Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 8041-8060 από 142579
Ο Χριστός στον Άδη
Τον καιρό που πήγε ο Χριστός στον Άδ’ και αναστήθ’κε, είταν ο Εωσφόρος, ο βασιλιάς των δαιμόνων και φυλούσε να μη μπει κανένας. Λέει ο Χριστός: «Άρατε πύλας». Λέει, «Ποιος είσαι σύ;». Λέει, «Εγώ είμ’ ο δίκαιος κι ο κραταιός», κι αμέσως ηλυώσαν τα λουκέτα και μπαίν’ μέσα ο Χριστός και βγάν’ τ’ς κολασμέν’. Καθ’ Ανάστασ’ το κάν’ κι ο παπάς αυτό.
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Ο Χριστός και τα πάθη του
Οι Οβριοί δεν τον χώνευαν τον Χριστό κι ήθελαν να τον πιάσουν. Έβαλαν τα δυνατά τους να τον βρουν. Στα χαμένα όμως, γιατί τον έκρυβε ο κοσμάκης για τα καλά που τους έκανε. Βρέθηκε ‘κείνος ο ασχώρετος ο Γιούδας και τον πρόδωσε. Πάνε οι Οβριοί την νύχτα να τον πιάκουν. Ο Χριστός για να γλυτώση πάει να κρυφτή ανάμεσα στα λυκοφαομένα (γίδια). Εκείνα τα καταραμένα σκόρπισαν. Βλέπει παρακατήσια ένα κοπάδι...
Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ.
(
1963
)
Γιατί βάφουν τα κόκκινα αυγά
Την Μ. Πέμπτη η Κλαυδία, η γυναίκα του Πιλάτου κατέβηκε στο ζούμο για να μαζέψη τα αυγά της. Γέμισε την ποδιά της αυγά και είπεν: Αν αυτά τ’ αυγά γίνουν κόκκινα τότε θα πιστέψω πως ο Χριστός είναι αληθινός και ώ! Του θαύματος έγιναν κόκκινα τ’ αυγά. Τότε πήγε στον άντρα της και του είπε: « Ο Χριστός είναι αληθινός». [ζούμο= κοτέτσι]
Λιουδάκη, Μαρία
(
1938
)
Δεν κάνει ‘α δίχτωμε όξω από το σπίτι νερό στο δρόμο είναι κακό γιατί κάποτε έδιξαν νερό από σπίτι στο δρόμο κι όταν εκυνηούσαν οι Εβραίοι το Χριστό κ’ έτρεχε εγλυστρησε και τον πιάσαν.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Ο Χριστός και ο Τεμπέλης
Μια φορά ο Χριστός επήγαινε με τσοι μαθητές του, από έναν τόπο σ’ έναν άλλο. Δεν εκατέχανε το δρόμο και γυρεύανε κανένα να τους τονε δείξη. Βρήκανε ένα καθισμένο στο δροσιό ενός μεγάλου δέντρου και τον ερωτήξανε. Δεν τους απάντηξε όμως παρά ντεμπέλικα σήκωσε τον ένα του πόδα και τους τον έδειξε. Δεν εκαταλάβανε για πού τόχε βάλει με τον πόδα του και γυρεύανε κάποιον άλλο να τσ’ οδηγήση. Τσοι κουβέντες...
Κυρμιζάκη, Αγλαΐα
Τα λεμπούνια πρώτα ήτο γλυκά δεν ηθέλαν (ν)α τα πας στη θάλασσα κ’ ύστερα ‘α τα φας τώρα όμως πρέπει για να γλυκάνουν ά τα πας τρεις μέρες στη θάλασσα κ’ ύστερα (ν)α τα πλύνης και γλυκαίνουν έγιναν πικρά γιατί όταν κυνηούσαν το Χριστό οι Οβραίοι ήτο ένα χωράφι με λεμπούνια κ’ ήμπε μέσα κι αυτά σπούσαν και μιλούσαν και βρήκαν το Χριστό οι Οβραίοι.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Ένας γέρος ήταν ζωντανός με λέπρα σπυριά στα μούτρα και γύρευε ζωντανά στο χωριό μας. Ένας του λέει γιατί παπού είσαι έτσι. Τότε του λέει είμαι έτσι γιατί αυτό που θέλω εγώ δεν μπορώ να το βρω πουθενά. Τότε πίεσαν να πη τι θέλη. Ένα αντρόγυνο αγαπημένο τους λέει ο ζητιάνος θέλω να πάρετε ένα παιδί καλό παιδί να το βάλητε στο φούρνο να ψηθή και τη στάχτη να την ρίξω στα σπυριά να γίνω καλά. Άναψε το...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1968
)
Ο ασβόγερας βρωμάει γιατί τα παλιά χρόνια ήτονε δέντρο και πήγε απ’ αυτό και κρεμάστηκε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης και τον καταράθηκε ο Θεός να ζαρώση και να γίνη τοσουλάκης και να βρωμάη κιόλας.
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Ο Χριστός άμα τον κυνηούσαν οι Οβραίοι έτρεχε στα λουμπούνια και αυτά ενώ έτρεχε ο Χριστός μέσα για να κρυφτή και να μη τον πιάουν χτυπούσαν δυνατά κ’ άκουσαν οι Οβραίοι τότε κ’ ήρταν και τον πιάσαν γιαυτό τα καταράστηκε ο Χριστός να ‘ναι πικρά και να μη μπορούν πια οι αθρώποι να τα τρώουν. Τον Χριστό όμως τον άκουσε ο άθρωπος που ‘χε το χωράφι και τον παρεκάλεσε πολύ (ν)α συχωρέση γιατί αυτός πως...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Οι κατσίβελοι (γύφτοι) είναι καταραμένοι απ’ το Χριστό γιατί αυτοί φτειάξαν τα καρφιά που σταυρώσαν το Χριστό και γιαυτό ‘εν έχουν που (ν)α σταθούν όλο ‘υρίζουν χωρίς ‘α μπορούν ‘α φτειάξουν πουθενά χαΐρι και προκοπή.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Η κατσίκα είναι πονηρό ζώο. Είναι κατηραμένη από το Χριστό γιατί τον κουτούλησε. Την ώρα που γεννιότανε πήε ένα αρνάκι, ένα βούδι και ένα κατσίκι. Το αρνάκι και το βούδι τον αχνίζανε, η κατσίκα τον κουτούλησε. Τότες ο Χριστός το αρνάκι και το βούδι τα ευλόγησε. Είπε του προβάτου. Εσύ θα είσαι η ζωή του ανθρώπου. Στην αγελάδα είπε να κρατή τα τέκνα της στην κοιλιά της εννιά μήνες. Το δαμαλάκι όταν...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1963
)
Χριστού η πατούνα: Κατά την παράδοσιν επί βράχου ευρήνται τύπος ποδός.
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1926
)
Ο Χριστός και δύο νεάνιδες
Δύο κορίτσια σει τια εγόγωναν (=υδρεύοντο) ο Χριστόν άμον φτωχός εγύρεψεν να δίγουν άτον και πιν νερόν. Τ’ έναν το κορίτσιν, που έτον θυμώδαινα κ’ έδωκεν άτον, τ’ άλλο που έτον ήσυχον εδώκεν άτου. Ο Χριστόν ατέναν εδώκεν εις θυμώδην άντραν κ’ εκεινενάν εις άντραν ήμερον (=ήσυχον).
Βαλαβάνης, Ι.
Οκούκνος
Ο Ιησούς περιερχόμενος ποτε την γην προσήλθε βουκόλω τινί και εζήτησεν ύδωρ αλλ’ ούτος εκτεταμένος επί του εδάφους, δια του ποδός μόνον έδειξε τω αγνώδιω Ιησού την πηγήν. Τότε ο Ιησούς προσήλθε τω ποιμένι καν εζήτησεν ύδωρ. Ο δε ποιμήν λαβών αυτόν έτι της χωρός ωδήγησεν εις την πηγήν. Οι ο και του μεν ποιμένος τον κόπον αυτήμειτζεν αφαιρέσας παρ’ αυτού τον κούκνοι του δε βουκόλου των τιμωρίαν ετιμώρησε,...
Κωνσταντινίδης, Ν.
(
1890
)
Σταυραγκάθθι – το= αγκάθα μονόχρονη, πολύ φουντωτή που βγαίνει στα καλλιεργημένα χωράφια. Βγάζει χυμό στο αίμα, γι’ αυτό τη λένε και ματαγκάθθα. Παράδοση: Με το σταυραγγάζζιν έκαμαν το στεφάνιν του Χριστού γι’ αυτό δα βγκάλλdει γαίμα.
Παπαχριστόδουλος, Χ.
(
1932
)
Φαρακό= ο πονηρός άνθρωπος και κακούργος, ο κατά τους ενταύθας κατασκευάσας τους ήλους δι ων εσταύρωσαν τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν: αυτός μαρ έιναι Φαρακό.
Μακρής, Παναγιώτης Γ.
(
1894
)
Στο Ξυλόκαστρο
Στο Ξυλόκαστρο πιστεύουν πως τη Μεγάλη Παρασκευή όποιο δέντρο ή κλαρί χτυπήση κανένας με τσεκούρι, έστω και ελαφρυά, το δέντρο αυτό θα ξεραθή γιατί επάνω σε ξύλο σταυρώθηκε αυτή την ημέρα ο Χριστός!
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Οχήστρα: «οχήστρα λεν και ‘να αγκάθι, που από κείνο φκειάσαν τάχα τ’ αγκάθινο στεφάνι του Χριστού».
Ρωμαίος, Κωνσταντίνος Α.
(
1920
)
Ο γεωργός και η υφάντρια
Ην ποτε καιρός ότε ο γεωργός φθάνων δια του αρότρου εις το έτερον άκρον του αγρού το ελάμβανε και το μετέφερεν ένθεν και προηγουμένως ήρχιζε. Η δε υφάντρια κόπτουσα την κλωστήν της κερκίδος της εκ του αυτού πάντοτε μέρους έρριπτεν αυτήν. Περιηγούμενος ο Ιησούς την γην ως άγνωστος τις τον μεν γεωργόν συνεβούλευσε να αρχίζη την αροτρίωσιν οπόθεν και έφθανε χωρίς να μεταφέρη επ’ ώμου το άροτρον την δε...
Κωνσταντινίδης, Ν.
(
1890
)
Από ποίον ξύλον έγινε το ξύλον του σταυρού (πραγματεία περί λοιδοριάς, δρυός της Αρίας αναφέρονται αι γνωσταί παραδόσεις).
Λέτσιας, Αλ.
(
1940
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση