Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 4581-4600 από 142579
Πρώτα υπήρχαν ανεράϊδες. Πάντα θελανάχνε φωτιά απ΄όξω. Έναν κεχαγιά τον κυνηγούσαν ανεράϊδες κι είχε το μουλάρ’ φορτωμένο δυο σακκιά – Σαν κατάλαβε τις ανεράϊδες έπεσε κι αυτός κατασάμαρα, και κείνες σαν τον φτάσαν, λέγαν: - Να και τόνα το σακκί να και τ΄άλλο το σακκί να και το πανωγόμ’ πούναι κείνος που το παρλά το γω; Σαν έφτασε στο σπίτι, φωνάζει: - Γυναίκα, δαυλό βγάνε έξω. Και ξορκίστηκαν τα...
Μέγας, Γ. Α.
(
1938
)
Σαμοβίλτσκα γκρέτκα
Κάποτε και στα παληά χρόνια μια γυναίκα του χωριού που στο σπίτι της χτύπησε μια τρανή συμφορά τρελλάθηκε και πήρε τα βουνά. Μέρες γύριζε πάνω στα βουνά τρελλή και μέρες ήταν χαμένη. Δεν ήξερε κανείς που ήταν. Ξαφνικά μια μέρα γύρισε στο χωριό. Δεν ήταν τρελλή όμως, ήταν πολύ φρόνιμη και λογική και τα λόγια της ήταν μετρημένα. Το πρόσωπό της ήταν διαφορετικό και φωτισμένο. Τότε την πλησίασαν όλοι...
Μπακάλης, Ιωάννης
(
1937
)
Άλλη μια φορά ήτονε η Τζαβελολιού στο χωράφι μαζί με τη θειά της και είχε το παιδί της βαλμένο στ’ απόσκια κι εκείνες καθόντασε και τρώγανε. Είχανε πάει να βοτανίσουνε. Εκεί ξάφνω ακούει το παιδί και κάνη ά! Σηκώνεται να πάρη το παιδί, «Μην πάς, μην πάς!» της φωνάζει η θειά της. Την κράτησε λίγη ώρα κι ύστερα την άφσε και πήγε και το πήρε και το βρήκε ματατοπισμένο. Τόχανε σηκώσει οι ξωτερικές και...
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Τη νύχτα το τρεχούμενο νερό κοιμάται, δεν τρέχει και θάρθη η ώρα του να ξυπνήση. Δεν κάνει κανείς να το ξυπνήση ξαφνικά γιατί μπορεί να πάθη κακό. Κάποια φορά πήγαινα με τ’ άλογο στις Μηλίτσες και ήταν νύχτα και στάθηκα εκεί στης Αρβανίτσας τη βρύση να ποτίσω τ’ άλογο. Εγώ αφηρημένος καθώς ήμουνα δεν έδωσα προσοχή που δεν ακουγόταν το νερό να τρέχη. Κανιά φορά το ακούω φρρ! Κι έτρεχε. Μωρέ, λέω, κοιμόταν...
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Όταν ανταμώσης στο δρόμο Νεράΐδες, πρέπει να πέσης κάτω και να φωνάξης τρεις φορές: «Κύριε ελέησον» για να μη στραβωθής.
Άγνωστος συλλογέας
(
1929
)
Ήμουνα μικρός, τώρα και 50 έτη κι ήμασνε σε μια απιδιά ανεβασμένοι. Είπαμε να κάνουμε σαν ψευτοπόλεμο κι εκεί που το λέγαμε, ακούμε τούμπανα, καραμούζες. Ανθρώπους δε βλέπαμε. Πιλαλίσαμε στις μανάδες μας.
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Όταν περνάνε οι ανεμοξουρές, πρέπει κανείς να πέφτη χάμω και να λέη: «Μέλι – ζάχαρη στράτα σας!». Κάποια φορά ένας αλώνιζε και περνάγανε πάρακάτω και τις χούγιαξε και ήρθανε κατά πάνω του και σηκώσανε ακόμα και τις δάφνες.
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Μια πήγε να πλύν’ και άκσε τς κουπανίδες dακ – dούκ που κουπανούσαν. Κάτ’ κορίτσια ήταν με άσπρα φορέματα. Όσο να πάη η κοdά κείν’, φύγαν εκείνα, πήγαν στο γιαλό. – Θάναι καμέν’ δωδεκάμερα, είπε, και θάναι ξωτ΄κές.
Μέγας, Γ. Α.
(
1938
)
Τι έπαθε μια γυναίκα που ηύρε τις Νεράϊδες να χορεύουν σε ένα αλώνι
Μια γυναίκα πάγαινε ΄ς το μύλο να αλέση. Ις το δρόμον οπού πάγαινε βλέπει μέσα σε ένα αλώνι, Νεράϊδες γδυτές που χορεύανε. Το τραγούδι τους ήτανε «Τρίκι μετρήσεις». Έτσι τραγουδάνε πάντα οι Νεράϊδες. Άμα είδαν τη γυναίκα με το άλεσμα οι Νεράϊδες της είπαν να γδυθή και να χορέψη αυτή. Εκείνη από το φόβο της γδύθηκε και χόρευε. Ήτανε τότε βαθιά νύχτα. Άμα άρχιζε να γλυκοχαράζη και να λαλούν τα κοκκότια...
Λουκόπουλος, Δημήτριος
Νεράϊδες
Ζούνε στις ράχες των βουνών. Όταν, καθ’ όν χρόνον χορεύουσι ή διέρχονται εκείθεν όπου ευρισκόμεθα, δεν μιλήσωμεν, αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να μας πάρουν τη μιλιά. Κλέβουν παιδιά. Αυτός που εγεννήθη από Νεράϊδαν. Ως προς τούτο λέγουν. Ανά παν χρονικόν διάστημα 100 ετών μεταβάλλονται εις όψεις. Εις το εξαμηνιαίον διάστημα καθ’ ο είναι όψεις, εάν δεν φονευθούν, μεταβάλλονται πάλις εις Νεράϊδες. Εάν δε...
Ράγκος, Ιωάννης
(
1939
)
Ξουντιρκά (εξωτερκιά) κακοποιά όντα ως αι ανεράδες.
Μυρογιάννης, Εμμανουήλ
Σαϊτούσα
Η καλή του χάρ του παιδιού ήτανε μία βασίλισσα κ είχενε θεϊκιά χάρ τσ’ είχενε φτερά τσαι πετάνε τσ’ έχενε δούλες τριάντα εννιά. Την ώρα ετσείνη που επέταξε το παιδί (ο διάβολος κ τον οποίον είχε πωληθή από τον φτωχό πατέρα του) ο αετός iklise, τσαι αρπά το παιδί στα νύχια τους τσαι το παίρνει τσαι το πάει στο παλάτι τς. Το παλάτι τς ήτανε 500 χρόνια αλάργα, τσ’ ήταν το παλάτ’ μές στα καταχώνια τση...
Roussel, Louis
(
1929
)
Νεράϊδα (η). Τον επήρανε οι Νεράϊδες. Νέραϊδος (ο), νεραϊδής (νεραϊδοπαρμένος) (ο) ύβρις, νεραϊδότοπος (ο)= όπου συχνάζουν Νεράϊδες. Νεραϊδόσπηλιος (ο)= (Βιαύνος) νεραϊδοφυσημένος= Που του φυσήξανε οι Νεράϊδες.
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ.
Πήγαν νεράϊδες μια φορά και πήραν το καΐκι και πήγανε στην δάφην’ να φορτώσνε δάφνες. Έκοψαν τη δάφνη. Φώναξε πρώτο ορνίθι – λένε, δε φοβούμαστε. Στο δεύτερο είπαν: - Τώρα να φύγμε. Αυτός πιάνει κόφτει κομμάτι πο το φουστάνι μπάλωμα, το έκλεψε. Η νεράϊδα πηγαίνει έρχεται, ζητάει το μπάλωμα. Αυτός τη λέει, να την πάρη γυναίκα. Την πήρε. Έκαμε παιδιά. Είχε πολλά μπερεκέτια. Στα υστερνά λέει: Τόσα χρόνια...
Μέγας, Γ.
(
1937
)
Το Νεραϊδόξυλο
Ο Λιάκος Ράλλης, από Λάστα, αρρώστησε, ο κόσμος λοιπόν έλεγε ότι ήτανε απ’ όξω. Η δε Νεραϊδιάρα είπε, να φέρουνε το νεραϊδόξυλο αρματομένει άνθρωποι, και να ν’ αμίλητο και να το βράσουνε να το πιή ο άρρωστος αλλά τη νύχτα που θαν το πιή να του φυλάνε αρματωμένοι ανθρώποι, και να μη βγη κανένας όξω από το σπίτι, για τι λαβόνει αλλά το νεραϊδόξυλο να ‘ναι από πρίνο και όχι από έλατο, δηλαδή έναι ένα...
Λάσκαρης, Νικόλαος
Στη βρύσητη λάκκα
Στη βρύση τη λάκκα μέχρι τις Παλιοκαλύβες περνάνε και κει Νεράϊδες και πινήκε κι ένας κλέφτης τόχε πέρασμα κι εκείνους τον ευρήκαν πινηρεύονε, την τριχιά στο λαιμό, τον επινήξαν οι Νεράιδες στη βρύση, στο κοτρώνι και βρήκαν την προβατίνα την κλεφτή δεμένη κει κοντά.
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
(
1938
)
Η Νεραϊδότρουπα
«Κοντά στα χάνια, από την απάνου μεριά, είναι μια πέτρα μεγάλη κ είναι τρούπια κι άμα ο άντρωπος είναι νεραϊδικός κ είναι χάμου μεινεμένος, θα πάνε να τον περάσουνε μέσα κ ή θα ζήση ή θα πεθάνη. Κ η γυναίκα, άμα κάνη τα παιδιά και δεν της ζούνε, θα πάη και θα περάση γκαστρωμένη τρεις φορές και θα φύγη, δίχως να κοιτάξη πίσω της και θα της ζούνε τα παιδιά. Τόκαμε και μια δωπάνου και της εζήσαν τα παιδιά....
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
(
1938
)
Γέμμενον νερόν. Ίσως εκ του γινομένου νερού, διότι κατά την παράδοσιν το έχουν γευθή από Γεραρίδες κ όστις το πίη βγάπτεται, αν δεν κάμης προηγουμένως τον σταυρόν του.
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
Από ‘ξου: έπαθε= εξ’ επηρείας φαντάσματα, Νηρηΐδα. Τα όντα ταύτα λέγονται η ξουτκιά ή οι ξουτκιές ‘ς ξουτκιές, ξουτιρκό.
Παπαδόπουλος, Γεώργιος
(
1908
)
Το γλυκονέρ' τς Μπλίζγιαννης
Το Γλυκονέρ’ είν’ ένα νερό γλυφό που κατασταλάζ’ από ‘να σκέμπ’ κοντά στη Μπλήζγιαννη και πέφτ’ κόμπ’ς, κόμπ’ς, έτσι σα δάκρυ σε μια γούρνα ανάμεσα σε μια φοβερή λακκιά κι ο κόσμος το παίρν’ για ιλιάτσ’ και γιατρεύουνται πολλοί άρρωστοι άμα πιούν κι άμα λουστούν μ’ αυτό το νερό κανά δυο – τρεις βολές. Σ’μά σ’ αυτό το σκέμπ’ βγαίν’ν τη νύχτα τα μεσάν’χτα οι ξωτκιές, κάτ’ νυφάδες όμορφες, όμορφες κι...
Ρεμπέλης, Χαράλαμπος
(
1929
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση