Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 8221-8240 από 142579
Στεφάνι (το)= μεγάλη πείρα, ιδίως εις τας κορυφάς λόφων και βουνών, π.χ. εκεί πάνου είναι κάτι στεφάνια και λένε πως τα βάλανε οι αρχαίοι.
Μουσούρης, Σπύρος Ν.
Πιστεύεται ότι το κρανίον του πρωτοπλάστου Αδάμ ήτο τόσον μέγα, ώστε εκ των κοιλωμάτων των οφθαλμών αυτού ηδύνατο να διήθη ελευθέρης ανήρ έφιππος.
Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν.
(
1888
)
Ο Θεός κι οι Έλληνες
Όντας ο Θεός έπλασε τον κόσμο, κάλεσε τους λαούς ένα ένα και τους αρώτησε: «Τι δώρο θέλετε να σας κάμω. Προσέξτε θα ζητήστε ένα και καλό». Οι Ιταλοί ζήτησαν φωνή. Οι Αρμένηδες ομορφιά κι άλλοι άλλα. Όντας ήρθε η σειρά των δικών μας, αυτοί προσπάθησαν με πονηριά να πάρουν δυο δώρα από το Θεό. Ζήτησαν που λες, ανδρειοσύνη και εξυπνάδα. Ο Θεός τους χάρισε την αντρειοσύνη και τους είπε: Εξυπνάδα δεν σας...
Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ.
(
1963
)
Περί κτίσης της εκκλησίας του Άγιο Ευστράτη φθακαμαρώζ’ νωό θεοράτον Έλληνος. Βλ. Παραδόσεις ΙΑ.
Μέγας, Γ. Α.
(
1938
)
Τα τρία πράματα
«Την εποχή πω πήρασιν οι Τούρκοι την Πόλη ευρήκασιν απάνω στο μπορό του Κωσταντίνου Παλαιολόγου τρία πράματα όσον είναι ένα αυγό το κάθα ένα. Περίεργοι δεν εξέρασιν είdα ΄ναι και ενεργήσασι να ΄βρουν άθρωπο να τω dα εξηγήση. Ευρήκασιν ένα ‘έρο τετρακόσω χρονώ και τώνε λέει να πάσι να ‘βρούσι το μεγαλύτερό d’ άδερφό να τω dα εξηγήση. Εδιάησα gαι βρήκα gαι το δεύτερο τώνε λέει πως είναι πεdακόσω χρονώ...
Οικονομίδης, Δημήτριος
(
1934
)
Στην Πετρούσα στη θέσι Τραόμαντρα, λένε πως έβγαινε μία φώτσα (=φώκια) από τη θάλασσα. Εκεί ‘ναι μια σπηλιά και μπαίνει η θάλασσα μέσα στη σπηλιά. Εκεί έβγαινε η φώτσα. Αυτή η σπηλιά, μου λέγε ο πατέρας μου, πως είναι το σπίτι του Κύκλωπα. Αυτός έβανε εκεί μέσα τα προβατά του. Πήγε ένα παιδί να του ζητήση φωτιά, ο Κύκλωπας είχε ένα μάτι, ρωτά το παιδί «πώς σε λένε»; Λέει του του παιδιού: μη λένε «Κανένα»....
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Ήτανε κάποιο κουνούπι και τον επείραζε πολύ τον άνθρωπο και πέθανε. Κι αναγκαζόντανε να κρύβουνται στο λάκκο. Αλλά καμιά φορά δε βαστούσανε και θαφτούντανε ζωντανοί.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1957
)
Στη Σπηλιά του Ρόζου. Την είπανε έτσι από ένα ρόζο που ήτανε στο Κιόνι, τόσο δυνατός, που εσήκωνε το γάϊδαρο με όλο του το φορτίο στην πλάτη. Επήαινε μπροστά κάθε που αντιστεκόντανε οι Κιενιώτες στους Άγγλους. Μια φορά τους επιάσανε οι Άγγλοι κ’ εκατεβήκανε οι Ανωησάνοι να τους ελευτερώσουν. Επήαινε μπροστά μια γυναίκα με τη ρόκκα της.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1956
)
Εις τινα μέρη αι μεγάλαι γυναίκες λέγονται Αμαζόνες.
Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν.
(
1888
)
Οι αρχαίοι Έλληνες και το λιθάρι το κόνανε να μιλάη (ή τα λιθάρια ανδρύεις το΄κανον)
Κανδηλώρος, Τάκης Χ.
(
1907
)
Ξιντιμένι φίλε μ'
Φαίνιτι πως η ξινιτειά κ΄ έκριμι πολλά τ’ χουρίον να ξιχάης κι γι’ αυτό μ΄ αρώτσις για του βράχου τ΄ Τζιρνή. Του βράχου αυτόνι που νι απ’ όξου ανιτουλκά ‘ς του χουριό, τουν ηλένι τ’ Τζιρνή γιατί Τζιρνή θα λέανι του νκουκύρ’ τ’ χουραφιού που νι μέσα κι απόμνι του όνουμα. Έχνι να πούνι πως απάν ‘ς τ’ Στάμ’ τ΄ραχ που νι οι ανιμόμλ’ κι απού πίσου φαίνιτι του Καρλόβασ’ στέκντανι οι Γίγαντις, κι παίζανι...
