Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 8581-8600 από 142579
Όταν η Ιθάκη ήταν άγνωστη με τ’ όνομά της, το Μεσαίωνα, τήνε λέγανε Cefalonia Piccola. Δεν είχε κόσμο εδώ στη χώρα παρά μονάχα τσοπάνηδες. Επερνούσε ένα βενετσιάνικο καράβι ποδισάρικο, που μπήκε στο λιμάνι. Ο καπετάνιος είδε καπνό ανάμεσ’ απ’ τα δέντρα και τη νύχτα είδε κάτι φωτερά, που κουνιόντανε. Το πρωΐ, πώλισε μερικούς ναύτες του και τράβηξε κατά κει πάνου. Είδε μερικά τσοπανόσπιτα κι ήρτε σε...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1956
)
Κάποτες εκρεμάσανε εδώ στην πιάτσα ένα Δεσπότη κι αυτός έδωσε κατάρα. Και γι’ αυτό λένε πως εδώ δε στερεώνει τίποτε.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Είχανε οι Θονιώτες το νησί εδώ, όπως έχουμε το Διάπολο (άλλο νησάκι) εμείς. Ερχόντανε εδώ και το εργαζόντανε. Ακούω και λένε, ότι όποιος επήρε το καλύτερο σιάδι (οι Γέκδες, οι Λαμπαίοι), αυτοί πρωτοκατοικήσανε. (οι Κατσουράτες επήρανε το χειρότερο μέρος). Μου ‘λεγε η καλή μου: εκάνανε τα σπίτια όλα σε ανηφόρες και τους αφήνανε ίσα ίσα ένα φανεστρί, μια τρύπα. Ερχόντανε οι Αλιτζερίνοι κι εβγαίνανε...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
Θρύλοι σχετικοί με την περιφέρεια του χωρίου Καλλονής Πεδιάδος
Το πώς μετωνομάστηκε το χωργιό της από Σκυλλούς σε «Καλλονή», η εκ πατρός μάμμη μου δεν αξιώθηκε να το μάθη, γιατί πέθανε. Ήξερε όμως πως αρχές αρχές στα παληά χρόνια το λέγανε ΚΟΙΛΟΙ (ίντα όνομα τονε δα κιονά μωρή παιδί μου) κούφιοι σαν να λέμε σήμερα, ίσως γιατί δεν ήταν χτισμένο σε στερεό έδαφος (1). Ήξερε πως υστερώτερα το βγάλανε ΤΣΙΛΟΥΣ, γιατί ετσίλασε το χωργιό, εγκρεμίστηκε, ύστερα από μια...
Φραγκάκι, Ευαγγελία Κ.
(
1949
)
Εν ο σπήλιος του Καλαγκά
Εις ομώνυμον τοποθεσίαν του χωρίου Αραδίππου προ το Αβδελλερόν επί υψώματος υπάρχει σπήλαιον υπόγειον εντός του οποίου εφυλάττοντο παντός είδους κλοπιμαία. Λέγεται και δια παν δωμάτιον με ετερόκλιτα αντικείμενα και εν πλήρει αταξία.
Κυριαζής, Νίκος Γ.
(
1940
)
Λεσιανά
Η παράδοση λέει Πως τα παλιά χρόνια, ένας πανώριος άρχοντας με βιος πολύ ήρθε με το χρυσοστολισμένο άτι του, και κατοίκησε εδώ στα ριζά του Κόζιακα, όπου το σημερινό χωριό. Από το όνομα (1) του άρχοντα αυτού, ο συνοικισμός που γίνηκε νοματίσθηκε Λεσιανά. [όνομα= Λέσης ή Λεούσης. Το όνομα πιθανά προήλθε από το «Ελεούσα» Σλαβ. Λις=δάσος ήτοι Λισιανά= Δασοχώρι]
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Το χωριό μου Κυρά
Το χωριό μου ευρίσκεται 4 μίλια ανατολώς του Μόρφου, και στην επαρχία Λευκωσίας. Κείται εις ένα βαθούλωμα, διότι επροστατεύετο από τας επιδρομάς των Αράβων. Οι εξακόσιοι κάτοικοί του, ασχολούνται άλλοι με την γεωργίαν και κτηνοτροφίαν και άλλοι είναι εργάται. Παράγει σιτηρά, όσπρια και πατάτες. Το χωριό μου έλαβε το όνομα Κυρά, από την εξής περίπτωσιν: Κάποτε υπήρχε στο χωριό μου βασίλειο, εκεί που...
Λουγγρίδης, Χαράλαμπος
(
1960
)
Τους Κεφαλονίτες μόλις τους δούμε τους λέμε «κουμπάρους» γιατί όλο κουμπαριές έχουνε. Αλλά είναι κι’ άλλο. Που, όταν είχε ρημώσει το Θιάκι, ήταν ένας τσοπάνης εδώ, ήρθε κι άλλος τσοπάνης από την Κεφαλονιά κι’ εγινήκανε κουμπάροι. Ήρθανε κι’ άλλοι Κεφαλονίτες κι’ εγυρίσανε τον τόπο κι΄εκατοικήσανε. Από τότες έμεινε να τους λέμε κουμπάρους. [βλ σ. 68]
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1956
)
Αρέντας
Το βουνό αυτό, ανήκε άλλοτες στο χωριό Γκαβαλιώρα. Η παράδοση αναφέρει ότι ο προύχοντάς του Μπακογιάννης το αντάλλαξε με τον Τάκη Γαρδικιώτη, μ’ ένα φέσι και ένα μπακέτο καπνό! [Αρέντας= Από το Ιταλικό APPENDAMENDO = μίσθωση κτήματος, λειβάδι κτηνοτροφικό που, μισθώθηκε σε μικροκτηνοτρόφους].
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Μια παράδοση του χωριού λένε πως εδώ και πολλά χρόνια ήρθαν τρεις Φράγκοι με τ΄άλλογα – τότε Φράγκους έλεγαν και καθέναν που φορούσε φράγκικα ρούχα «στενά» όπως τα λέγαν – αλλού – και ζήτησαν ν’ αγοράσουν το χωράφι του Ντουρμπάλη περα στα Παλιοχώρια. Ο νοικοκύρης δεν τόδωσε. Αυτοί όμως επέμειναν κι έπεσαν στα παρακάλια να τους επιτρέψει να βοσκήσουν τουλάχιστο τ’ άλογά τους το κριθάρι, που τόχε σπαρμένο,...
Αναγνωστόπουλος, Δημ.
(
1959
)
Η ιστορία που διηγηθήκαμε (Ανήμερα το Πάσχα όλο το χωριό απολείτουργα πήρε τα βιολιά και βγήκε στο πλατύ τ’ αλώνι να γλεντήση τη χαρά της ημέρας. Στο χορό πλέκεται η όμορφη παπαδοπούλα μαζί με τους νέους και νέες του χωριού. Τρεις γενίτσαροι αρπάζουνε τη παπαδοπούλα και φεύγουν. Ο παπάς αφήνει το διάβασμα του ευαγγελίου, ζώνεται τ’ άρματά του και τους κυνηγά. Χυμάει με λύσσα και τον αφανισμό στον...
Μαυριώτης, Αυγερινός
(
1959
)
Στην Ικαρία ήταν στου πατέρα μου τα χρόνια ένας Μουντούρης, Τούρκος. Ήταν αγάς. Τότες δεν υπήρχαν ζώα κ’ έβαλαν τον πάνω σε ξύλα και σήκωναν τον και τον ήφεραν στις Ράχες. Μια μέρα ήθελαν να τον παν στον Άγιο Κήρυκο. Στο κακό σκαλί (κακή τοποθεσία) εσυνενοήθηκαν οι Καριώτες που τον βαστούσαν να τον γκρεμίσουν κάτω. Είχαν συνενοηθή άμα πουν «συγκούνουδο τ’ αρνί» να τον γκρεμίσουν κάτω. Άμα ήκουσε ο...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Αντιπάξοι-Αλιμπάξοι
Εν συνομιλία ποτέ μετ’ αγρότου Αντιπαξίου έμαθον παρ’ αυτού ότι η νήσος (Αντίπαξος) εκλήθη Αλιμπάξοι, διότι, πριν έλθωσιν οι νυν εκεί οικούντες Σουλιώται και Αλβανοί ήτο πλήρης του φυτού αλιπίτσα (είδος φιλοκαλλιάς)
Δένδιας, Μιχαήλ, Α.
(
1917
)
Η πέτρα του μαύρου
Στα νοτιοδυτικά του χωριού μας, και πέρσι ακόμα βρισκόταν μια πελώρια πέτρα, που ωνομαζόταν «πέτρα του μαύρου» (την εξαφάνισε ο εκσκαφέας). Για την πέτρα αυτή λέγεται πως στα παλιά ήταν το παρατηρητήριο κάποιου «μαύρου», που αποτελούσε φόβητρο στους διαβάτες. Κι οι διαβάτες ήταν πολλοί, προπαντός πήγαιναν σε κάποιο μύλο ν’ αλέσουν. Αυτοί ήταν κι οι πιο ενδιαφέροντες. Έχαναν τα σακκιά με το σιτάρι...
Στυλιανίδης, Στέλιος
(
1961
)
Η πατρίδα μου αρχαίαι Καρυαί, η Ματσούκα που το όνομά της κατά παράδοσιν έλαβεν κατά την πτώσιν της Τραπεζούντος, καθ’ ότι μετά την εξάντλησιν των πυρομαχικών που πολεμούσαν οι πολεμισταί εις την ορεινήν περιοχήν με ξύλα «ματσούκια» να ανάγεται εις αυτήν το τραγούδι «Ας είχα την σαΐτα μ’ και αργυρόν τοξάρ’», σου ουρανόν έβγαινα τ’ άστρα τόξευα,» τους ήλτς και τα φεγγάρια κι’ όλτς εντάμαν! [του ήλτς=...
Αμανατίδης, Σοφοκλής
(
1962
)
Στην κάτω Κώμια ήτανε χωριό. Ήρθανε καράβια. Εγενούντανε γάμος κ’ εχορεύγανε τη νύφη. Στο χορό επιάσανε και οι άνθρωποι του καραβιού. Αυτοί είχανε έθιμο στην πατρίδα τωνε να φιλούνε τη νύφη κ’ ύστερα να τήνε χορεύγουνε. Λοιπόν αυτοί εφιλήσανε τη νύφη αλλά οι συγγενείς τση νύφης επαραξηγηθήκανε και τσοι ‘κτυπήσανε. Αυτοί όdαν εγυρίσανε στον τόπο τωνε το είπανε στο βασιλιά τωνε κι’ ο βασιλιάς έστειλε...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1959
)
Ό,τι θυμούνται οι γεροντότεροι απ’ τοις παπούδες των, αρχή-αρχή ήρθαν και κατοίκησαν στο σημερινό χωριό Μηλιά εφτά οικογένειες. Ήρθαν απ’ το Τσιγγέλι τη σημερινή Νέα Γαλήνη, όπου ζούσαν ως πρόσφυγες ύστερα φαίνεται απ’ την καταστροφή που έπαθαν τα Παλιοχώρια. Κατά πάσα πιθανότητα οι εφτά αυτές οικογένειες που μέσ’ το χωριό κάθε μια τις πιάνει κι από έναν ολόκληρο συνοικισμό, ήρθαν γύρω στα 1920. Οι...
Αναγνωστόπουλος, Δημ.
(
1959
)
Τον Παλιό καιρό που ήταν στην Λαγκάδα, ψηλά στο βουνό, στην περιοχή του Πάπα, νοτιοδυτικά από τις Ράχες, ήταν ένα μέρος κλειστό που κατοικούσαν οι Καριώτες για να μην τους βρίσκουν οι Αλγκερίνοι ήταν ένας που έκοψε την πίττα, τον λέγανε Μπινίκο. Το παιδί του έφαγε το φελλί (μερίδα) που είχε κόψει για το μουσαφίρη, αν επήαινε κανένας. Ο πατέρας εθύμωσε κ’ εκυνήγησε το παιδί να το πιάση. Όσον έτρεχε...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Ένας ξένος, σαν περιηγητής ήτο, ήθελε να πάη στο Φανάρι (Φάρον) στον πάπα. Ερώτησε αυτός ένα Καριώτη να τον οδηγήση να πάη. Λέει του έχει μονοπάτι αλλά δε θα το βρης, αλλά χάλα χώρον (=απ’ εδώ κι απ’ εκεί) θα πας. Όταν ήκουσε τη λέξι αυτή ο ξένος έβγαλε ένα τευτέρι και την έγραψε. Είπε για εμείνασι άνθρωποι εδώ στην Ικαρία από παλιά, πειδής ηύρισκε αρχαίες λέξεις.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Η Βρωμοβρύση είναι τοπωνυμία και βρύσις ενταυτώ εις την περιφέρειαν της Πενταγιούς: «Αυτού νια βουλά έστλι ένας Τούρκους ένα μάστουρα κι του είπι: όσου να πάου’ς τα Μιτιρίζια, να μ φκειάης τα βρύσ’. Άμα φτάσου’ς τα Μιτιρίζια κι δεν έεις φκειασμένα τ βρύσ’, θα σι σκουτώσου!». Ου μάστουρας δούληυι γλήγουρα για να τα φκειάσ’. Πέραγαν απού κει ου κόσμους κι τουν ρώταγαν: Τι φκειάν’ς αυτού; - Φκειάνου...
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1914
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση