Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 4101-4120 από 142579
Τα γίδια τα ‘χει ο δαίμονας σφραγισμένα. Έτσ’ βρέθ’καν τα γίδια είναι του δαίμονα, τα πρόβατα του Χριστού.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1961
)
Ονομασία διαβόλου
Σατανάς! Τρισκατάρατος! Σκατογένης! Κερατάς! Όξ’ από ‘δώ; Αμελέτητος! Ξορκισμένος! Δαίμονας! Αναθεματισμένος! Σκατόφωλος! Σκατά στην τρούπα του! Πειρασμός! Τάδες (Να πας στον τάδε).
Κορύλλος, Χρήστος Π.
(
1910
)
Το κλέψιμιο κρέας δε ‘φραίνει, γιατί το τρώει ο … (αλάργο από πα κι ο Χριστός μετά μας). Μια φορά είδανε ένα κλέφτη κ’ έτρωενε ένα οζώ. Εις το νώμο του εκάθετον ο ώμορφος (διάβολος) κ’ έτρωενε το κρέας κι ο κλέφτης εθάργιενε πως το ‘τρωεν αυτός (γιατί δεν τον εθώργιενε το σατανά). Έφαενε ούλο το ζω κ’ εις την υστεριά ετσούδισε και την προβέ και την έφαεν, κι αχόρταστος απόμεινενε.
Σταυρακάκης, Ιωάννης
(
1909
)
Οι Πιθαριώτες
Στο Πιθάρι (τοπωνύμιον) λέσιν, πως είναι το μενόρι (διαμονή – μέρος) των εξωποών (πειρασμών) το λοιπόν ένας ρεσπέρης (σπορέας – σκαφτιάς) ήσκαβ’ζεν κ’ ειαγά το βρά(δ)υ πήε στα σπηλλιάgια (ν)α πφέσει, γιατί ένεσει (δεν έχει) πλιο κ’ειάπερα σπίgια και σίντας ήνναψε τηφ φωgιά κ ι ηπισπέριζε, κούει κ’ι’ ηπάιζασι βζιολλιά, κ’ι’ είπε: λέ (λέει) καέναν καίκιν ήρτεν σφουγγαράϊκο κ’ι’ ήβγαν με τα παιχνίgια...
Ζερβός, Ιωάννης
(
1958
)
Μια γυναίκα συνάντησε στο δρόμο τραγιά που ήσαν σαϊταναραίοι.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1961
)
Τα γίδια και τα πρόβατα περ’σσότερο προντιούνται= σούνται και τρέχ’ν σαν τρελλά. Τα παρτσαλάει ήσκιωμα, ο δαίμονας. Άμα τα παρτσαλίσ’ μετά δύο τρείς μέρες ψοφάνε.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1961
)
Κάποτε τα πρόβατα και τα γίδια τα πιάνει ήσκιωμα. Σαν να τα μαρκαλάη δαιμονοπείρασμα και ψοφάνε. Η γιατρειά τς όταν ψοφάνε είναι όταν τους κάν’ς κάναν αγιασμό. Καμμιά φορά τα περνάμε κι από φωτιά, δρασκελάνε, καβαλλικεύ’ν τ’ φωτιά. Και η φωτιά παίρει το ήσκιωμα, το κακό, που ‘ναι φορτωμένο το ζώον. Η φωτιά είναι άγγελος.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1961
)
Ένας γέρος είχε περάσει από ένα μέρος, τον Άη Νικόλα προς το Λακκί κ’ επήαινε στο χωριό. Ήτανε μεσάνυχτα. Όταν έφτασε σ’ ένα δρόμο που ήτονε μια μεγάλη χαρουπιά ήκουσεν κλάματα μωρού παιδιού. Φτάνει στο μέρος κοντά και θωρεί στο δρόμο χάμαι ένα μωρό. Σκύβει και το πιάνει και λέει: «Ποια σκύλλα, το ‘καμε και το πέταξε στο δρόμο». Το παίρνει στα χέρια ντου και αρχινά να σαλεύη (=να πήγαίνη προς το σπίτι...
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1958
)
Εμείς λέμε όταν γίνη φόνος σε νια μεριά και περάσ’ καένας από κει λέμε αχ πάτ’ σε σε τάβλα, δεν γερεύει λέμε, γιατί εκεί είναι διαμονοπειραξ’ ‘πό ‘γενε αυτό το κακό.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1961
)
Άκουσα και όργανα μια φορά. Κι φωνή πρώτης γραμμής. (σε ξάγναντο).
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Κάποτε μεσημέρι ο πατέρας του κ. Κ… είχε γίδια, είχε κι αμπέλι. Το πρωΐ είπε στον τσοπάνη. – Σαλάϊσε τα γίδια προς τον Τούρλο. Στσι 11 η γιώρα είδα έναν τράγο, πό ‘τρωε μιαν ελιά, καβαλλαρωμένο πάνω στο δέντρο. Πάω πως θαν εύρω δικό μου γίδι κι είδα πως μόλις εκατέβασε τα πόδια του, από τραγί είδα που ‘γινε γάϊδαρος μεγάλος κι έπειτα εχάθηκε κι αυτός. Η αδερφή μου, που ήτανε κοντά ,δεν είδε τίποτε....
