Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ."
-
Ε βίει τ' αντζέλου του νερό
Ευαγγελίδης, Τρύφων Ε.; Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (1935)Δε βίει τ' αντζέλουτου νερό. Βίει = δίδει. Επί των άγαν φιλαργύρων οίτινες και εις τον φύλακα άγγελόν των, όστις κατά τας λαϊκάς δοξασίας παρακολουθεί κάθε άνθρωπον, δεν προσφέρον ουδέ ένα ποτήρι νερό -
Έγ γίει τ' αντζέλου του νερό
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (1934)Γίει = δίδει. Επί των άκρως γλίσχρων ανθρώπων, οίτινες και είς τον -κατά την κοινήν αντίληψιν εν Καρπάθω- παρακολουθούντα αυτούς φύλακα άγγελον δεν προσφέρουν κάν νερόν -
Ένα ξύλο στήφ φωδιά, παλλαρός πού τό φυσά
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (1934)Τό άναμμα τής εστίας επιτυγχάνεται διά δύο ή περισσοτέρων ξύλων -
Έναπ παιϊ εν αρφανεύγ' από πατέρα
Ευαγγελίδης, Τρύφων Ε.; Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (1935)Δηλαδή, η στέρησις κυρίως της μητρός και ουχί του πατρός είναι η αληθινή ορφάνια -
Ένας παλλαρός ρίχτει μια πέτρα στο γιαλό τσ' εκατό γνωστιτσοί 'εν ημπορού να την εβγάλου
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (1934)Παλλαρός = άφρων και ον, παλλαράγρα -
Έννησέ με να σου μοιάσω, άφτισέ με σένα να ξομπλιάσω
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (1934)Ερμηνεία: Τα τέκνα ομοιάζουν προς τους γεννήτορας αλλά παίρνουν και μια χάρι (ξόμπλι), ως λέγουν, από τους αναδόχους -
Έπεσα τ' άστρα τσαί 'φάα τα οι χοίροι
Ευαγγελίδης, Τρύφων Ε.; Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (1935)Επί αριστοκρατικών ποτε οικογενειών, νυν περριελθουσών εις εκπτώσιν της θέσεως των -
Έχει τσ' ο σκύλλος σπίτι;
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (1932)Ερμηνεία: Επί του αλητικόν και παρασιτικόν βίον διάγοντος -
Έψιμα πουλτσά, κοράκου βρώμα
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (1934)Ερμηνεία: Τα βραδέως εκκολαπτόμενα ορνίθια δεν προφθάνουν να μεγαλώσουν και να γίνουν ανεξάρτητα, ώστε ευκόλως γίνονται βορά των κοράκων -
Έψιμη παντρειά γλήορ' αρφανα
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (1934)Ο συναπτων γάμον παρήλιξ, είναι πιθανόν ν' αποθάνη και να αφήση προώρως τα τέκνα ορφανα -
ΕΓια πουλλιά εν έρκουτται, πουλλιά εν ανατέλλου
Ευαγγελίδης, Τρύφων Ε.; Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (1935)Εγιά = εδά, εδώ, έρκουτται = έρχονται, ανατέλλου – ανατέλλουν = εμφανίζονται -
Εγιώ 'μην εις τογ γάμο μου κι άλλος μου τα φηγούττο
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ.Λέγεται επί ψευδής διηγουμένων πράγματα γνωστότατα εις τον ακούοντα -
Εγιώ 'μουν εις τογ γάμο μου τσ' άλλοι μου τα φηούττο
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (1934)Επί των τολμόντων να παραστήσουν τι διαφοροτρόπως από ότι γνωρίζουν οι αμέσως ενδιαφερόμενοι. Πρβλ. ΖΑ, σελ. 349,133. ΚΜ.σελ. 280,162 -
Εγιώ καλοπαντεύτηκα τσ' ας κλαίη που με πήρε
Ευαγγελίδης, Τρύφων Ε.; Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (1935)Δηλαδή μετά την πώλησιν τινος ή την λήξιν υποθέσεως, η ανακάλυψις της πλάνης ανωφελής -
Εγνωριστή 'σαι αάπη μου απού το τυροξύστη
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (1934)Επί των ευκόλως προδιδόντων την κακήν διαγωγήν των από τινος μικρού μεν φαινομενικώς αλλ' ενδεικτικού ελαττώματος. Λέγ.ότι η παροιμ. Εγεννήθη εκ τινος περιστατικού γυναικός τινος, ήτις προσκαλούσα τινά να φάγη από τα ... -
Εδιάλεα τσ' εδιάλεα τσαι πάλι πέρκα ν ήμτσαα
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (1934)Επί όσων επιδιώκουσι τα άριστα αλλά καταντώσι εις τα μέτρια -
Εέννησέσ η μάννα σου να μοιάσης του τσυρού σου
Ευαγγελίδης, Τρύφων Ε.; Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (1935)Ερμηνεία: Δηλαδή τα ελαττώματα των απογόνων οφείλονται εις τους γεννήτορας -
Οι Στρίγλες
Είναι γυναίκες δαιμονισμένες, γυρίζουν τοις νύχτες και έχουν υπερφυσικές ιδιότητες. Η εποχή που πλεονάζουν είναι το Σαραντάμερο. Η φαντασία του λαού τοις περιγράφει με σηκωμένα τα μαλλιά της κεφαλής τους να τριγυρνούν και να ουρλιάζουν κατά τρόπον τρομακτικόν. Απ’ αυτό και αι εκφράσεις «στρίγλικη φωνή», «φωνάζει σα στρίγλα», κ.λ.π., υπάρχουν δε και άντρες στρίγληες. Ευαγγελίδης, Τρύφων Ε.; Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (1935) -
Η Σχίζα του Μεσημεριού
Είναι είδος Νεράϊδας ασπροφόρας που βγαίνει ακριβώς το μεσημέρι και βλάφτει τα μικρά παιδιά που βρίσκει έξω εκείνη την ώρα. Οι μητέρες απαγορεύουν τα παιδιά των να γυρίζουν έξω την ώρα του μεσημεριού και τα φοβερίζουν λέγουσαι «ω μάννα παιϊμ μου που θα πάης τέδοιαν ώρα να σε μπτσάη η Στσίζα του μεσημεριού». [Σχίζα= Η σχίζα δηλ. το λεπτόν τεμάχιον ξύλου, κατάλληλον προς καύσιν. Μεταφορικώς δηλοί ακριβώς... Ευαγγελίδης, Τρύφων Ε.; Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (1936)