• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 16

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Ο Βαρυχνάς είναι ένα ξωταρικό με κόκκινο φέσι στο κεφάλι τσαι πα' τη νύχτα τσαί πιάνει τον άθρωπο αφ' το λαιμό τσαι πολεμά να τον πνίξη. Ο άθρωπος πολεμά να φωνάξη για να τον βοηθήσουν μα δεν μπορεί. Γυρεύγει να κινήση τα χέρια του τίποτε. Όποιος μπορέση τσαι κινηθή τσαι του πάρη το φέσι το κόκκινο γίνεται πλούσιος, γιατί είναι γεμάτο λίρες. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1962)
Thumbnail

Ήτανε ένα παλληκάρι κι ηρχούντανε αφ’ τα λουτρά. Ερχούντανε νύχτα, στου Καλογέρου τηγ κουντουριδιά, εκεί άκουσε, που ερχούντανε από πάνω ένα ποτάμι, τραγούδια, φασαρία είχαμε και παιγνίδια. Αυτός κρύφτηκε για να μη τον δούν στο τέλος, αφού πέρασαν τα παιχνίδια και ο κόσμος στο τέλος είχε μια κόρη και κρατούσε ένα παιδί και μια γριά από πίσω, μόλις ήρταν κοντά λέει αθρωπινό κριάς μυρίζει να του φτύσω, λέει όχι να τομ πάρουμε να σηκώνη το παιδί μου. Τον επήραν και του δώσαν το παιδί να το βαστά, η γριά τον ελυπήθη και του ‘πε μόλις θα μποδοξαρώνη θα του λες αρνί κουκλί και κείνος δεν θα μποδοξαρώνη. Εφτάσαν στου Άϊ – Αποστόλους εκεί ήταν χαλάσματα χορεύγαν του λέει η γριά όση ώρα χορεύγαν θα σε ρωτούν άσπρο πετεινός ή μαύρος (εσύ θα έχης σηκώση να χορέψης τη νύφη και κείνοι θα σε ρωτούν άσπρος πετεινός για μαύρος κι ώσπου θα ΄ναι νύχτα θα λες μαύρο, και όταν (θα αρχίση) παίρνει να ξημερώνη θα σηκωθής πάλι να χορέψης τη νύφη και θα σου λέν άσπρος πετεινός για μαύρος, θα λες άσπρος και θα τραβήξης το δαχτυλίδι, που θα φορή η νύφη. Αφού έφεξε αφού είχε πάρει ο άθρωπος το δαχτυλίδι, ήρτε ένα τουλούμι και μάτζεψε τα σφαντάσματα όλα και χωνέψαν μέσα σε μια χαλικουριά και χάθησαν. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1962)
Thumbnail

Άμα ‘θελε να πάη ο άντρας νύχτα στο σπίτι για ν’ ανοίξουν άφηνε τα παπούτσια έξω από το σπίτι για να μην μπουν οι μελιγκάνες (νεράϊδες, κακές) για να βλάψουν το μωρό τσαι τη μάνα. Να μην της αλλάξουν το παιδί τσαι της δώσουν κανένα μελιγκανάκι. Μόλις ήθελε να βουτήξη ο ήλιος, τότε κλειδώναν τις πόρτες για τις μελιγκάνες. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1962)
Thumbnail

Φαντάσματα: Μια φορά ένας άθρωπος επήε στο γιαλό να πιάη καένα ψάρι. Τα μεσάνυχτα έκατσε να φά' και 'κεί που 'κατσε να φά' εκατήβαινε α(π)ό πάνω ένα απολάρικο (εκείνα τα παιδιά που πεθαίνει αβάφτιστο) και εφώναζεν που απάω που απάω, άμα επήε κοντά στον άθρωπο που 'τρωε, εφοήθη ο άθρωπος κι έπιασε μ' ένα μαχαίρι μαυρομάνικο και του 'δωκε ένα κομμάτι ψωμί με το ζερβό το χέρι (που'ν το χέρι της καρδιάς) και 'εν του 'καμε τίποτε. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1962)
Thumbnail

Στημ περιοχή Βάσταγα των Νενήτων, υπάρχει ένας τρούλλος γεμάτος με πέτρες, λένε, οτι ήθελαν εκεί να κτίσουν την Παναγία, που ήταν και είναι στ' Αγρίδια, αλλά η Παναγία, δεν ήθελε να την κτίσουν εκεί απάνω στα Βάσταγα γιαυτό τη νύχτα χάλασε τα θεμέλια πούχαν φιάσει και με τήμ ποδιά της έρριξε πέτρες και έγινε αυτός ο τρούλλος, ενώ την ίδια μέρα βρέθηκαν και θεμέλια κάτω στ' Αγρίδια. Ήθελα να την κτίσουν εκεί γιατί την εκκλησά επειδή ήταν στη θάλασσα την κλέβγαν κλέφτες, αλλά η Παναγιά δεν ήθελε και έτσι ξανακτίστηκε στο παλιό το μέρος και λέγεται Παναγία η Αγριδιώτισσα. Ώ Παναγία των Αγριδιών πούσαι κάτω στα όρη που 'ρταν και σε πάτησαν του καραβιού οι μώροι. Πως δεν τους εκοντάρεψες και πάν μαλαμορφωμένοι; 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1962)
Thumbnail

Ένας ναύτης ταξίδευε μέσα στο καράβι, ήπιασε φουρτούνα. Τον ναύτη τον αρπάξαν τα κύματα. Ύστερη οι άλλοι που τον ήχασαν του ηγυρέβγαν τσι τουν ηύραν στου σπίκιν τους, βρεγμένο. Τουν είδαν οι δικοί του, τουν ηρώτηξαν πως ηυρέθης ιδώ έτσι βριγμένους. Είπ' αυτός, οτι ήταν η φουρτούνα πολλή ετσείνη την ώρα, φώναξε του Άη Νικόλα τσι αχωνίς τον είδε μπροστά του, τσι τον ήρπαξε απ' τη θάλασσα τσ' ηυρέθη στο σπίκιν τους 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1962)
Thumbnail

Ήτανε κάτω από το νήσκιο και κοιμόντανε. Ξυπνώντας βλέπει τρία κορίτσια κι ηρχόντανε η μια φορούσε θαλασσί με άσπρο τουλουπάνι, η άλλη κόκκινο και η άλλη κίτρινο. Της είδε κι ηρχόνταν το μεσημέρι μέσα απ’ τη Λαγκαδιά! (εκεί έχει και νερό) κυνηγώντας η μια στην άλλη και χαθήκαν μες στα κλαδιά. Τα πόδια τους ήτανε μακρυά και ο ένας ο δάκτυλος ήτανε εμπρός τα πίσω (ο μεγάλος δάκτυλος). 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1962)
Thumbnail

Ο αρχηγός το με(γ)άλο ξωταρικό το λένε Δάκτυλα. Ο Δάκτυλας έγινε απο το μικρό Δακτύλι ενός αθρώπου που το 'κοψε τσαί δεν πήγε να το παραχώση πούετε, αλλά το άφησε τσι αυτό στοίχειωσε, τσαι βγαίνει μ'άλλα ξωτερικά αργά το βράδυ τσαί χορεύγουν στημ πλατεία με όργανα. Έναν μια φορά τον βρήκε ξωταρικό, ο Δάκτυλας τσαι τον επαίδευγε, αλλά αυτός τομ παρακολούθησε τσαι είδε, ότι πήγε σε μια χαλικουριά, ετσεί που είχε τσαι έβαλε φωτιά τσαι τον έκαψε. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1962)
Thumbnail

Ήταν μια κι είχε μια νύφη, την εσήκωσε, πριν λαλήσουν οι πετεινοί άκραγα, επήε να ταϊση τα ζα, λοιπός, άμα επήε μες την απλάδα είδε και βαστούσαν χορό την επήραν και ‘κείνη μαζί στο χορό, την εξεντύναν την εκάναν γυμνή και την επήραν και εχόρευγε και ‘κείνη μαζίν των. Εχορεύγαν, ώστε που κράξαν οι πετεινοί, τι πετεινός έκραξε, ο «ρούσος», μετά ξανακράξαν οι πετεινοί, λέει τι πετεινός κράζει, λέει «δίκαστρος» (το λυρί διπλούν) λέουν, όπου φύει, φύει τώρα. Λοιπός, τα μαζεύγαν, άλλες παίρναν καζάνια γιατί ευτές τα μαγειρεύγουν κι όλας και άλλα πράγματα έφυε και κείνη και πήε σπίτιν της. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1962)
Thumbnail

Ο Άης Ισίδωρος έκαμε να βγάζουν οι σχίνοι το μαστίχι. Είναι ο μάρτυρας της Χίου. Αυτόν τογ κυνηγούσαν οι ειδωλολάτραι για να τον πιάσουν τσαί ο Άης Ισίδωρος πήε τσι έκατσε σ’ ένα σχίνο από κάτω τσι όπως ήταν ακουμπισμένος έτρεξε το δάκρυ του στο δέντρο τσι έγινε το μαστίχι. Άλλοι πάλι λένε, ότι ο Άης Ισίδωρος καθόταν στον δέντρο τσαί τσεί είχε βγάλει ένα μαχαιράκι τσαι σκάλιζε το δέντρο τσαι βλέπει τσι έτρεχε, αλλά (δ)εν έπηζε, λέει : «Θέε μου κάνε το να πήξη το δάκρυ του δέντρου» τσι έπηξε τσαι πήρε ο Άης Ισίδωρος τσαι θούμιασε. Άλλοι λένε, ότι ο άγιος έκλαψε τσι αφ’ το δάκρυ του φύτρωσε ο σχίνος. Από τσεί που πέρασε ο Άη Σίδωρος μόνον ετσεί γίνεται το μαστίχι 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1962)
  • «
  • 1
  • 2
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (16)
Συλλογέας
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (16)
Τόπος καταγραφήςΧίος, Μεστά (5)Χίος, Πυργί (4)Χίος, Άγιον Γάλα (3)Χίος, Βολισσός (2)Χίος, Κουρούνια (1)Χίος, Νένητα (1)Χρόνος καταγραφής
1962 (16)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.