Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κουκουλές, Αναστάσιος"
-
Ξερογλείφομαι
Κουκουλές, Αναστάσιος -
Ξεροκαταπίνω
Κουκουλές, ΑναστάσιοςΕνδιαφέρομαι διά τινα, επιζητώ την χειρά της, κυρίως επί ματαίας ελπίδος -
Ο καθένας την πορδή του μοσκοκύδωνο την έχει
Κουκουλές, ΑναστάσιοςΈκαστος τα ίδια θεωρεί άξιαν λόγου -
Ο κόσμος τό'χει βούκινο και μείς κρυφό καμάρι
Κουκουλές, Αναστάσιος -
Ο πεινασμένος πίττα βλέπη κι' ο ξυπόλυτος παπουτσια
Κουκουλές, Αναστάσιος -
Ο σταλαγόνας κι ο καπνός κι η κακή γυναίκα του άντρα της επόρισε από το σπίτι μέσα
Κουκουλές, ΑναστάσιοςΣταλαγόνας = σταγόνες, επόρισε = εξέβαλεν -
Όγιος θέλει να παντρέψη, τη λαμπρή να μη διαλέξη ούτε τη λαμπρή γυναίκα ούτε τον Αμάι γελάδα
Κουκουλές, ΑναστάσιοςΤούτο διότι την λαμπρήν τα κορίτσια είναι όλα στολισμένα, αι δε αγελάδες του Μαΐου είναι παχειαί -
Όντε σούσα(ν) την αχλάδα, όσοι λάχα(ν) τόσοι φάγα(ν)
Κουκουλές, Αναστάσιος -
Όπου πεινα ψωμιά θωρεί κι' όπου διψά πηγάδια
Κουκουλές, Αναστάσιος