Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 5461-5480 από 142579
Στο Παλιοχώρι μέσα βγαίνει ένας φουστανελλάς κοντακιανός και μαυρειδερός με το φεσάκι του και πηδάει ανάμεσα στα χαλάσματα. Όσοι τον είδαν μουγκάθηκαν για καιρό.
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Εδώ πάνω στη Μηλίτσα ήταν ένας κυνηγός. Φύλαε σε μια γκορτσά για λακό και παρησιάστηκε τη νύχτα ένα ξωτερικό, φτιάστηκε σαν άνθρωπος και του λέει : Tι κάνεις εδώ ; -Φυλάω για λαγό. Τoυ λέει : Είσαι καλός κυνηγός ; -Άριστος. Του λέει : -Το περνάς το δαχτυλίδι του, έρριξε, το πέρασε. Βάρεσε μια με το πόδι του, έκαμε μια γούβα, του λέει : -Μπές μέσα στη γούβα. Εγώ, του λέει, τώρα θα έρθη ένα άλλο στοιχειό...
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Πόλεμος στοιχειών
Το Στοιχειό της Καστανιάς (Συρυνιανιά) πολεμάει με το Στοιχειό το Κερασιώτικο πολλές φορές. Άμα νικήση το Καστανιώτικο, βυθίζεται ο τόπος ο Κερασιώτικος ειδημή βυθίζεται ο Καστανιώτικος. Αυτά λέει ο κόσμος.
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1928
)
Στο μύλο κάτω στη γέφυρα βαστάει. Εκεί έχουνε ιδωμένον έναν σαβανωμένον, μέσα στην κάσσα του, με τα κεριά αναμμένα γύρω, γύρω που φωτολόγαγε ο τόπος. Ο μπάρμπα Χρίστος ο Γαλανόπουλος είχε πάρει κάποτε μαζί του το γουρούνι του και σαν έφτασε εκεί βλέπει ένα γοτρούνι κι έτρωγε ελιές. Πάει το γουρούνι εκείνο και παίρνει από πίσω το γουρούνι του μπάρμπα Χρήστου. Πάνε στο χωριό, τόνε ρωτάνε :Που τόχεις...
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Ήσκιωμα όπως και Διάβα = το μέρος εις το οποίον συχνάζουσι τα ησκιώματα (ήσκιωμα= πονηρά πνεύματα).Ησκιώνομαι=πάσχω εκ της επηρείας πονηρών πνευμάτων.
Παπαγεωργίου, Ιωάννης
(
1922
)
Η Νύφη της Σαλάκου
<Στην μάνα του ποταμού της Σαλάκου υπήρχεν ένα θεριό με επτά γλώσσες. Το θεριό αυτό δεν άφινε το νερό να τρέξη και να γεμίσουν οι κάτοικοι αν δεν άφινε το νερό να τρέξη και να γεμίσουν οι κάτοικοι αν δεν του έπερναν να φάη κάθε βδομάδα μιάν κοπέλλα στολισμένη σαν νύφη. Με λαχνόν λοιπόν έστελλαν κάθε βδομάδα μιάν κοπέλλαν στη πηγή για να την φάη το θεριό το εφτάγλωσσο. Ήρτεν η σειρά και στην βασιλοπούλα...
Βρόντης, Αναστάσιος
(
1930
)
Κάθε πλούσιο σπίτι, που έχει, πολλά χρήματα, έχει και το στοιχειό του, κι άμα βγή και το ιδή κανείς πεθαίνει, γι'αυτό όταν χτίζουνε τα σπίτια κάνουνε μαύρα σκυλάκια υψένια και φοβάται το σκυλί και δε βγαίνει.
Λιουδάκη, Μαρία
(
1939
)
Ένας παπάς ένα καιρό πήγε 'ς την εκκλησιά, Κυριακή μέρα Ανάστα εξημερώνονταν. Την Κυριακή ξημερώνονταν ο παπάς την ακλόθησε την παπαδιά έλαμε τα θελή,ατα του και έπειτα σέβηκε στην εκκλησιά ςτη λειτουργία. Στη λειτουργία μπαίνοντας είπεν αυτόνα τον άγγελος του Κυρίου ''ί'' πάτερ ί! πάτερ!, τι πράμα που έκανες σήμερο τι εισέβηκες ςτη λειτουργία δεν ήτον ικανό να το κάμη τότε είπε ο γερεύς, είπε τον...
Ξανθάκης, Ι.
(
1922
)
(Στην Μπάνια) βγαίνει μια φωτιούλα. Αυτή παρισιάζεται σαν κεράκι, απολάει αχτίδες και περπατεί μοναχό του. Πάγει αέρας (=γρήγορα). Δεν μπορούν να το καταλάβουν. Βγαίνει χειμώνα και καλοκαίρι άμα ξημερώνει μεγάλη γιορτή πχ. Το Μεγαλοβδόμαδο ταχτικά. Πρέπει να προσέξης για να το δής. Όλοι δεν το βλέπουν. (Την ανωτέρω παράδοσιν δεν σχετίζαν όλοι με τον ‘’Μπάρμπα Λάζαρο’’, 1153 Α σελ. 153 (Παραδ.ΚΑ) αυτός...
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
Η μάλ-τεπές
Εν τη οροσειρά τη περικλειούση την εύφορον κοιλάδα των κοιλέων-θεσίων, καλουμένην ούτω, διότι ο Ελλήσποντος κοίλον κόλπον απεργάζεται, υπάρχει οξεία τις και κωνοειδής κορυφή καλουμένη μάλ-τεπές (=κορυφή θησαυρού). Η κορυφή αύτη την νύκτα του Πάσχα, ότε το πρώτον ψάλλεται το Χριστός ανέστη, (η καλός η λόγος), ανοίγει και ο τολμών να εισέλθη διέρχεται επί εν έτος εντός μεγάρων μαρμαροτεύκτων εν αφάτω...
Οικονομίδης, Απόστολος Β.
Απο το γεφύρι της Άρτας λένε πως πέφτουνε τρείς ανθρώποι το χρόνο απο την κατάρα της γυναίκας του αρχιμάστορα. (Βλ. Και σχετικόν άσμα σελ. 119)
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Ήτανε χειμώνας σηκώθκε το πρωί για κυνήγι, έρριχνε χιόνι. Πήγε στη Χτιριαρού άκσε ένα μουγκριστό, βαιλέ μεγάλο! Τότε το νεκροταφείο δεν έπαρχε εκεί. Ζυγώνει κοντά στη βρύση. Τηράει κι ήτανε τα 2 στοιά και παλεύανε. Το ένα του Κάστρου ήταν λιάρο (ασπρόμαυρο), το δικό μας ήταν σταχτί (μούρκο). Αυτό είναι μεγαλύτερο. Τότε παρισιάσθη ένας ανθρωπάκος και του λέει :-φοβήθκες ; Να μη φύβγης, θα σου δώσω...
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
Στοιχειό
Στης Σκλέαινας το σπήτι έβγαινε στοιχειό, επειδή δε ήτανε χήρα, επροσκάλεσε πολλούς δια να φυλάξουνε. Ένας απο τουτουνούς ο Χαράλαμος Μπούκουρας πατέρας του εν Πύργω Δημ. Μπούκουρα δικηγόρου, την νύχτα αποκοιμήθηκε, οι σύντροφοι του ακούσανε το βρόντο, τότες τον εκουνήσανε, αυτός δε απο το φόβο του που τον εσείσανε άξαφνα, έσκουξε δυνατά <Δεν είμαι εγώ, δε φυλά εγώ>, και απο τότενες και στερνά δεν...
Λάσκαρης, Ν.
(
1924
)
Στον Κουσίνο (βρύση) παρισιαζόταν στιό (στοιχειό) σα βόδι και μούγκριζε, όταν πήγαιναν οι γυναίκες για νερό χανότανε.
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
Ο μπάρμπα Λάζαρος με το φανάρι!
Αυτός είναι ο προ ετών δήμαρχος Αραχόβης Λάζαρος Παπασταθόπουλος. Αυτός έφερε το νερό απ’την Μπάνια. Παράβλεπε (= επέβλεπε) στο δρόμο και διαρκώς στεκόταν απάνω απ’τους εργάτες. Έτσι εκεί που έπεφτε η σκιά του στο δρόμο, καθώς χτύπαγ’ ο ήλιος, κάποιος εργάτης κάρφωσε την σκιά του. Σε 40 ημέρες πέθανε. ‘’Τον ιστιώσαν τον κακουμοίρη το Λάζαρο!’’ Από τότε κάθε βράδυ περνάει και πάει εκεί που τον ιστιώσανε....
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
Άλλη διήγησις
-Είς τηχ χολέτρα του σπιδιού αουκάτω να μη κατουράς ποτέ γιατί ετσεί έχει πάντ’ Αναράες, μήε στα μπρόφλια του φούρνου. Μιάβ βολά ο Νικολάτσης του Μηνά, ο Πατσούρος, γέρος ογδόντα χρονώ, εύριζεν απού τοχ χορό τη νύχτα τα’ επήε προς το νερό του στήχ χολέτρα του σπιδιού ως φαίνει, ήτο-ν ετσεί κακό πράμα τσαι τον επείραξε. Ως ήμπε μέσα στο σπίτι εφώναζε το μμάτι μου! Το μμάτι μου! Τα’ επαρησιάστη ένα...
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ.
(
1932
)
Στοιχιό 'στα γηοφύρια
Τα κακά ποτάμια εγκρεμίζανε τα γηοφύρια, ένα απο δαύτα ήτανε και ο Λάδωνας, όπου ποτές δεν εστέρηονε γηοφύρι, αλλ' η κυρά που φαίνεται να 'ναι τούρκα, εφοβέριζε τους μαστόρους, και οι μάστοροι επιάσανε κ' εκαρφώσανε ένανε αράπη και μια γυναίκα και πο τότενες και στερνά εστέρηωσε το γηοφύρι, και ότανες κατεβάζη το ποτάμι κ' έχει φουρτούνα τη νύχτα ο αράπης και η γυναίκα σκούζουνε <βάστα γυναίκα, βάστα...
Λάσκαρης, Ν.
(
1924
)
Ο γέρο Τζαβελέας μας λέει πως εδώ πάρα πέρα στα λιόφτα ακούει κάτι γυναίκες κάρ-κάρ-κάρ! Γελοκοπάνε, μα δε γλέπει τίποτα. Εκεί κάτω στη γέφυρα, κάθε που περνάει ακούει πρά-πρά τη γύφτικη βαρειά.
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Για δύο στοιχιά
Η Λάστα είναι ‘ς τη ρίζα του βουνού του αγιολιά άντι κρύτης ‘ς την ανατολή ‘ςτα πόδια της Πατερίτσας είναι η Γρανίτσα, μια ‘μισυ ώρα απάνω κάτω μακρυά. Η Λάστα λοιπόν είχε το στοιχειό της, καθώς και η Γρανίτσα το δικό της, καθώς είχανε ούλα τα χωριά στοιχειό. Το στοιχειό της Λάστας είχε πάντοτε συνήθειο να παλεύη με της Γρανίτσας, για τι ήσανε αγνάντιο, και όγοιο στοιχειό ενικιώτανε οι χωριανοί του...
Λάσκαρης, Ν.
(
1924
)
Εδώ στο Κάστρο λένε που βαστάει. Κάποια φορά είχε πάει το παιδί μου το μεγάλο κι έκοψαν τα μεσάνυχτα και στερνά και καθώς καθότουνα είδε μια γυναίκα ασπροφόρα κι ερχότουνα τον κατήφορο. Έκανε ίσα, ίσα και πέρασε απο μπροστά του και χάθηκε. Εκείνος δε μίλησε, ούτε άνοιξε το στόμα του, αλλοιώς θα του έπαιρνε τη μιλιά του. Άλλος πάλι έχει ιδωμένο εδώ στον τράφο του Κάστρου ένα ασκάκι που έβγανε φωτιές...
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση