Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 82-101 από 197
-
Μάης άβρεχος, μούστος άμετρος
(1948) -
Μάης άβρεχος, τρηγητής χαρούμενος
(1948) -
Μας απαντά κι ο γάδαρος απ' το παχνί το μέσα
(1948)Ερμηνεία: Για κείνους που παίρνουν τον λόγο απρόσκλητοι χωρίς να τους ανήκη και χωρίς να ξέρουν τίποτα για την υπόθεση -
Με ξένοσ στόμαν εν τρώω
(1948)Ερμηνεία: Πρέπει δηλαδή να κάνης μια δουλειά ο ίδιος, αλλιώς ο άλλος δεν θα σου την κάνη καλά -
Με το ζόριμ πανdρειάν;
(1948)Ερμηνεία: Άμα σε εξαναγκάζη σχεδόν ο άλλος να δεχτής κάτι καλό που σου προσφέρει, κ' εσύ δεν το δέχεσαι -
Με τοδ δικός σου φαε, πκιέ, τζ' αλίσ' βερίσ' μεγ κάμης
(1948)Με τον δικό σου φάγε, γλέντα, μα μη τ' ανοίξης και λογαριασμούς -
Με τον ήλιο τα βγάζω, με το ήλιο τα βάζω, δρόμο δρόμο τα πηγαίνω, σε ξερό λάκκο τα ποτίζω, σε ξερή αγκορνιτσιά τα σταλίζω, τί έχουν τα έρμα και ψοφάνε;
(1949)Η παροιμία είναι κοινοτάτη. Περί σημασίας δ' αυτής βλ. Λαογρ. Δ' 319 και 745. Άξια προσοχής είναι η επέκτασις αυτής προς επίτασιν της σκωπτικής έννοιας. ΣΤ. Δ. Βάζω = ή τα βοριάζω, Γκόρτσια = η αχλασιά -
Μια παδκιά του γέρου αξ'άζει σ'ίλιες του παίδκιου
(1948)Μια πατησιά του γέρου αξίζει χίλειες του νέου -
Ξένα σέρκα σε 'νεπαύκουν, μα τηγ καρκιάσ σου καύκουν. Ξένα χέρια σ' αναπαύουν με την καρδιά σου καίνε
(1948)Ερμηνεία: Λέγεται προ παντός για περιπτώσεις, που σ' ένα πλούσιο μένει σαν ψυχοπαίδι κάποιο ορφανό, είτε όταν βοηθήση κανείς τον άλλο οικονομικώς και με κάθε τρόπο τον καίγει -
Ο άδρωπος ο ξένος τζ' ο στραβός εν έναν
(1948)Ερμηνεία: Ο άνθρωπος που 'ναι ξένος σ' ένα μέρος μοιάζει σαν στραβός -
Ο Άη – Δημήτρης έρχεται νερό φέρνη
(1948) -
Ο άρκοντας έφαν τζ' έβρασεν, τζ' ο φτωχός έφαν τζ' ερίασεν. Έφαγ' ο πλούσιος κ' εζεστάθη, έφαγε κι ο φτωχός κ' εκρύωσε
(1948)Ερμηνεία: Θέλει να πη πως ο πλούσιος διαθέτει πολλά λεφτά για το φαί του, ώστε να ζεσταίνεται, ενώ ο φτωχός ο καημένος ψοφοπεινάει και κατ' ανάγκη κρυώνει