Αναζήτηση
Αποτελέσματα 161-170 από 190
Άθθρωπος αγράμματος ξύλον απελέτζητον
(1940)
Όπως το ξύλον είναι πλέον ευπαρουσίαστον και έχει περισσότεραν αξίαν όταν λειανθή, ούτωπως και ο άνευ μορφώσεως είναι κατώτερος του εγγραμμάτου έχοντος μείζοντα αξίαν...
Αρσενικός γάδαρος σύρνει πίσω του πουλάριν;
(1940)
Την επίβλεψιν και καθοδήγησιν των τέκνων έχει η μήτηρ...
Φτωχός άγιος εν έσει γιορτήν
(1940)
Ο ανίσχυρος και πτωχός ούτε εκτιμάται αλλά ούτε και λαμβάνεται υπ' όψιν και όταν ακόμη έχει κάποιαν αξίαν...
Ξανά του γάμου χάχχανα, τζαί του γαμπρού καμάρι
(1940)
Ο γάμος έχει ενοχλήσεις και έξοδα ώστε η επανάληψις του να είναι ανεπιθύμητος...
Λέγεται όταν κινδυνεύομεν να διέλθωμεν και πάλιν δυσαρέστους στιγμάς...
Λέγεται όταν κινδυνεύομεν να διέλθωμεν και πάλιν δυσαρέστους στιγμάς...
Αν το ρουφήσης, πίννεις τζαί το ξίδιν
(1940)
Ο γάμος έχει χαράν αλλά συγχρόνως και πικρίας που εξαρτώνται από την συμπεριφοράν μας...
Αμ πίννεις λλίον έχεις πάντα μέλιν
(1940)
Ο γάμος έχει χαράν αλλά συγχρόνως και πικρίας που εξαρτώνται από την συμπεριφοράν μας...
Εμείς γελούμεν της γης κρυφά, τζείνη γελά μας φανερά
(1940)
Κακή καλλιέργεια έχει ως ασφαλή συνέπειαν την κακήν απόδοσιν...
Αδιαφέντευτομ μουνίν στου δκιαόλου τηψ φωλήν
(1940)
Ο ζών άνευ φιλικής επιβλέψεως και οδηγού η προστάτου, είναι δύσκολον να μη εξωκείλη, και να μη έχει κακόν τέλος, παραδερόμενος από κάθε άνεμον και αντιξόες περιστάσεις...
Αγκρίστην ο λα(γ)ός με το όρος
(1940)
Ή βουνόν...
Ο λαγός αποφεύγει την πεδιάδα προτιμών το όρος, διότι έχει τροφήνν άφθονον, κρύπτην ευρίσκει ταχύτερον και ασφάλειαν περισσότεραν. Λέγεται ειρωνικώς όταν η μεταξύ δύο ατόμων δυσαρέσκεια δεν δύναται παρά να είναι εφήμερος...
Ο λαγός αποφεύγει την πεδιάδα προτιμών το όρος, διότι έχει τροφήνν άφθονον, κρύπτην ευρίσκει ταχύτερον και ασφάλειαν περισσότεραν. Λέγεται ειρωνικώς όταν η μεταξύ δύο ατόμων δυσαρέσκεια δεν δύναται παρά να είναι εφήμερος...
Όποιος βουρά, ποστέκεται, όποιος πάει γιάλι – άλι κόβκει στράταν
(1940)
Ερμηνεία: Με την βίαν όχι μόνον αργεί, αλλά και ελλείψεις έχει και λάθη η δουλειά μας. Βουρώ = βιάζομαι, σπεύδω...