Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κουκουλές, Αναστάσιος"
-
Μία κοκκινόλοιση κορδέλλα
Κουκουλές, ΑναστάσιοςΈφερε από την Καλαμάτα μία κοκκινόλοιση κορδέλλα = ουδέν -
Μια αλεπού κοψονούρα, όλες κοψονούρες;
Κουκουλές, Αναστάσιος -
Ξερογλείφομαι
Κουκουλές, Αναστάσιος -
Ξεροκαταπίνω
Κουκουλές, ΑναστάσιοςΕνδιαφέρομαι διά τινα, επιζητώ την χειρά της, κυρίως επί ματαίας ελπίδος -
Ο καθένας την πορδή του μοσκοκύδωνο την έχει
Κουκουλές, ΑναστάσιοςΈκαστος τα ίδια θεωρεί άξιαν λόγου -
Ο κόσμος τό'χει βούκινο και μείς κρυφό καμάρι
Κουκουλές, Αναστάσιος -
Ο πεινασμένος πίττα βλέπη κι' ο ξυπόλυτος παπουτσια
Κουκουλές, Αναστάσιος -
Ο σταλαγόνας κι ο καπνός κι η κακή γυναίκα του άντρα της επόρισε από το σπίτι μέσα
Κουκουλές, ΑναστάσιοςΣταλαγόνας = σταγόνες, επόρισε = εξέβαλεν