Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 4341-4360 από 142579
Η Λάμια
Είχα πάει στο μύλο άλεσα λοιπόν κατά τις 12 η ώρα κι έβρεχε. Ακούω στο ρέμα βρονταίς, σίδερα και πέταξε και φωτιά. Ματαπίσω βροντοκόπ΄σε το σίδερο κι έλαμψε πάλι. Ακούω πάλι τα ίδια. Περνάει ύστερα μπροστά μ’, σταμάτ’σα το πράμα. Προσδιάβηκε μπροστά μ’ σαν φωτιά, έλαμπ’ ο τόπος. Δεν έκρινα ντιπ! Προσδιάβηκε, δε με πείραξε.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Η Λάμια σκηματίζεται σε διάφορα. Γάτα, γυναίκα, γίδα, ενώ η Νεράϊδα πάντα γυναίκα. Κι η Λάμια έχ’ σύνορο δεν προχωράει πέρ’ απ’ το ποτάμι της. Η νεράϊδα σε ύψωμα, αλώνι. Όχι σε ρέματα. Πραγματικά. Το σκυλί καταλαβαίνει, αλλά δε συνερίζεται. Δε φοβάνται. Τα πράματα προγκίζονται.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Στη βρύση του χωριού δεν πήγαιναν οι γυναίκες από τις 11 ως τις 2, γιατί καθόντανε η Λάμια στη Βρύση, που κάθονταν και χτενιζότανε. Μια γυναίκα έμορφη, ασπροφορεμένη και καθόταν και χτενιζόταν, μακριά μαλλιά και λουζόταν. (2 πετεινοί να κράξουν φεύγει).
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Η Λάμια στο Βαθύλακο έβγαινε στο μύλο, μεσημέρι και τη Νύχτα 12 η ώρα. Περνώντας σε γάμο τ’ς άφηναν ψωμάκι, κουλούρα, γιατί αλλιώς δεν έζηγε (= εζούσε) στο χρόνο. Άκουσες μέσα στο ρέμα κρότο σαν άρμα. Λένε πως πάτ’σε ένα κουρίτσ’ κι έμεινε παράλυτο.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Λάμιες. Πιστεύει ο κόσμος πως υπάρχουν Λάμιες. Μια… Άλλη πάλι λάμια εφύλαττε μίαν Βρύσιν εις το Κρυονέριον. Αυτή η βρύσις έδωσε το όνομά της εις το Κρυονέριον.
Μπέλλος, Αναστάσιος Ζήση
(
1962
)
Μετά (προηγείται η διήγησις άλλης παράδ. σελ. 484 – 85) νοικιάστηκ’ ο μύλος και τον πήρε άλλος κι όντας ζύγουνε το Σαρανταήμερο, κίνησι μίνια γριούλα να πάη στου μύλου ν’ αλέσ’. Μόλις τράβηξ’ να βγη όξ’ η πόρτα δεν αν’γε. Ακούει μια φώνη. – Που θα πάς; Μη φεύγ’ς η ώρα είναι ακατάλληλη. Αυτήνη δεν άκ’σε, γιατί τα παιδιά τς τάχε νηστικά. Αφόσον κίνεισι έφτασε στη βρύσ’. Εδώ κάθησε κουρασμένη. Ήταν ώρα...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Ο Γέρο Τάσης. Εκεί στ’ Κατσαντών’ τη βρύσ’ μια φορά ο Τσούκας ο κλέφτ’ς είχι σύνθημα να βγή στο Δερβέν’. Σηκώνεται νύχτα. Μόλις έφτασε στην Πουρνόβρυση να, μπροστά τ’ παρουσιάζεται μια Βλάχα με μαλλιά κι χτενιζότανε. Αυτός υποψιάστηκε. Εκείνη έκανε κινήσεις, κάπως να της μιλήση. Αυτός μονάχα και χωρίς να μιλήσ’ της κάν’ έτσι με το μουστάκι κι αγρίεψε μάτ’. Επροχώρησε προς το εκκλησάκι που ‘ταν εκεί...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Στο Μύλο (νερόμυλο) που είναι κοντά στα Παλιοχώραφα, παρουσιάζονται Λάμιες, Νεράϊδες, κρότοι.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Ένας θείος μου ήτανε τσοπάνης, πέθανε μικρός, γιατί τον πάτησε Λάμια, γιατ’ ήτανε το μαντρί του κοντά στο μύλο.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Έχω ακούσ’ απ’ αλλουνούς, ότι σ’ αυτό το ρέμα πάει και φωνάζει και σχηματίζεται, να πούμε, σα γίδα, σα γελάδι. Κι να γνωρίζ’ τα γίδια, άμα είναι ξένα, πάει και τα κυνηγάει. Το ίδιο και τσ’ ξένος. Ήφερις 5 πράματα στο δ’κό μ’ το κοπάδ΄. Πααίν’ κι τα κυνηγάει.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Ο Λάμιας
Ανάμεσα βρύσης Γκουργκούλι και θέσης Βλαταναίους Τύρνας, ανοίγεται βαθύ απόκρημνο το μεγάλο ρέμα, που νοματίζεται «Κακόρεμα». Πάνω, κοντά στις πηγές του κακορέματος σε βαθειά σπηλιά του Κόζιακα, κατοικούσε, ο Λάμιας – γιος της Λάμιας της Βλατάνως – ένας γιγαντόσωμος μπέλος άντρας με πόδια τράγου. Ο Λάμιας είχε ένα κοπάδι από αγριόγιδα, που βοσκούσανε στα κατσάβραχα του Κόζιακα, μονάχα τους, δίχως...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Είναι σαν αέρας η Λάμια. Καθώς σχηματίζεται γυροβολιά, σα φτερωτή. Ανεμορούφουλας. Μπορεί να πάθ’ς απ’ αυτό. Άμα σι τυλίξ μπορεί να μουτέψης, να χάσ’ς τη φωνή σου. Πάντα να χ΄ς απάνου σου ή λίγο μπαρούτ’ ή ένα πατσαβούρι καμμένο (σκρούμπο). Είναι φυλαχτ’κό. Παρακάλα κι τον θιό. (Αυτά κι για τη Λάμια και για τη Νεράϊδα).
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Λένε πως κάποια πήρε και το χτένι αυτηνής της Λάμιας από τα χέρια της εκεί στις Μεγάλες βρύσες και το πήε στο σπίτ’ τ'ς. Αυτή παρ’σιαζότανε στον ύπνο της συνέχεια κάθε νύχτα, ώσπου αναγκάστ’κε να της το πάη πίσω στη βρύσ’.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Λάμιες
Στα χωριά οι Λάμιες, κατά την παράδοση, τρώνε τους ανθρώπους. Οι μάννες για να φοβίσουν τα παιδιά τους που ατακτούνε, λένε πως έρχεται η Λάμια. Έτσι τα παιδιά πάνε και πλαγιάζουν. Λένε ακόμα το παραμύθι του Κοντορεβυθούλη, που κρυμμένος σε ντουβάρι, σκοτώνει με το σπαθί του, τη Λάμια που περνά. Έτσι τρυπώντας την κοιλιά της Λάμιας βγαίνουν οι φαγωμένοι άνθρωποι ζωντανοί. Οι χωριάτες ορίζουν κατοικία...
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Ξωτερικό= φάντασμα, στοιχειό.
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
Η Νεράγδα
Ότι το ρίπτειν εντός της σκάφης την περισσεύουσαν ζύμην κατά το πλάσιμον των άρτων, προκαλεί έλλειψιν ή σπάνιν του άρτου εν τη οικία εκείνη. Εις την πρόληψιν ταύτην υπόκειται η εξής λαϊκή παράδοσις: Ο καπετάν Πανάγος είντανε το αξιώτερο κι ωμορφώτερο παλλικάρι του χωριού μας. Η θάλασσα γι’ αυτόνα είντανε παιγνίδι. Είχε ντη βάρκα ντου με μια γοργόνα στη πλώρη κι αρμένιζε και πε ντη γαλήνη και πε ντη...
Παπαϊωαννίδης, Κωνσταντίνος Δ.
(
1929
)
Διαβατικόν (αυτόν τον ευρήκε δ.) Όταν τις των απλοϊκών πάθη τι εν τη εξοχή ή από έξαψιν αιμάτων ή από ηλίασιν κλπ φρονούσιν ότι τούτο προήλθεν από κακούτι, το οποίον διήρχετο εκείθεν. Τα τοιούτου είδους κακιά τα ονομάζουσι Διαβατικά, εξωτικά, Καλομοίρας, Βρικολάκους, Αρμένιδες, Αγερικά, Αερανίδες.
Κανελλάκης, Κωνσταντίνος Ν.
(
1892
)
Δεν φωνάζουσι κατά το μεσονύκτιον ακριβώς ότε κατά τας προλήψεις τινών σταματούν δια μίαν στιγμήν κι δεν τρέχουν τα νερά, ίνα μη τα εξωτικά πάρουν τη φωνή των και μένωσι δια βίου άφωνοι.
Παπανδρέου, Γεώργιος
(
1917
)
Ο Δημήτρης αό Μπίρος ερχόταν ένα βράδυ από την Πύλο και στο δρόμο γλέπει δυο γυναίκες. – Που πάτε, τις αρωτάει. – Στου Γρίζι, του λένε. – Έ, πάμε μαζί, τον ίδιο δρόμο θα τραβήξουμε. Τραβήξανε μαζί, εκείνος μπροστά, αυτός από πίσω με τ’ άλογο. Σαν έφτασε επάνω από κείνα τα καϋμένα τα λιόφτα κι έκανε να γυρίση, τουλένε, από δω, από δω. Κάνει εκείνος να πάη πίσω τους, τηράει και γλέπει το βράχο μπροστά...
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Η νεράϊδα
Ο παπά – Ιάννης ερχόταν από τη Κεραμωτή (χωρίον) και στη θέσι «λίμνες» συνάντησε ένα κοριτσάκι μικρό, το οποίο το πήρε στο μουλάρι πίσω του και το ‘φερνε στο Κυνήδαρο. Στη θέσι «Μοναστηριακό», εμεγάλωσε το παιδί κ επολεμούσε να ρίξη το μουλάρι κάτω. Του λέει ο παπάς, κράτα με καλά, για να μη πέσης κάτω. Όπως τον κρατούσε βγάζει τη πεdάλφα από την τσέπη του και του κάνει ένα σταυρό στο χέρι αμέσως...
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση