• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Login
Search 
  •   Homepage
  • Search
  •   Homepage
  • Search
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Search

Show Advanced FiltersHide Advanced Filters

Filters

Use filters to refine the search results.

Now showing items 1-10 of 57

  • Sort Options:
  • Relevance
  • Text Asc
  • Text Desc
  • Time Recorded Asc
  • Time Recorded Desc
  • Results Per Page:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Όταν χορεύουν με τα ταβούλια, πηγαίνει ο διάβολος και λέει του μπροστινού στο αυτί πως χορεύει πολύ ωραία και τον θαυμάζουν όλοι. Εκείνος τον παίρνει απάνου του και δε θέλει να βγη από το χορό. Οι άλλοι που καρτερούν να χορέψουν μπροστά για ναν τους θαυμάσουν και αυτούς, τα κορίτσια ιδίως, πηγαίνουν να πιαστούν μπροστά και εκεί πιάνονται και σκοτώνονται. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Ο γάιδαρος απο όλα τα φορτηγά ζώα είναι ο ευτυχέστερος, διότι δεν τον ευνουχίζουν (μουνουχάνε) ή σπανιώτατα. Όταν θα γκαρύξη, πάει ο διάβολος και του λέει στ'αυτί: ''Εψόφησαν η γαιδάραις ούλαις!> Τότε αρχίζει τους Θρήνους ο γάιδαρος γκαρύζειν. Hαα-hααα-hααα,άγουν άχ! Άχ! Μετ'ολίγον του λέει πάλιν στ'αυτί ο διάβολος : <Απόμεινε μνιά για σένα!> Τότε, συγκεκινημένος ο γάιδαρος, ρωτάει ''αμπού, αμπού, αμπού> Και ο διάβολος του λέει: <Πάμε να στη δείξω>ότε ο γάιδαρος απο τη χαρά του κάμνει : hα, hα, hα, hα... 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Επί της μεσημβρινής πλευράς του φρουρίου των Πατρών υπάρχει εντετοιχισμένος κορμάς μετα κεφαλής αρχαίους μαρμαρίνου ρωμαικού αγάλματος, φυσικού μεγέθους. Το άγαλμα τούτο ο λαός τα’ονομάζει Πατρινέλλαν, λάμιαν δεηλ. Η οποία την νύκτα ζωντανεύει και περιφέρεται εις την πέριξ συνοικίαν και φωνάζεικαι τρομάζει τους κατοίκους εκεί και τους τυχόν διαβάτας, χωρίς να βλάπτη κανένα πιστεύεται μάλλον ότι φυλάττει την πόλιν. Ως κατόσαν εγνώσθη, οι θόρυβοι και αι φωναί της Πατρινέλλας ήταν (έργον προτοκτικών ανθρώπων. Γείτονες, καλλιεργηταί Μποστανίαν, λαχανοκήπων δηλ. εις τους οποίους εκαλλιέργουν και πεπόνια, χειμωνικά (καρπούζια), μελιτζάναις κ.τ.λ δια να φοβίσουν τους νυχτοκλέπτας γείτονας, οίτινες τους ηφάνιζον, οι οποίοι μαθόντες δι’ επιτηδείων διαδόσεων των κηπουρών ότι η Πατρινέλλα καταιβαίνει από το κάστρο και γυρεύει τη φαμελιά της για ναν την ξεχτίση από το κάστρο και ναν την πάη στο σπίτι της, δεν ετολμούσαν όχι μόνον να κλέβουν πλέον, αλλά και από τα σπίτια τους να βγούν την νύχτα. Το τοιούτον μοι διηγήθη κατά την παιδικήν μου ηληκίαν επιζών γέρων εκ των απογόνων την καλλιεργητών των μποστανιών και εν τη συνοικία εκείνη κατοικών. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Μια φόρα ένα καΐκι σ’ ένα ταξείδι το έπιασε φουρτούνα και εκινδύνευε να πνιγή. Ο Πλοίαρχος είχε μέσα στο καΐκι το εικόνισμα του Αγ. Νικολάου και του έκαιγε πάντοτε καντήλι. Επειδή δε, ένεκα της φουρτούνας, εχύνετο το λάδι από το καντήλι, ο πλοίαρχος έλεγε στο παιδί του καϊκιού να προσέχη να ρίνη ολοένα λάδι, για να μη σβήση το καντήλι. Μετά από πολύν όμως αγώνα μετά των κυμάτων, το καΐκι δεν εβάσταξε κ’ εναυάγησε και το πλήρωμα ευρέθη εις την θάλασσαν. Ενώ δε όλου εκολύμβων εν οίς και ο πλοίαρχος, δια να σωθούν, είδον την εικόνα του Αγίου επιπλέουσαν. Ο πλοίαρχος διευθύνεται αμέσως προς αυτήν και την πιάνει. Όταν εξήλθεν εις την ξηράν, λέγει του Αγίου : «Κερατά, εγώ σου έρριχνα λάδι όσο είχα για να μας γλυτώσης και τώρα όπου εναυαγήσαμε, μου βγήκες απάν’ απάνου για να γλυτώσης. Έτσι είσαι; Τώρα καρτέρα.» Και άναψε φωτιά και τον έκαψε. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Η γριά κυρούλα μας, (μάμμη), όταν μας εμάλωνε μικρά παιδιά που είμαστε, γιατί επερπατάγαμε τη νύχτα άφοβα, μας έλεγε ότι υπάρχουν στοιχειά και πρέπει να μαζωνόμαστε νωρίς στο σπίτι και για να μας βεβαιώση, μας εδιηγήθη ότι το μεγάλο παιδί της, το καλό, επότισε το χωράφι τη νύχτα και εκοιμήθηκε εκεί και τη νύχτα το βάρεσε το στοιχειό και ήρθε στο σπίτι με τρομερούς πόνους και σε τρείς ημέραις επέθανε, με ούλα τα ξόρκια που του κάμαμε. Άλλο. Εδώ εις τη μεγάλη Κουφάλα της Εκκλησίας, κοντά στο σπίτι μας, είναι ένας αράπης με μια μεγάλη τσιμούκα και κάθεται και φουμάρει και όποιον θέλει από τους διαβάταις τον τρώει. Άλλο : Στο λεύκο (βρύση) μια γρηά με μεγάλα δόντια ‘σά λανάργια (που ξένουν τα μαλλιά) και με μαλλιά ως τα πόδια της, ανεβαίνει στη βρύση και χτενίζεται από το βράδυ έως το πρωί και όποιον ιδεί τον τρώει. Όταν την ερωτήσαμε αν τρώνε, αλήθεια τα στοιχειά, ,μας είπε : < Άμ πως δεν τρώνε, μάλιστα εκείνο του Αι-Γιώργη, στην Καμάρα κ’εκείνο του Καμουτσαργιού (βρύση), ταχτικά ετρώγανε κ’επέρνανε τον Κουλουράκο, (χωρικόν αλαφροίσκιωτον που έβλεπε τα ξωτικά) αλά μπράτσο και επηγαίνανε συργιάνι και όποιον ηθέλανε τον εβαρύγανε, (τον έτρωγαν). Εμείς τα παιδιά απαντάγαμε πολλαίς φοραίς τον Κουλουράκο μοναχόν, χωρίς να βλέπουμε στοιχειά. Όταν κανένα από εμάς δεν εσκιαζότανε, επάταγε το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του Κουλουράκου και ήβλεπε τα στοιχειά κι από την τρεμούλα του τον ξεπάταγε. Άλλο :Ο γέρω Λάντας επήγε μια ημέρα στο διάσελο (Διάσκελον) για ξύλα και εκεί που τα έκοβε άκουσε εβαρύγανε η Νεράιδες ταβούλια κ’εκεί που αγκρομαζότανε, ήρθε ένας ανεμοστρούφουλας και τον άρπαξε και τον έρριξε κάτου από το βράχο και για τούτο τον βλέπεται που είναι Στραβοσάγωνος. Μια άλλη φορά το στοιχειό της Παναγίας (εκκλησίας του Λειβαρζίου)το στοιχειό της Κερέσοβας (γειτονικού χωρίου) και της Αγίας Τριάδος (διαλελυμένης γειτονικής μονής) ετσακωθήκανε κ’εβάλανε στοίχημα να πάνε να φέρουν ξύλα πολλά και ν’ανάψουνε μια μεγάλη φωτιά για να γείνη ένας μεγάλος Φούντουκλας, και να τον πηδήσανε και όποιος δεν τον πηδήση να σταθή ναν τον φάνε τα άλλα και έτσι το χωργιό του ποτές να μη μεγαλώση.Τούτο το παραδεχτήκανε και τα τρία. Το Λειβαρζινό στοιχειό της Παναγίας ήτανε το μικρότερο και επειδή δε θα μπόρηγε να πηδήση τη φωτιά, είπε στα άλλα : ‘’Καθένας μας να πάη χωριστά για ξύλα ‘’. Και αφού το παραδεχτήκανε τα άλλα, εκείνο αντίς να πάη για ξύλα, επήγε πηλάλα και ηύρε τον Κουλουράκο, το φίλο του και του λέει :’’Στη στιγμή να πάς στο σπίτι σου και να γιομίσης το ντουφέκι σου καλά με το ζερβί σου χέρι και με το ζερβί σου πόδι να ξεκινήσης να πάς να σκαλώσης στο δέντρο της Παναγιάς (όπερ υφίσταται και σήμερον) κ’ εκεί να φυλάς γιατί εγώ έβαλα στοίχημα με το Κερεσοβίτικο και με της Αγίας Τριάδας τα στοιχειά να πηδήσουμε ένα μεγάλον φούντουκλα και όποιος δεν τον πηδήση να στέκη ναν τον φάνε τα’άλλα και το χωργιό του να μη μεγαλώση απ’ότι είναι τώρα. Είπε δε του Κουλουράκου : ‘’Eγώ θα είμαι λιάρο σκυλί, της Αγίας Τριάδας μπαρδαλό μικρό βόιδι και το Κερασοβενό μεγάλο βόιδι, μισό άσπρο και μισό πράσινο, και όταν ιδής ότι εγώ δεν θαν τον πηδήσω το φούντουκλα, θα σημαδέψης το Κερεσοβινό με το ζερβί σου μάτι και θα τραβήξης το σκαντάλι με το ζερβί σου χέρι και θαν του ρίξης και θα σου ειπή εκείνο βάρει τ’άλλη! Κ’ εσύ θαν του ειπής : ‘’Μια φορά μ’εγέννησ’η μάννα μου και μια φορά βαρώ’’. Έτρεξε ο Κουλουράκος ο καυμένος και όπως του είπε έκαμε και εσκάλωσε στο δέντρο. Το Λειβαρζινό στοιχειό επήγε, εμάζωνε τα ξύλα και επήγανε κοντά στο δέντρο όπου ήτανε ο Κουλουράκος. Επήγανε και τα άλλα δύο με τα ξύλα και τα’ανάψανε ούλα κ’έγεινε ένας μεγάλος φούντουκλας κ’εκεί που ήσαντε έτοιμοι να πηδήσουν, λέει το Κερασοβινό στοιχιό ‘’Ανθρωπινό αίμα μυρίζει’’. Πηδάει πρώτο της Αγίας Τριάδας κ’επέρασε το φούντουκλα. Έτσι και το Κερεσοβινό. Τότες ήρθε η αράδα και του Λειβαρζινού και καθώς επήδησε, έπεσε μέσα στη φωτιά. Αμέσως το Κερεσοβινό στοιχιό έτρεξε ναν το φάη αλλά το Λειβαρζινό λέει του Κουλουράκου ‘’βάρει! Κομμός στα χέργια σου’’, και αμέσως ο Κουλουράκος του ρίχνει και το στοιχειό εποδοκυλιώτανε χάμου σα γαιδούρι και φωνάζει του Κουλουράκου : ‘’Ρίξε κ’άλλη’’ (Γιατί τότες θα εγιατρεύστανε από τη λαβωματιά και θα έτρωγε τον Κουλουράκο), αλλά εκείνος του αποκρίθηκε : ‘’Μια φορά μ’εγγένησε η μάννα μου και μια φορά βαρώ’’ (κατά που ήτανε διαταγμένος) κ’έτσι εψόφησε το Κερεσοβινό κ’εγλύτωσε το χωργιό μας, το Λειβάρζι και στην Κερέσοβα από τότες δεν εχτίστηκε ούτε ένα καινούργιο σπίτι και από όσαις φαμελιαίς ήσαντε δεν αυγατήσανε, γιατί ένας γεννιέται κ’ένας πεθαίνει. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Τον τζουρλά (ποιμενικόν αυλόν) τον έφτιασε ο διάβολος, για να διασκεδάζη, από καλάμι και δεν πρέπει γι’ αυτό να τον βαρούν τα μεσάνυχτα, γιατί μαζόνουντ’ οι διαβόλοι και χορεύουν. Ο Χριστός τότε, για να ταπεινώση το διάβολο, έφτιασε την τζαμάρα (είδος φλογέρας, μήκους μέτρου περίπου εκ διατρήτου βλαστού Κουμαργιάς, ως επί το πολύ), με πολλή δυνατότερη φωνή από τον τζουρλά. Ο διάβολος εφτόνεψε και για ναν της χαλάση τη φωνή, έκαμε κρυφά μια τρούπα στην κάτου μεργιά, το πίσω μέρος, αλλά τότες η τζαμάρα έβγαλε καλλίτερη φωνή και έτσι έσκασ’ ο διάβολος απ’ το κακό του. Τη τζαμάρα, ό,τι ώρα κι αν τη βαράς, δε φοβάσαι. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Όταν ηθέλησε ο θεός να μην ήναι μόνος ο Αδάμ, τον εκοίμησε και του έκοψε μια μπριζόλα για να φτιάση την Εύα και την άφησε απάτου στο τραπέζι του Παραδείσου για να νιφτή πρώτα και να ήναι και η Εύα παστρικιά. Η γάτα του Παραδείσου επήδησε στο τραπέζι και άρπαξε τη μπριζόλα και ετρούπωσε στο φράχτη. Ο θεός επρόφτασε και την άρπαξε απ'τη νουρά και τράβα-τράβα να πάρη τη μπριζόλα απ'τη γάτα, εκόπηκε η νουρά της και έμεινε στα χέργια του θεού.΄Τότες ο θεός της εφύσηξε πνοήν ζωής και έγεινε η γυναίκα και για τούτο η γυναίκα ούλο ένα γκρινιάζει, 'σάν γάτα. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Τη γίδα την έφτιασ’ ο διάβολος και ούλα τα γίδια, αλλά δεν εμπόρεσε ναν τα κάμη να κάθουνται, γιατί δεν ελυγάγανε τα γόνατά τους και έτσι εστεκόσαντε πάντα ολόρθα κ’ εψοφάγανε. Όταν συναπαντήθηκε με το Χριστό του είπε ότι έφτιασε ένα ζώο αλλά δε μπορώ ναν το κάμω να κάτση χάμου και μου ψοφάει και του έδειξε τα γίδια. Τότες ο Χριστός έβγαλε τη βούλα του και εβούλωσε τα γίδια στα γόνατα των μπροστινών ποδιών και αμέσως εκαθίσανε. Για τούτο τα γίδια έχουνε στα μπροστινά πόδια από μία βούλα στο κάθε γόνατο, τη βούλα του Χριστού. Ότι η γίδα είναι πλάσμα του διαβόλου φαίνεται από τη φτιασή της διότι έχει κέρατα και γένεια, ενώ η προβατίνα δεν έχει δε βόσκει χάμου στη γη, όπως το πρόβατο, αλλά σκαλώνει στα κλαργιά και τρώει τα τρυφερά βλαστάργια και έτσι καταστρέφει τα δάση. Το χειρότερο απ’ ούλα είναι και ξετσίπωτη (εκ του τσίπα= αιδώς, αναιδής), διότι ενώ το πρόβατο και τα άλλα ζώα έχουν κρεμασμένη τη νουρά τους και σκεπάζουν (τα θηλυκά) τα κρύφια μέλη τους, η γίδα έχει σηκωμένη τη νουρά της και φαίνονται ούλα της. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Όταν ο Θεός έφτιασε της γυναίκες της εμοίρασε στον κόσμο για να γείνη πολής και έδωκε του Εβραίου μία, του Χριστιανού τρείς και του Τούρκου εφτά. Τότες παρουσιάστηκε κι ο Καλόγερος κ'εγύρεψε και εκείνος γυναίκα. ''Συ, του είπε ο Θεός, ναν της έχης ούλαις''. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Υπάρχει και σήμερον παρά τω κοινώ λαώ η πρόληψης ότι το καταμεσήμερο ή τα μεσάνυχτα δε πρέπει κανείς να πάη σε βρύσι λαγκαδιού για να πγή ή να πάρη νερό, γιατί εκεί κοιμάται η Ανεράιδα της Βρύσης και του πέρνει τη μιλιά ή τον βαρεί άμα την ξυπνήση. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 6
  • »

Browse

All of the Digital RepositoryArchive & CollectionsPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitles

My Account

Login

Discover

Type
Παραδόσεις (57)
Collector
Κορύλλος, Χρήστος Π. (57)
Place recordedΑχαΐα, Πάτρα (52)Αχαΐα (3)Άδηλου τόπου (2)Time recorded1920 - 1929 (28)1910 - 1919 (29)
Contact Us | Send Feedback
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.