Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κουκουλές, Αναστάσιος"
-
Με το ξένο χέρι γόνουνε το φείδι από την τρύπα
Κουκουλές, Αναστάσιος -
Μη μ' αγγιάζης, να μη σ΄ αγγιάξω
Κουκουλές, ΑναστάσιοςΜη με εγγίζης, να μη σε εγγίσω, πειράξει λέγει το φείδι -
Μία κοκκινόλοιση κορδέλλα
Κουκουλές, ΑναστάσιοςΈφερε από την Καλαμάτα μία κοκκινόλοιση κορδέλλα = ουδέν -
Μια αλεπού κοψονούρα, όλες κοψονούρες;
Κουκουλές, Αναστάσιος -
Ξερογλείφομαι
Κουκουλές, Αναστάσιος -
Ξεροκαταπίνω
Κουκουλές, ΑναστάσιοςΕνδιαφέρομαι διά τινα, επιζητώ την χειρά της, κυρίως επί ματαίας ελπίδος