• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Login
Search 
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Search

Show Advanced FiltersHide Advanced Filters

Filters

Use filters to refine the search results.

Now showing items 1-10 of 394

  • Sort Options:
  • Relevance
  • Text Asc
  • Text Desc
  • Time Recorded Asc
  • Time Recorded Desc
  • Results Per Page:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Μέσα στην τρύπα του σπηλαίου του Σεντόνη μπήκε μια νύχτα ένας κλέφτης. Βαστούσε μαζύ του ένα κλεμένο πρόβατο και τον ακολουθούσαν δυο σκύλοι. Σαν μπήκε στο σπήλαιο, έσφαξε το ζώο, το έγδαρε, άναψε φωτιά κι άρχισε να το ψένη στη σούβλα. Σε λίγη ώρα όμως, να και βγαίνει από της σπηλιάς το βάθος ένα παιδάκι ολόγυμνο. Σιμώνει στη φωτιά να ζεσταθή κι αρχίζει να κουβεντιάζη με τον κλέφτη. – Ποιος είσαι, μπάρμπα; Τον ρωτάει. – Ο «Κυργιαπατός» μου, (ο εαυτός μου), απάντησε αυτός. – Δος μου και μένα, μπάρμπα, κρέας, του λέει ύστερα. – Άμα ψηθή, του αποκρίνεται ο κλέφτης. Μα το παιδί άρχισε να κλαίη, κι ο κλέφτης, επειδή δεν μπορούσε να το ακούη, έκοβε και του έδινε κάθε τόσο ένα κομμάτι κι ας ήτανε μισοψημένο. Το παιδί το έτρωγε αμέσως, ώσπου στο τέλος τούφαγε όλο το αρνί και ζητούσε ακόμα. – Δος μου, μπάρμπα, κρέας! Φώναζε και ξαναφώναζε. Ο κλέφτης κατάλαβε τότε πως το παιδί εκείνο ήταν ξωτικό ή διάβολος. Περνάει λοιπόν στη σούβλα την προβιά από το αρνί κι αρχίζει να την γυρίζη στη φωτιά. Το παιδί έκλαιγε και φώναζε πάντα: - Δος μου, μπάρμπα, κρέας!... Ο κλέφτης σαν ψήθηκε η προβιά καλά, του δίνει άξαφνα μια μ’ αυτή στο κεφάλι, πηδάει όξω από τη σπηλιά και φεύγει. Σαν βγήκε ο κλέφτης από την τρύπα, έτρεξε κατά το χωριό. Το παιδί βγήκε κι αυτό έξω από το σπήλαιο κι όλο έκλαιγε και τσίριζε: - Ώχ! Ώχ! Μ’ εχτύπησαν! Απέναντι από το σπήλαιο, σε 2 – 3 μιλίων απόστασι, είνε του Γαβριλιού το φαράγγι. Το φαράγγι αυτό είνε κατοικητήριο των δαιμόνων. Καθώς λοιπόν περνούσε ο κλέφτης από κοντά, άκουσε μεγάλο θόρυβο, και ξεχώρισε μάλιστα μια φωνή να λέη: - Ποιος σε χτύπησε, μωρέ; - Ο Κυργιαπατός μου! αποκρίνεται το παιδί. – Α, σαν χτυπήθηκες μοναχός σου, ίντα να σου κάμω εγώ! Του ξανάπε η φωνή. Τότε το παιδί κατάλαβε τι εσήμαινε η λέξις «Κυργιαπατός μου» και απάντησε αμέσως: - Με χτύπησε ο μπάρμπας που έψηνε κρέας στην τρύπα, και να τος που πάει κάτω τρεχάτος. Την ίδια στιγμή ο κλέφτης άκουσε ένα τρομερό βουητό μέσα στο φαράγγι, κρότους από αλυσσίδες και μια φωνή δυνατή να λέη: - Απάνω του, μωρέ! Ο κλέφτης πηδάει τους γκρεμνούς και φεύγει – φεύγει. Οι σκύλοι του όμως στέκουν, αλυχτούν άγρια και εμποδίζουν τους διαβόλους να τον πλησιάσουν. Σε λίγη ώρα όμως σκάει ο ένας σκύλος του από τα γαυγίσματα. Και, λίγο παρακάτω, σκάει κι ο άλλος. Έτσι οι δαιμόνοι, όσο παν και φτάνουνε τον κλέφτη. Μα τη στιγμή αυτή λαλάει άξαφνα ένας κόκορας. Στέκουν τότε οι διαβόλοι για μια στιγμή και διστάζουν. Ο αρχιδιάβολος όμως φωνάζει με τη στριγγιά φωνή του: - Κόκκινος πετεινός ήτανε και μη στέκεστε. Απάνω του! Ξαναρίχνονται κοντά του οι διαβόλοι και πρώτος απ’ όλους ο αρχιδιάβολος με το δικράνι του. Εδώ τον έχουν να τον πιάσουν, εκεί τον έχουν να τον πιάσουν, ώσπου λαλάει άξαφνα ο μαύρος πετεινός. Τότε τα στοιχειά γύρισαν πίσω στο φαράγγι σκούζοντας: - Αχ, μωρέ χαμένε, τη γλύτωσες! Να συχωράς το μαύρο πετεινό πούκραξε, αλλοιώς θάσουνα τώρα πνιγμένος! Αυτή την ιστορία την λένε στην Κρήτη για να δείξουν ότι ο κλέφτης δεν χορταίνει ποτέ, όσο κι αν φάη, γιατί οι σύντροφοί του οι δαιμόνοι κάθουνται κοντά του και του τρώνε το ψητό. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Ένας άλλος αναγνώστης μας επίσης, ο κ. Αλ. Ζώτος, σιδηροδρομικός, μας αποστέλλει ένα θρύλον που έχει ως αφορμήν την ειδικήν νηστείαν των Αρμενίων εις ωρισμένην περιοχήν της ηρωϊκής πατρίδος των. Μας υπογραμμίζει επίσης και περικοπάς αγίων γραφών δια ν αμας αποδείξη ότι ο θρύλος έχει πλήρη ιστορικήν βάσιν. Μας γράφει, οπωσδήποτε, ότι ένα άγιος διδάσκαλος της Αρμενίας, Σέργιος ονόματι, είχεν έναν ευφυά σκύλον που τον ωνόμαζε Αρτχβούρτζι. Επροπορεύετο πάντοτε ο έξυπνος σκύλος εις κάθε μέρος όπου επρόκεται ο άγιος κύριος του να διδάξη. Μόλις οι κάτοικοι του τον έβλεπαν, αμέσως συγκεντρώνοντο εις την πλατεία του χωριού, αναμένοντες να φθάση ο διδάσκαλος δια να ακούσουν το κήρυγμά του. Μια ημέρα εν τούτοις που ο άγιος Σέργιος έφθασεν εις ένα από τα πιο αγαπημένα μέρη είδε ότι κανείς δεν τον επερίμενεν. Ανησύχησεν, υπέθεσε μήπως αμαρτωλός δισταγμός, άρνησι προς το θείον κήρυγμά του, είχε βασιλεύσει στις ψυχές των κατοίκων του μέρους. Εζήτησεν αμέσως να μάθη ακριβώς τι συνέβαινε. Οι κάτοικοι μόλις τον είδαν έσπευσαν όπως πάντοτε να του ζητήσουν να διδάξη, βεβαιώσαντες ότι αν δεν ήσαν έτοιμοι όπως άλλοτε, τούτο οφείλεται διότι ο τετράπους πρόδρομος του αυτήν την φοράν δεν είχε φανή. Καταστεναχωρημένος, αφού εκήρυξε τον θείον λόγον, διέταξε και έγιναν έρευναι. Στο τέλος ανεκαλύφθη τι είχε συμβή. Ο κακόμοιρος Αρτζβούρτζι είχε κατασπαραχθεί από θηρία. Ο Σέργιος ελυπήθη σφόδρα, τόσον ώστε διέταξε σε πένθος εις τους πιστούς του και νηστείαν. Πρέπει, είπε, να τιμώμεν τους συνεργάτες μας, οποιοιδήποτε και αν είνε. Το θέλημα εξεπληρώθη, και όπως ο αναγνώστης μας βέβαιοί, έκτοτε τηρείται εις τους πιστούς Σεργίου Αρμενίους η νηστεία και το πένθος εις ωρισμένην εποχήν του έπους! 

Άγνωστος συλλογέας (1937)
Thumbnail

Παράδοση 

Άγνωστος συλλογέας
Thumbnail

διάτανος, ο διάβολος, σατανάς (λέγεται αντί του “διάβολος”, ως και μακραπέδος και μακρανάνας) 

Άγνωστος συλλογέας
Thumbnail

Καταχανάδες στην Κρήτη λένε τους Βρυκολάκους. Τον παληό καιρό μάλιστα οι Κρητικοί πίστευαν πως άμα ένας νεκρός θαβότανε σε αλαφρά χώματα, που δεν τον βάραιναν, <καταχάνευε>, βρυκολάκιαζε δηλαδή. Επειδή δε μια φορά και έναν καιρό <καταχανεύανε>πολλοί πεθαμένοι, γι αυτό φέρανε χώμα από τον Άγιο Τάφο, το ρίξανε απάνω στα νεκροταφεία και έτσι δεν βρυκολάκιασε πειά κανένας. Επίσης και οι παπάδες είχαν συνήθεια τον παληό καιρό, άμα πέθαινε κανείς, να χαράζουν απάνω σ’ένα βήσαλο()κεραμίδι) έναν σταυρό ή πεντάλφα. Το κεραμίδι αυτό το απάνω στο στήθος του νεκρού, έτσι δεν μπορούσε να <καταχανέψη>. Κάποτε είχε βρυκολακιάσει ένας νεκρόςε θαμένος στο σημοκκλήσι του Άι- Νικόλα, στην Άξο. Το μνήμα του ήταν κάτω από ένα δέντρο που το λένε <τραμύθια>Πολλές φορές οι χωριανοί είχαν δή τον <Καταχανά>αυτό να κάθεται απάνω στην πλάκα του τάφου του και να <τσαγκαρεύη>(μπαλώνη) τα <στιβάλια >του, επειδή φαίνεται έκανε μεγάλους δρόμους και του ξεσχιζόντουσαν. Η δουλειά του, κάθε βράδυ που έβγαινε από το μνήμα του, ήταν να πνίγη τα νειόπατρα αντρόγυνα, να φοβερίζη τους διαβάτες και να κάνη όλον τον κόσμο να τρέμη. Όταν έπαιρνε τους δρόμους, όσα όρνια ή σκυλιά ή ζώα συναντούσε ψοφισμένα μπροστά του, όλα τα σήκωνε και τα’ανάσταινε. Αυτά τότε τον ακολουθούσαν από πίσω και γινόταν μεγάλο κακό. Συνήθιζε σε ακόμα ο Καταχανάς αυτός να μπαίνη στα σπίτια από τις <ανηφοράδες>(καπνοδόχους), να χύνη τα φαγητά από τα τσουκάλια και να τα μαγαρίζη. Πολλές φορές, το καλοκαίρι, μήνα Αύγουστο, τον άκουγαν οι αμπελουργοί, που φύλαγαν τα’αμπέλια τους, να γυρίζη μεσάνυχτα στο μνήμα του και να τραγουδάη. Μια φορά μάλιστα τον άκουσαν να λέη τραγουδιστά : -Από το Χουδέτσι έρχομαι και ει(μια κουρασμένος, κι ένα <ανδρόυνο>έπνιξα <συνορο(βλοημένο> (νειόπαντρο). Ετσι στο τέλος, απαυδισμένος πειά, ο κόσμος αποφάσισε να τον ξεκάνη. Αλλά πώς; Μέσα στο μνήμα του δεν τον βρίσκανε. Πήγαν και βρήκαν τότε έναν παληό <σύντεκνο>(κουμπάρο), που ήταν <αλαφρόστρατος>(αλαφροίσκιωτος)και σαν αλαφρόστρατος, μόνον αυτός μπορούσε να δή πότε έμπαινε και πότε έβγαινε ο Καταχανάς στο μνήμα του. Πήαγανε λοιπόν, νύχτα ακόμα, πριν ξημερώση, και λειτουργούσανε στο ρημοκκλήσι του Άι-Νικόλα. Ο αλαφρόστρατος σύντεκνος καθόταν απέξω κι έβλεπε πότε θα γυρίση ο Καταχανάς που έλειπε. Έξαφνα, σε μια στιγμή τον είδε απάνω στο μνήμα του να τσαγκαρεύη..Αμέσως έκανε νόημα στους άλλους χριστιανούς, που ήσαν μέσα στην εκκλησιά και στον παπά, που στέκοταν έτοιμος με τα Άγια Μυστήρια στα χέρια. Έτρεξαν όλοι τότε με τον παπά εμπρός, κατά το μνήμα. Ο Καταχανάς, που κατάλαβε αμέσως τι του είχαν σκαρώσει και ποιος του έκανε την <μπρουσκάδα> (ένεδρα)αυτή φώναξε: -Άχ αφέντη, σύντεκνε, τι μου έκανες! Και αμέσως πέταξε στον προδότη του το τσαγκαροσούφλι που κρατούσε και εμπάλωνε και του έβγαλε το δεξί μάτι. Μα επειδή την ίδια στιγμή έφτασε και ο παπάς, ο Καταχανάς έτρεξε και χώθηκε μέσ’ στο μνήμα του. Ο παπάς στάθηκε τότε απάνω στο μνήμα, με τα Άγια στο χέρι, και είπε δυνατά: -Πάντων ημών, μνησθεί, Κύριος ο Θεός! Αμέσως την ίδια στιγμή ακούστηκε μέσα στο μνήμα ένας χτύπος τόσο δυνατός, που ταράχτηκε όλος ο τόπος! Είχε σκάσει ο Καταχανάς! Ανοίξανε τότε το μνήμα του, κοίταξαν μέσα και είδαν τον Καταχανά με πρόσωπο ζωηρό και ροδοκόκκινο σαν να κοιμόταν. Μα ήταν πειά πεθαμένος. Τον έσχισαν αμέσως και του έβγαλαν την καρδιά του, που ήταν σαν σταμνί γεμάτο αίμα, από εκείνο όπου έπινε και ζούσε. Του διάβασαν ότι χρειαζόταν και τον ξανάθαψαν και από τότε δεν ξαναφάνηκε πειά! Οι Καταχανάδες καμμιά φορά παίζουνε και λύρα. Πολλοί <αλαφροί>είδαν έναν Λαγουδομιχελή που πέθανε και καταχάνεψε, να βγαίνη από το μνήμα του, να κάθεται απάνω και να παίζη λύρα. Τον βούλωσαν με του Σολομώντα τη σφραγίδα (πεντάλφα), μα τίποτε δεν του εκάνανε. Και τότε φέραν χώμα από τον Άγιο Τάφο, το ρίξανε επάνω στον τάφο του και έτσι πιά ησύχασε. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Στ' Αληκιανού υπάρχει σήμερα μια μεγαλοπρεπής εκκλησία του Τίμιου Σταυρού. Η εκκλησία αυτ΄γη ανέκαινίσθη τα τελευταία χρόνια. Προηγούμενα ήταν μια μικρή παληά εκκλησούλα θαυματουργή. Κάποτε πέραστκοι απ' εκεί έκλεψαν τον Σταυρό και του αφήρεσαν τα πολύτιμα αφιερώματα των ευλαβών Χριστιανών. Στις 13 Σεπτέμβρη, παραμονή του εορτασμού, ο ιερεύς του χωριού δεν ήθελε να λειτουργήση και πανηγυρίση η εκκλησία εξ αιτίας της φρικτής ιεροσυλίας. Τη νύκτα ο παπάς άκουσε μια μεγάλη βοή και πήγε στην εκκλησία να προσευχηθή και βλέπει το σταυρό στη θέσι του. Μια καλόγρηα ονειρεύτηκε τον τόπο που είχαν κρύψη τα κλεμμένα αφιερώματα. Πραγματικά πήγαν μέχρις εκεί και ευρήκαν μόνον κάτι “σιδερικά” των αφιερημάτων.Από τότε ο Σταύρος θεωρείται θαυματουργός και κάθε 14 Σεπτεμβρίου γίνεται μεγάλο πανηγύρι στο συρρέουν πλήθος κόσμου. Ακόμη πολλοί ασθενείς θεραπεύονται. 

Άγνωστος συλλογέας (1939)
Thumbnail

Επί τινός των κλιτύων του όρους Τελεθρίου εκτεινομένης ΒΔ τούτου υπάρχει επιμήκης σειρά λευκών λίθων, μακρόθεν φαινομένη ως σειρά εφίππων φουστανελλοφόρων βαδιζόντων κατά παραγωγήν. Ταύτην οι περίοικοι ονομάζουσι “συμπεθερικό”/. Περί αυτής φέρεται η ακόλουθος παράδοσις. Απ' το Παλιοχώρι επάιρνανε μνιά νύφ 'ςτουν Άη Γιάννη. Όταν ξεκίνησ' το συμπεθερικό, επήραν τα προικιά κι άδειασ' ούλο το σπίτι. Μαζί ερχόταν κ' η μάννα της νύφης. Όντας φτάσαν 'ςτ' Αγιαννιώτικο, γυρίζ' η νύφ' και λέει της μάννας της “μάννα, ξέχασαμ' τον τρουβιά”. Η μάννα της κακοφάνηκε και της λέει, “ούλες σ΄οι πίκρες, κόρη μ' για τον ντρουβιά τανε; Τρουβιάδες να γίνητ' και σύ και το συμπεθερικό σ'. Και αμέσως γινήκαν ούλοι τρουβιάδες. Σημ. Παλιοχώρι, χωριόν του δήμου Αιδηψίων, ου σήμερον σώζονται ελάχιστα ερείπια. Άη Γιάννης : χωρίον του δήμου Ιστιαίων. - Τρουβιάς = λεία λίθινη σφαίρα, δι ής οι ποιμένες τρίβουσι το άλας, όπερ προσφέρουσι κατ' Αύγουστον εις τα ποίμνια. 

Άγνωστος συλλογέας (1914)
Thumbnail

Ένα Πλωμαρίτικο καίκι (απο την Μυτιλήνη, ταξίδευε τη νύχτα με φεγγάρι. Ήτανε γαλήνη και τα πανιά του καικιού ρίχνανε τον ίσκιο τους στα ήσυχα νερά. -Αι απο το καίτς. Ποιοι είσαστε σείς; ρώτησε ο καπετάνιος. -Πλουμάρ' καίτσ, είπε ο ναύτης που φύλαγε στην πλώρη. -Ντα έχετε μέσα; -Γαιδούρια τσ' έναν παπά. -Γαιδούρια σείς γαιδούρια μείς. Όρτσα σείς, πόντζα μείς, φώναξε ο καπετάνιος. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Οι άλλοι μήνες εξώδεψαν ότι είχαν μαζεμένα κι άμα έρθη ο Μάρτης σώνουνται ούλα και τότε του λένε πως αυτός τα σωσε ούλα και τον κρεμάνα. Όταν τον κρεμάνε κλαίει κι όταν τον ξεκρεμάνε γελάει. (Άλλα αίτια της αστασίας του Μαρτίου βλ. Εν Πολίτου Παραδ. αρ. 990 κε.) 

Άγνωστος συλλογέας (1916)
Thumbnail

Ο Άρκον έναν καιρόν άρθεπος κ’ έτον Βασίλ εκούει έναν ημέραν ατός εξέβεν σ’έναν κερας απάν κ’έτρωγεν κεράσια. Ο Χριστόν κά(λ) σείτ εδεβέννει απ’εκές είδεν ατόν απάν είπεν <Σύρον κ’εμέν ολίγα>. Άρκον να εσώρεψεν ένα δύο έφαγεν έφαγεν και τα κουκούτσεατουνε εγόμενεν απές σο μαντήλν ατ’κ’έσυρεν αυτόν. Σ’εκείν απάν ο Χριστόν εκαταρέθεν τι είπεν οι του Άρκον να (γ)ίνεσαι τη ανθρωπίαν να μη εγνωρίγης, ε(γ)εντον Άρκος ερρούξεν σα ρασία. (Άρκον=ζώο ή Άρκτος, άρθεσος=άνθρωπος, Βασίλ=ωνομάζετο Βασίλειος, κέρας=δένδρο κερασιά, σείτ= εν ώ, εκές επερνούσεν απ’εκεί ο Ι.Χριστός, ένα δύο=μερικά, κουκουτσεατουνε=τους πυρώνας των κερασιών, απές=μέσα τη, απάν= τούτου ένεκεν, εγνωρίζεις= να μη γνωρίζης, ρασία=διαταγή) 

Άγνωστος συλλογέας
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 40
  • »

Browse

All of the Digital RepositoryArchive & CollectionsPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitlesThis ArchivePlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitles

My Account

Login

Discover

Type
Παραδόσεις (394)
Collector
Άγνωστος συλλογέας (394)
Place recordedΆδηλου τόπου (129)Ρόδος (40)Ήπειρος (30)Θεσσαλία (25)Κρήτη (24)Αρκαδία, Κυνουρία, Καστρί (17)Κρήτη, Σφακιά (16)Πόντος, Οινόη (10)Πελοπόννησος (8)Αθήνα (7)... View MoreTime recorded1970 - 1972 (1)1960 - 1969 (3)1950 - 1959 (3)1940 - 1949 (1)1930 - 1939 (113)1920 - 1929 (52)1910 - 1919 (25)1900 - 1909 (41)1891 - 1899 (21)
Contact Us | Send Feedback
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.