κάθε ένα έχυνε το νερό και ανέβασε καινούργιο νερό. Την πρώτη την αρώτησαν. Είναι καλός ο Μάης. Λέει αυτή : Καλός κι όμορφος με λουλούδια. Ο Γενάρης; Λέει αυτή κι αυτός καλός κι όμορφος. Με την σειράν την ερώτησαν για όλους τους μήνες κι αυτή έλεγε ‘’πως ήταν καλοί κι όμορφοι και χαριτωμένοι. Λένε τότε αυτοί : ‘’Κυρά μου, τι χάρι να σου δώσωμε; Λέει αυτή ‘’Δε θέλω τίποτα’’. Μετά ήρθε στο πηγάδι μιαν άλλη μέρα άλλη γυναίκα. Έρχονται οι δώδεκα, την παρακαλούν να τους δώση νερό. Λένε της : είναι καλός ο Μάης; ‘’Λέει αυτή ‘’Κακό χρόνο να’χη που μας κάβγει’’. Το ίδιο εκατηγόρησε όλους τους μήνες. Τότε οι μήνες επιάσανε κ’εβάλανε στο τσιουβάλι της γριάς φίδια και της είπανε, Κυρά μου να μην το λύσης το τσουβάλι παρά όταν θα πάς στο σπίτι σου. Αυτή ενόμιζε πως της βάλανε λεφτά. Όταν ήνοιξε το σάκκο, εβγήκαν τα φίδια και την πνίξανε. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1963)
Thumbnail

Ο βραχνάς καθίζει τη νύχτα τα μεσάνυχτα στο στομάχι. Ένας μου αδερφός εκοιμήθηκε μεσημέρι στην εξοχή. Μια στιγμή αιστάνθηκε που δεν μπορούσε να μιλήση. Του είχε καθίσει στο στομάχι. Είδε σαν στ' όνειρο ένα κοντακιανό, με μανιάτικα ρούχα (προς το ανοικτό καφέ χρώμα) σκουφάκι και με γένεια. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1963)
Thumbnail

Όταν ήμουνα μικρή ήμουνα στο καίκι του πατέρα μου.΄Όταν επερνούσαμε κοντά στον Κάβο Ντόρο (Σούνιον) ήπιασε φουρτούνα ''χάση κόσμο'' δηλ. Μεγάλη. Ήτανε μεσάνυχτα. Εκεί επαρρησιαστήκανε απάνω στ'άρμπουρα και στα παννιά φωτιές, τις λέγανε κωλοφωτιές. Εγώ ερώτησα τον πατέρα μου τι είναι και μου είπε πως είναι τελώνια. Μ'ένα μαυρομάνικο μαχαίρι έκαμε ο πατέρας μου σταυρό στον αέρα και είπε και κάτι λόγια και αμέσως ησβήσανε οι φωτιές. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1963)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3

Browse

All of the Digital RepositoryArchive & CollectionsPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitlesThis ArchivePlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitles

My Account

Login

Discover

Type
Παραδόσεις (30)
Collector
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (30)
Place recorded
Κίμωλος (30)
Time recorded
1963 (30)
Contact Us | Send Feedback
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.