Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λουκόπουλος, Δ."
-
Η όξου γειτουνειά να μηγ ξερ' το κάν΄ς στου σπίτ' σ'.
Λουκόπουλος, Δ. (1927)Δηλαδή τα εν οίκω μη εν δήμω. -
Θα βαρέης τουν ταμπρά άλλον κουντά
Λουκόπουλος, Δ. (1922) -
Κι θα καμς κι τούμπις
Λουκόπουλος, Δ. (1926)Ερμ. Προς τίνα όστις είναι βέβαιον, ότι μολονότι αποποιείται να εκτελέση τι είναι βέβαιον λέγω, ότι θα βιασθή να το κάμη και τότε θα κάμη την ανάγκην φιλοτιμίαν. π.δ. Δε σ' τα δίνου τα λιπτά. -Θα μ' τα δώκ'ς κι θα κάμς ... -
Μη λες το σίρι σόν dόστη σου. Α νάρτη αν dαρός α εμώσει άσυρο το πόστι σου.
Λουκόπουλος, Δ.; Λουκάτου, Δ. (1951)Μη λες το μυστικό στο φίλο σου. Θα έρθει ένας καιρός που θα γεμίσει μ' άχερο το τομάρι σου. Εμπιστοσύνη να μην έχει κανείς ούτε στους φίλους του. Κάποτε μπορεί να μαλώσει μαζί τους και να του κάμουν μεγάλο κακό. Με άχερο ... -
Μην κάνης στελιάρια
Λουκόπουλος, Δ. (1941) -
Παρ' τ' σκούφια μ' σχαρίκια
Λουκόπουλος, Δ. (1926)Προς τινά όστις προδίδει εις γονείς ή ανωτέρους παιδικά παραπτώματα, ανάξια λόγου. -
Πουτέ δεγ καν' άνθρουπους σταυρό στου σπίτι τ'.
Λουκόπουλος, Δ. (1927)Δηλ. δεν είναι φιλόξενος. Δεν προσκαλεί ξένον να καθήση εις την τράπεζαν και να κάμη σταυρόν, ως συμβίνει προ του φαγητού. -
Σάρωμα τσ γης ναν' ου άνθρουπους, να τ' λες: πολλά τα έτη.
Λουκόπουλος, Δ. (1928) -
Σκαλένια είνι οι: σώγαμπρους του σκατουπούλλ' κι τ' αντίκλαρου
Λουκόπουλος, Δ. (1926)Ως παρασιτιώσαι φύσεως. Αντίκλαρο= παρασιτικόν δένδρον. -
Σο χρόνο α φορά τρώ το τουκάνι
Λουκόπουλος, Δ.; Λουκάτου, Δ. (1951)Στο χρόνο μιά φορά τρώει το δοκάνι. Τουκάνι είναι μία σανίδα κυρτή σα σκάφη, που έχει κάτω της δόντια από σκληρόπετρες. Δένεται πίσω από τ' άλογο, όπως η σβάρνα κι αλωνίζει. Οι πέτρες τρίβουν τ' άχερο και ξεχωρίζουν το ... -
στα τρία στενά!
Λουκόπουλος, Δ. (1926) -
Σταλαματιά σταλαματικά κι του μάρμαρου λειών'.
Λουκόπουλος, Δ. (1937) -
Σταλαματιά, σταλαματιά κι του μαρμάρου λυών'.
Λουκόπουλος, Δ. (1926) -
Στέκομι κουλώνα
Λουκόπουλος, Δ. (1927) -
Στου σπίτι μ' ου καϋμένους, είμι θαραπαμένους.
Λουκόπουλος, Δ. (1927)Δηλαδή εις τον οίκον του ο άνθρωπος είναι τελείως ήσυχος. -
Σφάζ' μι του βαμπάκι αυτός
Λουκόπουλος, Δ. (1927)Όποιος ενεργεί εναντίον, ενώ προσποιείσας τον φύλον. -
Σφακιανό κι αν κάμης φίλο, βάστα ένα κομμάτι ξύλο
Λουκόπουλος, Δ. (1926)Διότι οι Σφακιανοί θεωρούνται αγροίκοι