Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Πουλάκης, Δημήτριος Γ."
-
Τ' ακριβοκόπου το πουγγί σε χαροκόπου χέρια
Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1890)Ερμηνεία: Λέγεται για τους φιλάργυρους όπου έχουν παιδιά άσωτα, που ξοδεύουν αλύπητα όσα ο πατέρας τους μ' όλην την οικονομία εμάζωξε. -
Τα βουνά τρένουνε και τ' αήωνια κρυώνουμε
Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1890)Τα μικρά παιδιά (= αηώνια) κρυώνουνε σα χιονίζη (σαν τρέμουν τα βουνά από το χιόνι) -
Τα γέλια χάνουν την τιμή, τα μείτωρα τη γνώση
Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1890)Ερμηνεία: Δεν πρέπει να γελά κανείς πολύ και να χωρατεύη πολύ -
Τάδεσα και ήκατσα (δηλ. τα χέρια)
Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1885)Ένεκα ελλείψεων των αναγκαίων εργαλείων ή και χρημάτων, δεν δύναμαι να εργασθώ -
Τέτοια ώρα να ξυπνάς
Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1885)Σημείωση: Με τους βραδέων λαμβάνοντας γνώσιν γεγονότος της -
Το κακό θέλει αντίκακο
Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1885) -
Το κακό μπαίνει με το προχώνι και βγαίνει με το βελόνι
Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1889)Προχώνι = μέρος του νερόμυλου, με το προχώνι = πολύς, άφθονος -
Τόνα μ' αυτί κάνω χωνί το άλλο μου κανάλι για να τα βάνω αφ' τη μια να βγαίνουν αφ' την άλλη
Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1885)Λέγε ότι θέλεις, κατηγόρα με, ολίγον με μέλει. -
Τόνε ξανοίγω από νερό ως αλάτσι
Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1885)Προσφέρω (τινί) πάσας τας δυναταίς περιποιήσεις -
Τον άνοιξα αφ' το βορεια
Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1885)Ήνοιξα το στόμα μου προς τον βορράν, τουτέστι στερούμαι την προς το ζήν -
Τον είταιρο συμπέθερο, τον κάλλιο σου κουμπάρο
Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1891)Είταιρος (επίθετο) = ίσος, όμοιος -
Τον πότρεχεν
Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1885)Ερμηνεία: Η το της τύχης του είμαρτο αυτώ. Λέγεται όταν τις πολλάκις διαφυγών τον κίνδυνον ζωής και βέλους υποκείπτει είτε στα συνδρομής της Ομοουσίου και σχεδόν Αδιαίρτον Τριάδος, σιτηρόν, πυρίτιδα μολύβδου -
Του καλού αντρούς γυναίκα τον Απριλομά χηρεύγει
Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1885)Η παροιμία αυτή σημαίνει ότι τον Απρίλιον και Μάιον συμβαίνουσι αιφνίδιοι ατμοσφαιρικαί μεταβολαί οδηγούσα πολλούς εις τους κόλπους του Αβραάμ