Άγνωστος συλλογέας
(
1916
)
Γιενή το γλημόρι: μνήμα γιγαντιαίον εντός βράχου λατομημένου.
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ
(
1891
)
Τα λενικά (εκ του ελληνικά), δηλ. γαίαις γόνιμοι και καχειάς κατέχουσιν ως επί το πλείστον αρχαιολογικάς θέσεις και υπάρχει περί αυτών η πρόληψις ότι οι Έλληνες τας έχουσι καύσει δια συγκεντρώσεως των ηλιακών αυτώνων, δια απέβησαν γονιμώτεραι.
Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν.
(
1888
)
Τα «Σπίτια των Ελλήνων» είναι στον κρημνό. Ήτανε καταφύγια αυτά. Εμπαίνανε μέσα οι Παξινοί. Είχανε φούρνους και κατώγια. Είχε και πολεμίστρες για τους πειρατές. Εμαζεύανε θρόφιμα κι όταν τους βλέπανε έμπαινανε μέσα. Όταν ερχόντανε Αλτζερίνοι. Και μ’ ένα παλούκι τοςυ πιάνανε από το λαιμό και τους πετούσανε κάτω. [παλούκι= παλούκι διχαλωτό]
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1957
)
Ριφθιανοί= Πυγμαίοι. Μυθολογούσιν ότι μετά την δευτέραν παρουσίαν γυνήσεται άλλη δημιουργία νάννων πυγμαίων και βραχυβίων οις το φυτόν της ερεβίνθου θα φαίνεται ως υψίκορμος κέδρος, και αι κατοικίας των θα είναι ως μυρμηκιά ή υπόγειοι. Εκλήθησαν δι, ούτω εκ της ερεβίνθου.
Οικονομίδης, Απόστολος Β.
Είχα ακούσει ότι τσι παλαιοί ήθελενε ο Θεός να τσι καταστρέψη και δεν ημπόρειενε. Έρριξε σκουλήκια κ’ ετρώγανε τα ποδάρια dων κ’ εσκύβανε για να τα βγάλουνε και τσ’ ηντουμπάριζενε το ποτάμι και τσ’ ήπαιρνενε. Αυτοί ήτανε πολύ μεγάλοι, θερία. Ήτανε το ποτάμι κ΄ερίχνανε το πόδι ντωνε κ’ ηπερνούσανε το ποτάμι.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1960
)
Απουκάθενε εφκιάσανε ένα σπίτι και στο θέμελο ευρήκανε κόκκαλα, από μικρούς και μεγάλους κι ένα σφοντύλι από πηλό. Εξεχωνιάσανε δυο κεραμίδες κι’ ένα μισολίθαρο. Και μέσα σ’ τσι κεραμίδες ήταν ένα δόντι έδε τόσο.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1956
)
Οι Γορτυνιακαί παραδόσεις
Εις εν ρεύμα του Βαλτεσινίκου και εις μίαν πέτραν είναι αποτυπωμέναι δύο βαθειά τρύπαι, αίτινες λέγονται κ οι γονατιές του Δράκου». Η δε παράδοσις αναφέρει ότι εις δράκος εδίψασε, δια τούτο εγονάτισεν, όπως πίη νερό από του Ντελιάνη τη βρύση, ήτις είναι μακράν επί είκοσι λεπτά προς το μέρος του Άγιο λιά δυτικά της Λάστας. Τόσος μεγάλος ήτο! Αλλά και άλλη Γορτυνιακή παράδοσις, ως αναφέρουν οι Καλλιαναίοι,...
Λάσκαρης, Ν.
(
1925
)
Έχ’ ακούσει ότι εδώ ήτανε ένας λεγόμενος Μακρύς. Ήτανε αναστηματικός (μεγάλου αναστήματος) και του δώσανε μια ντουφεκιά και τον εσκοτώσανε. Εκεί που τον εκσοτώσανε ετσίτωσε τα ποδάρια ντου κ’ ήτανε ένα βουνό εκεί (‘ς την Πολέχρη ‘ς το Σκαδό) και του δωσενε με τα ποδάρια ντου κ’ εγύρισενε.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1960
)
Ο Μαλισσόβας είχι φτιρά κι πιτούσε. Κλέφτης, παλληκάρ’. (Το ‘λεε ου Δημητράκος, δεν το θ’μάμαι). Ήταν μπαστάρ’κο. Αυτούνοι ήταν 80 κλέφτις μαζί, στη θέση φουρνότσ’μα (εδώ στο Θραψίμ’. Έψηναν αρνιά κι είχαν καραούλι βγαλημένο. Τους πήρε και το μπαϊράκ’. Και το λέμε στου Μπαϊρακτάρ (βοσκό) απάν’. Προτού στηθή το καραούλ’ έβγαλαν μια πλάτι κι’ εξήτασαν. Είδαν στην πλάτ’ πως τους παίρνουνε καταπόδ’ οι...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση