• Ελληνικά
    • English
  • English 
    • Ελληνικά
    • English
  • Login
Search 
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Search

Show Advanced FiltersHide Advanced Filters

Filters

Use filters to refine the search results.

Now showing items 1-10 of 74

  • Sort Options:
  • Relevance
  • Text Asc
  • Text Desc
  • Time Recorded Asc
  • Time Recorded Desc
  • Results Per Page:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Άμα επρόκειτο ‘α πάρουν την Πόλι οι παλιότουρκοι το εκουβεντιάζαν οι καλόεροι κ’ ένας καλόηρος (δ)εν το επίστευκε και οι άλλοι λέαν του: ναι πήραν την. Τότε εκείνος είπε: εγώ δεν το πιστεύκω τότε μόνο ‘α το πιστεύκω άμα ‘δω και φύουν αυτά τα ψάρια απ’ το τηάνι και παν’ στο νερό, αμέσως τα ψάρια έτσι όπως ήτο ήμπαν στη χαβούζα και είναι απ’ τη μια μεριά τηανισμένα. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Μια φορά ένας άλλος τσουπάνης επήαινε στη τσουπανιά στα ζα σ’ ένα μέρος που ‘χε την μάντρα του στις Μάντρες (δυτ.) στη στράτα που πήαινε του φανερώθηκε μια λούγρα με τα γρουλιά (γουρούνα με τα γουρουνάκια) του παίρει τη στράτα και δεν τον άφηκε ‘α περάση ξημέρωσέν τον, σαν εξημέρωσε έχασέν την από ‘μπρος του. Ήτο έξω απ’ ε’ώ. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Μια βολά είχε πέσει μια οργκή στον τόπο μας, είχαν πέσει τσιτσίκοι και μας είχαν καταστρέψει, τότε φέραν φάρμακα α'ο τη Ρόδο, υποχρέωσε ο Δήμαρχος κ(αι) επήραν ολόκληρα σακκιά φάρμακο κια το ρίξαν πέρασαν πολλές μέρες κι οι τσιτσίκοι 'εν έφευγαν. Τότε λέει ο παπάς : 'Α πά 'α φέρωμε την Παναϊά (τη Σκιαενή, 8 Σεπτεμβρίου. Ευρίσκεται στο χωριό Απολάκια της Ρόδου). Πήαμε κ(αι) εφέραμε την και αμέσως έκαμε το θάμα της, το πρωί ήρταν α'ό τη θάλασσα ίσα με εκατό γλάροι και δεν εφήκαν τίποτε μέχρι 24 ώρες. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Μια την είχαμε μαμμή στο χωριό κ’ ήρταν δυό ανεράες κ’ ένας άντρας και την επήραν στην Τραχιά (ανατ.) κ(αι) επήραν τη μαμμή και λευτέρωσε την ανερά σε μια κύφη (=σπιτάκια με ξερολίθους). Η μαμμή εφόρε μια πο(γ)ιά (=ποδιά) και της έδωσε κρομμύδα ήρτε η μαμμή εις την όξω Τραχιά και είπε: Κρομμύδια θα παίρω και τα πέταξε. Εμπλέξαν μερικά στην ποϊά της. Ήρτε στο χωριό και εί(δ)ε αυτά που ‘πομείναν και ήτο φουντουκλιά (=φλουριά) κι αϊκωσταντινάτα. Άμα ξημέρωσε έστρεψε στην Τραχιά να τα ‘βρη αλλά δεν τα βρε. Το πρωΐ μας τα ‘πε ότι: οψαρκά (εχθές αργά την νύκτα) με πήραν στην Τραχιά οι ανεράες και λευτέρωσα μιαν ανερά και μου ‘ιμώσαν την ποϊά μου κρομμυδόφυλλα ‘(γ)ω τα πέταξα στην όξω Τραχιά και ‘κείνα που ΄μείναν στην ποδιά μου ήτο φουντουκλιά (= είδος νομίσματος) κι αϊκωσταντινάτα. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Τον γκαιρό που κυνηυούσαν οι Οβραίοι το Χριστό ηύρεν μια μάντρα ομπρός του (ο Χριστός)κατσίκες και προάτες νεκατερές.Ο Χριστός επήεν και φυλάχτην στης κατσίκας το βυζί,η κατσίκα εφοήθηκε τους Οβριούς μην τηνε σφάξουν και μολοηγησέν τον τον Χριστό.Έφυεν ο Χριστός από της κατσίκας το μαστάρι (το βυζί) κ(αι) επήεν στο βυζί της προάτας η προάτα είπε όταν την εχαλάσαν (εσφάξαν)οι Οβριοί να φήκουν το βυζί της απάνω σε μια πέτρα,αυτό το’πε επειδής ήταν ο Χριστός μέσα,να πάη τα’αρνίν της να βυζάνη που ‘το μικρό.Έτσι ο Χριστός γλύτωσε κι’άμα γλύτωσε ο Χριστός είπε την ευκή : Ν αβρέχη και να φωνάζη η κατσίκα,η προάτα να αθνίζη (να βγάζη καπνό) 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Μια βολά δεν έχει πολύ καιρό που ε'ίνετο τούτο, μια 'υναίκα ήτο γκαστρωμένη κ' ήτο στας ημέρες της και εσκέπτετο που 'λειπε ο άντρα της πως (θ)α πήαινε στη Ρόδο (ν)α 'εννήση, γιατί εδώ πρώτα τίποτα 'εν είχαμε, κεί που στεναχωριάζετο κ(αι) εσκέπτετο φέρναν την Παναϊά και περνούσαν την αφ' το σπίτι της, αυτή έκαμε τότε τον σατυρόν της κ' είπε : Παναγιά μου βοηθησέ (ν)α καλο'εννήσω και (θ)α φκάλω τ' όνομα σου. Το βράυ 'κείνο αμέσως και (θ)α φκάλω τ' ονομά σου. Το βράυ 'κείνο αμέσως πιάαν την οι πόνοι κι αμέσως 'εέννησε χωρίς τίποτε πόλυ εύκολα και έκαμε το χρέος της, το παι(δ)ί που (γ)εννήθη το 'φκαλε Σκιαενή (κ)αι επήε μετά και προσκύνησε στη Μεγαλόχαρη. Η Πανάϊα, Μεγάλη η χάρι της, κάμνει κ' έκαμε πολλά θάματα. (Παναγία η Σκιαενή, 8 Σεπτεμβρίου. Ευρίσκεται στο χωριό Απολάκια της Ρόδου). 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Πριν πολλά χρόνια είχε ένα τσουπάνη αυτός ου τσουπάνης εκάθετο του Άϊ Ζαννιού τους θόλους ήτο πέντε αδερφοί και είχαν κ’ ένα ξένο τσουπανάκι κ’ έπαιρε τα μικρά όχι τις μάννες και τα έβοσκε εκεί κοντά στου Άϊ Ζιάννη, αλλά εκεί κοντά είχε ένα με(γ)άλο γκρεμάρι και ελέαν το Σκυλλόγκρεμνο (δυτ. Της νησ.) Μια μέρα ήτο βροχές κ’ έχασε τ’ αρνιά ο βοσκός και νυχτιάστηκε ‘α πά’ (ν)α φέρη στα αφεντικά του. Τ’ αφεντικά ‘ευρέψαν το τσουπανάκι (ν)α ‘δούν που βρίσκεται. Επήαν κ’ ηύραντο κοντά στο κρεμάρι (κ)αι εκάθετο κ(αι) έκλαιε και λέουν του : Είντα που ‘χεις και κλαίς. Ήμπαν τ’ αρνιά όλα μέσα στο κρεμάρι. Έλα (ν)α πάμε στον Άϊ Ζιάννη και μη πής τίποτα στη μάννα μου. Αφού πήαν κ(αι) εφάαν η μάννα ερώτησε το μικρό. Είντα που ‘χετε και νυχτιάστητε και ‘ργήσητε (ν)α ‘ρτήτε. Λέει της αυτός έχασα τ’ αρνιά κ’ ήμπαν όλα μέσα στο κρεμάρι. Λέει του αυτή. Χάζου κοίταζε κακόμοιρο μην το πής στα παιά μου ώσπου (ν)α ξημερώση ‘α ‘ούμε πάς και βγαλομέν τα. Κείνοι εθέκαν κ’ αυτοί ήμπε στην εκκλησά και μετάνοιζε όλη τη νύχτα. Κ(αι) έλεε : Άϊ Γιάννη μου και φκάλετα όξω μην πάουν τα παιά μου και γκρεμίσουν και ‘αρε τα μισά όσα ‘ναι. Εσηκώστησαν το πρωί νυχατά τα παιϊά της κ(αι) επήαν κ(αι) επήε και ‘κείνη μαζί. Πήαν και ‘εν τα βρίσκαν στο κρεμάρι και ‘ρχήσαν και κλαίαν ώχου γκρέμισαν τ’ αρνιά μας. Τότε των είπε η μάνα ελάτε (ν)α πάμε στη μάντρα ‘α (δ)ούμε αν ηύβγαν κ(αι) επήαν. Επήαν εις την μάντρα κ’ ηύραν τα όλα εκεί ‘α τότες λέει η μάννα στο πρώτο της υιό : Μουρέ τ’ αρνιά να τα βουλώσης τα μισά να τα ‘ώκης στο Άϊ Ζάννη γιατί τα ‘ταξα που μετάνοιζα να τα φκάλη οψάρκα 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Στον Άι Φανούρη κάμνομε τη φανουρόπιττα για τη μάννα του, γιατί ήτο αμαρτωλή για να της εσυχωρούν. Η μάννα τ' Άϊ Φανούρη ήτο πολύ κακιά σ' όλα της τα χρόνια μόνο μια κλωστή είχε δώσει κ' ηύρεν την στο κάτω κόσμο. Άμα απόθανε κ(αι) επήε στο κάτω κόσμο την βάλαν στη κόλασι, ο γυιός της όμως που 'το καλός άτρωπος της λυπότανε κ' έκαμε την πρώτη πίττα για να συχωρέσουν της μάννας του κ' ύστερα με την πίττα αυτή που έφτειαξε και με την κλωστή που 'χε δώση η μάννα του την τράβηξε και την έφκαλε απ' την κόλασι και την έβαλε στον παράδεισο. Τη φανουρόπιττα τη φτειάνομε με αλέυρι, ζάχαρι και λάδι. 'Μεις άμα θέλουμε τίποτε (ν)α δούμε ή άμα χάσωμε τίποτε και θέλομε (ν)α το 'βρούμε λέουμε : Άι Φανούρη μου φανέρωσε μας το και 'α κάμω την πίττα της μάννας σου. Κ' ύστερα κάμνομε την πίττα. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Οι γκάες έρκουντο την αποσπερινή του Χριστού ώσα με τα Φώτα. Οι γκάες ήτο με μούτρα άσκημα κι ορτά τα μαλλιά των, αναμαλλιάριες, μαύροι, το πρόσωπο των ήτο με μαλλιά τα βόντια των ήτο μεάλα, ήτο ψηλοί αλλά μαύροι και τα πόια των ήτο πολύ μεάλα και το σώμα τω(ν) μεάλο. Ο γκάς πέβγαινε τη νύχτα κ(αι) εφώναζε τα ονόματα των δυναικών, εκείνες όταν εποκρίνοντο έπαιρε ικείνος την εμιλιά των. Γιαυτό δενν εποκρίνοντο τα βράυ. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Παλιά όποιος πέθαινε όξω ή με φυσικό θάνατο ή σκοτωνόταν ή ότι άλλο πάθαινε και πέθαινε βαρδαλάκκιαζε γιατί έφευγε ο άθρωπος που τον εύρισκε που 'το πεθαμένος και πάαινε ο διά(β)ολος (ο αντίχριστος, ο σατανάς, ο έξω απο 'δώ) κ'έβγαινε και 'ύριζε γιαυτό οι άντρες κρατούσασι μαυρομάνικο μαχαίρι άμα βγαίναν το βράδυ όξω μόλις το θωρούσαν οι βαρδαλάκκοι χανόντουσαν. Ο Βαρδάλακκας φανερώνετο στο χωριό κ'έκαμνε πολλές ζημιές. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 8
  • »

Browse

All of the Digital RepositoryArchive & CollectionsPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitlesThis ArchivePlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitles

My Account

Login

Discover

Type
Παραδόσεις (74)
Collector
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (74)
Place recorded
Δωδεκάνησα, Χάλκη (74)
Time recorded
1964 (74)
Contact Us | Send Feedback
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.