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1958
)
Η γίδα που κολλάει πάνω στα δέντρα, στους γκρεμούς, στα στεφάνια, έγινε από το σατανά, τα πρόβατα είναι ευλογημένα. Τα γίδια έχουν στα γόνατα μια σφραγίδα. Λεν ότι την σφραγίδ’ αυτή την έβαλε ο σατανάς.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1961
)
Παραθέτω ενταύθα επεισόδιον όπως μου το διηγήθη μια γραία του χωριού: «Η μακαρίτσα η Παναγιώτινα, Θεό σχωρέστ’, πάαινε νια βολά με τον άντρατσ’ στη βρύσ’ αργά του βράδ’, σκιάζ’νταν να πάη μοναχή τα, για να πάρ’ νιρό μη τάλογα. Όταν βλέπ’ απ’ τ’ αυλάκι κάτου έρ’νταν ο σιαϊτάνς, μπί, μπί, μπί, μι κουδούνια τουν ανήφουρου. Αρπάζ’ κι οι άντρα τς κάτ’ μούσμουλα κι τα τραβάει καταπάντ’ εσούϊ έφχει, παπούτσια...
Μελάς, Δ. Κ.
(
1951
)
Ήτανε στα γίδια η αδελφή τ’ κι είδε ένα ζούδιο, που το βγαλαν τα σκυλιά. Ένα ακατόλιστο πράγμα. Μεγάλα αυτιά, σαν το σκυλί και πόδια λεπτά. Κι είχε κι μουστάκ΄ σαν τη γάτα. Πέρασε μπροστά κι έφυγε. Δεν έτρεχε και πολύ. Πεδικλώνονταν. Μεσημέρ’ στο δάσος εδώ κι τρεις μέρες. Τα σκυλιά το κυνήγησαν λίγο διάστημα και τ’ άφησαν. Εδώ στα λοτρά παραπάν’. (Για το χωριό πρωτοφανές).
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Το διαβολογιόφυρο
Ολίγο παρά κάτου απ’ τη Δίβρη υπάρχει ένα φυσικό γιοφύρι, τρία σχεδόν μέτρα πλατύ και περνάνε οι διαβάταις από το ένα μέρος στο άλλο. Ενώνει δυο βουνά. Το γιοφύρι λέγεται Διαβολογιόφυρο, γιατί κατά το μύθο το έφτιασε ο διάβολος με άλλους μαζί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μια φορά κατά τα δωδεκαήμερα παρουσιάστηκε σ’ ένα μύλο ο διάβολος και ο μυλωνάς τον εκατάλαβε και τον εκαλόπιασε και του έγραψε με το ζερβί...
Κορύλλος, Χρήστος Π.
(
1910
)
Ο Τζιόλος (διάβολος) με την τέχνην του
Μιαφ φορά ήτον ένας μάστορης, χαρσιάς (χαλκιάς), κ’ι’ άμμα ήθελεν (ν)α ξυπνήσει την αβζή (δ)εν ηκάμνεν τον σααυρόν του, παρά κ’ειά που σηκώννετο που τημ μονή, ηπάαιννε ευτύς κ’ι’ ‘ηψαννε – δ – δουλειά ήθελε να κόβζει καρφσιά κ’αι να τα τονά χάμαι κ’ αι να λέει: «μες τα – μ – μάgια σου» πολλές φορές. Ίντα πούκαμεν ο Πειρασμός. Η(γ)ένηκεν κοπέλλι δεκαπέντε χρονώ, ήρτεν στημ πόρτα του χαρσιά κ’ ι’ ηστάθηκεν...
Ζερβός, Ιωάννης
(
1958
)
Ένας ερχόνταν από τη Ρεντίνα και τον περίλαβαν. Τραβώντας τον κατήφορο, τον βασάνιζαν. Αυτός πιάνονταν, άλλος τον στούμπαε, άλλος τον καβαλίκενε, ώσπου λάλησαν τα κοκόρια κι έφ’γαν. Αλλ’ αυτός πέθανε.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Άλλι μια φουρά τ’ σχουρεμένη τ’ μάναμ μπήρε απ’ τουν κάμπου ως του σπίτ’ απ’ του κουντό κι πότε βέλαζι σα γίδ’, πότε νιαούλζε σα γάτα, άμα έφτασι σπίτ’ άναψε ίσια του καντήλι κι έτσ’ ξηφανίσκει. (Πρόκειται για σιαταναρέους).
Μελάς, Δ. Κ.
(
1951
)
Όντας ε(δ)ούμεν να πφέφτει και να σύννεται ένα άστρο που τον ουρανό, φτούμεν και λέμεν: «πάννε (πήγαινε) στ’ απύρι», γιατί ‘ναι εξω(δ)ός που ο Θεός το τζιώχνει που τον ουρανό. Στον καιρό του θανατικού οι γυναίκες ως αποκρουστικό βάζαν στους παραστάθες ατήανο (απήγανο).
Ζερβός, Ιωάννης
(
1958
)
Οι σαϊταναραίοι παρτσαλάνε τα γίδια. Καμμιά φορά το γίδι το παρτσαλάει ο σαϊταν’ς και τρέχ’. Όσο και να το κ’νηγήσ’ς δε πιάνιται. Μια φορά τον είδα τον κιρατά, το ‘ριξα μια λιθαριά, αλλά μο ‘φυγι.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1961
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση